Η λύση- «Τι έγινε; Έχουμε διακοπή ρεύματος; Υπάρχει κάποια λάμπα ή έστω ένα κερί;» Ο Όμηρος,  χωρίς να το κουνήσει από τη θέση, προσπάθησε να σπάσει τη σιωπή που επικρατούσε. Η Κλειώ ψέλλισε κάτι περίεργα που μόνο αν κάποιος έκανε μεγάλη προσπάθεια κατάφερνε να ακούσει. «Κάντε κάτι, να σταματήσει… βρείτε ένα φως. Πέρη που είσαι; Ποιός είναι δίπλα μου;» Η ασταθής ψυχολογική κατάσταση της Κλειώς και το συναισθηματικό φορτίο που κουβαλούσε την οδηγούσαν σε σπασμωδικές κινήσεις. «Μη με πιάνεις! Με πονάς! Άσε με!» Η φωνή της Σωτηρίας βγήκε τσιριχτά μέσα από τα σωθικά της. «Φύγε από δίπλα μου. Κάποιος να πάει να φέρει τα κεριά. Είναι στο ντουλάπι της κουζίνας. Σηκωθείτε… κάποιος! Ποιός είναι εκεί;» 
 

Ads

«Ηρεμήστε όλοι σας και σταματήστε να φωνάζετε. Προπάντων μην κινήστε. Σηκώνομαι να φέρω τα κεριά. Σωτηρία, που είσαι; Που είπες ότι είναι; Μη σηκωθεί κανείς και μην ακούω φωνές και κραυγές.» Η φωνή του Πέρη ακούστηκε σταθερή και σίγουρη, σε αντίθεση με των άλλων. Μέσα από αυτή τη βραδιά ο εργένης μεσήλικας κατάφερε ν’ αλλάξει την απροσδιόριστη και γεμάτη αμφιβολίες δημόσια εικόνα του, να έρθει αντιμέτωπος με τους προσωπικούς του φόβους και να τους παρακάμψει, δίνοντάς τους την πραγματική διάσταση. Ασυνείδητα ενστερνίστηκε εκείνο που είχε πει ο Νίτσε: Να είσαι ο εαυτός σου και όχι αυτός που θέλουν οι άλλοι. Σε λίγη ώρα ο ήλιος θα βρισκόταν στην ανατολή και η διακοπή του ρεύματος δεν θα ενοχλούσε κανέναν.
 

«Πέρη, σε παρακαλώ, κάνε κάτι. Φοβάμαι!», «Πέρη, που είσαι; Πάνε να φέρεις τα κεριά… άναψε ένα φως. Τρέμω!» Δύο γυναικείες φωνές εκλιπαρούν και ζητούν την άμεση βοήθειά του. Δεν δείχνουν πανικόβλητες, ούτε τρομοκρατημένες. Φοβούνται, ξέρουν όμως ότι το στήριγμά τους είναι εκεί δίπλα. 
 

«Εδώ είμαι κορίτσια. Όρθιος και έτοιμος να δράσω! Ένα έχετε πάντα κατά νου. Όχι μόνο τώρα, αλλά οποιαδήποτε στιγμή στη ζωή σας. Βίος βίου δεόμενος ουκ έστιν βίος. Αν είναι να φοβάστε την ζωή, τότε πείτε μου, γιατί ζείτε;» Η φιγούρα του στο σκοτάδι δείχνει μεγαλύτερη και περισσότερο επιβλητική, συγχρονισμένη με τις κινήσεις που κάνει. 
 
«Τι είπες; Δεν σ’ άκουσα!» Η φωνή της Φρειδερίκης έδωσε το στίγμα ότι είναι εκεί τριγύρω, αλλά ουσιαστικά παραμένει αόρατη. Για πρώτη φορά, η πραγματική της υπόσταση γινόταν εμφανής στο σκότος. Η προσποιητή εικόνα που όλοι έβλεπαν και όφειλαν να αποδέχονται, χάθηκε μέσα στη καταιγίδα. Η σκιά της φάνταζε μικρή, ασήμαντη και αδιάφορη. Θα μπορούσαν να την προσπεράσουν, χωρίς να την αγγίξουν. Ακούγονται τα βήματά της και οι βαριές της ανάσες. «Κάντε γρήγορα! Δεν αντέχω άλλο! Με πνίγει όλο αυτό. Που είναι το μπαλκόνι; Να βγω έξω… κάντε στη γωνία! Δεν μπορώ… μη με πλησιάζετε.» Η Φρειδερίκη ψάχνει με τα χέρια της το δρόμο για την έξοδο. Να βγει στον αέρα. Το καταφέρνει και πετάγεται στο μπαλκόνι. Αέρας, βροχή και βροντές.

Ads

Συναγερμοί ακούγονται από μακριά εξαιτίας της διακοπής του ρεύματος. Ακόμη παραπέρα, κάποιες σειρήνες από πυροσβεστικά οχήματα. Ο αέρας, ικανός να παρασύρει τα πάντα στο διάβα του, την σπρώχνει προς τα κάγκελα. «Ν’ ανασάνω, να πάρω αέρα! Ε; Ποιος; Τι θέλεις; Εσύ; Μη! Άσε με! Φύγε! Όχι!» Μια βροντή ακούγεται λες και έγινε έκρηξη. Σαν να έβαλαν βόμβα στο διπλανό οικόπεδο. Ο ουρανός φωτίστηκε για ελάχιστα δευτερόλεπτα. Όπως με την Ανάσταση που πέφτουν δεκάδες φωτοβολίδες. Εκείνος το Πάσχα ανασταίνεται και ανεβαίνει στους ουρανούς, ενώ εδώ, λίγο πριν από τον ξημέρωμα του Ιουλίου, η πορεία είναι αντίστροφη. Το φως της αστραπής στην πόλη της Θεσσαλονίκης ήταν αρκετό για να δείξει την πορεία του σώματος της Φρειδερίκης. Από το μπαλκόνι του σπιτιού της Σωτηρίας, στο πεζοδρόμιο της πολυκατοικίας της. Μια καθοδική και εξόδιος πορεία. Η κυριολεκτική της πτώση, επακόλουθο της μεταφορικής. 

Η λύτρωση 

Το ασθενοφόρο πήρε το άψυχο σώμα της Φρειδερίκης. Επιτόπου βεβαιώθηκε ο θάνατός της. Οι αστυνομικοί σημείωναν αυτά που τους έλεγαν οι μάρτυρες. Η Κλειώ έκλαιγε με αναφιλητά και δεν μπορούσε να βοηθήσει ουσιαστικά στην καταγραφή του συμβάντος. Ο Όμηρος παρέμενε παγερός και αμίλητος. Φαινόταν να βιώνει μιαν αδιευκρίνιστη κατάσταση. Το χαμό της γυναίκας του. Άραγε τον αποζητούσε ή τον απευχόταν; Η Σωτηρία διατηρούσε μια σχετική ψυχραιμία και έδινε, με όσες λεπτομέρειες μπορούσε, απαντήσεις στα ερωτήματα των αστυνομικών. Εκείνη τη δύσκολη στιγμή, η εμπειρία της δημοσίου υπαλλήλου και της νομικού επιστήμονος αναδεικνυόταν. Ο Πέρης, λίγα μέτρα παραπέρα συμπλήρωνε με μικρές προτάσεις και ουσιώδεις διευκρινήσεις.

Το βλέμμα του παρέμενε επικεντρωμένο στο σκεπασμένο πτώμα και μόνο όταν το ασθενοφόρο έφυγε μαζί με το περιπολικό και ο κόσμος που βρισκόταν στη σκηνή του δράματος άρχισε να αποχωρεί, κοίταξε κατάματα τη Σωτηρία. Εκείνη στράφηκε προς το μέρος του, αντιλαμβανόμενη ότι ήταν καρφωμένος πάνω της. Κοιτάζονταν, χωρίς να αρθρώσουν κουβέντα. Έξαφνα, εκείνος έστριψε αριστερά και άρχισε να περπατάει προς τα βόρεια. Μακριά της. Με αργά βήματα, αλλά σταθερά. Η Σωτηρία τον κοιτούσε που απομακρυνόταν, χωρίς να μιλήσει, να χαιρετήσει, να πει ένα αντίο ή έστω να δώσει μιαν εξήγηση. Χανόταν στο βάθος αμίλητος και εκείνη τον κοιτούσε βουβή. Δεν γύρισε προς το μέρος της, ούτε για μια στιγμή. Αν γυρνούσε, υπήρχε ο κίνδυνος να μην την ανταμώσει ξανά. Ένα ύστερο κοίταγμα, είναι και το στερνό. Ο Όμηρος προσέγγισε τη Σωτηρία, κρατώντας σφιχτά από το χέρι τη Κλειώ. 
 

«Που πήγε ο Πέρης; Έφυγε;» 
 

«Ναι, έφυγε. Βλέπετε, είναι μεγάλη τέχνη και θέλει πολλά κουράγια να ξέρεις ν’ αποχωρείς την κατάλληλη στιγμή. Αυτός τα έχει. Αυτό μου έμαθε. Δεν είναι δικό μου, αλλά μ’ αρέσει όταν το λέω. Το οικειοποιούμαι, τρόπω τινά, ποιητική αδεία!»
 
Ο ήλιος φάνηκε στην ανατολή και τα πρόσωπα άρχισαν να φωτίζονται. Φευγαλέα, η Κλειώ και ο Όμηρος είδαν τη Σωτηρία να χαμογελάει διακριτικά και να κουνάει ανεπαίσθητα, πάνω-κάτω, το κεφάλι της. Δεν καταλάβαιναν, ούτε έδωσαν συνέχεια. Η μέρα ήρθε και όλα ήταν διαφορετικά.  Η λύση έφερε τη λύτρωση. 

Το επόμενο καλοκαίρι 

«Ναι, ποιός είναι; Ποιός;»
 

«Εσύ! Πώς; Πού ήσουν εδώ και ένα χρόνο;»
 

«Δεν καταλαβαίνω! Εγώ ξέρω ότι εξαφανίσθηκες… τότε, με το ξημέρωμα…»
 

«Ναι, δεν στο συγχωρώ! Έφυγες χωρίς να πεις κάτι!»
 

«Καταλάβαινα, εγώ ήξερα. Οι άλλοι κοιτούσαν απορημένοι!»
 

«Καλά, καλά! Ξέρεις ότι πάντα σ’ αγαπώ!»
 

«Μου ’λειψες. Ναι, ήμουν μόνη όλο αυτό τον καιρό, αλλά είχα χρόνο να σκεφτώ και να βρω τις ισορροπίες μου!»
 

«Χάρις σε σένα! Έφυγες και δεν πρόλαβα να σου πω ευχαριστώ!»
 

«Τώρα που βρίσκεσαι;»
 

«Θα έρθεις από εδώ;»
 

«Ναι, θέλω πολύ να ’ρθεις! Σου το ’πα… η απουσία σου, μου ήταν αισθητή!»
 

«Τώρα πια, δεν υπάρχουν άλλοι!»
 

«Τέλος, ναι, όλα τ’ άφησα πίσω! Εκείνος δεν υπάρχει… το λέω και δεν το φοβάμαι.»
 

«Ναι, ασφαλώς, ούτε Παύλος και Ευγενούλα! Πέρη, μου προσέφερες τη λύτρωση!»
 

«Αυτό που έκανες ήταν για μένα μοναδικό… μια νέα ζωή. Αυτό μου έδωσες!»
 

«Τι ρώτησες; Οι άλλοι τι κάνουν;»
 

«Που να στα λέω! Η ζωή φτιάχνει μοναδικά επεισόδια. Γράφει μονάχη της υπέροχα σενάρια. Οι ιστορίες που δημιουργεί ξεπερνούν τη φαντασία των συγγραφέων! Μη γελάς, δεν έγινα ρήτορας. Αυτό Πέρη, μόνο εσύ το καταφέρνεις!»
 

«Ε, λοιπόν θα σου πω! Η Κλειώ και ο Όμηρος ζουν μαζί!»
 

«Σου προκαλεί έκπληξη; Όχι;»
 

«Δηλαδή, περίμενες κάτι τέτοιο να συμβεί;»
 

«Τέλος πάντων… αυτά κι άλλα πολλά μπορούμε να τα πούμε από κοντά.»
 

«Μια και πήρες… θέλω πολύ να σε δω… σε αποθύμησα. Μου ήρθε η ιδέα…»
 

«Περίμενε… ανυπόμονε! Μια στιγμή να την ακούσεις. Στη γιορτή μου, του Σωτήρος, θα ετοιμάσω στο σπίτι κάτι απλό… λίγα και καλά. Να ’ρθεις εσύ, θα φωνάξω και τη Κλειώ με τον Όμηρο… να μαζευτούμε.»
 

«Όχι, να μην το σκεφτείς. Εγώ αποφασίζω. Εξάλλου είμαι η οικοδέσποινα!»
 

«Μη γελάς! Λοιπόν κλείσαμε! Στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Και σου υπόσχομαι ότι θα περάσουμε τέλεια! Λίγοι, αλλά καλοί! Αυτοί που πρέπει!»
 

«Θα τα ’χω όλα έτοιμα. Θα σε περιμένω να ’ρθεις! Και για να σε κρατώ σε αδημονία, η Σωτηρία που ήξερες, μεταμορφώθηκε! Οπότε, τα υπόλοιπα από κοντά. Θα με δεις… αγνώριστη!»
 

«Σε χαιρετώ τώρα! Χάρηκα… σε άκουσα!»
 

«Πολύ, ναι…»
 

«Κι εγώ, από κοντά τα φιλιά! Καλή συνέχεια!»
 
Η Σωτηρία κλείνει το τηλέφωνο. Ο Πέρης εμφανίσθηκε ξανά. Κλείνει τα μάτια και αναπολεί το περσινό καλοκαίρι. Τη νύχτα με το μπουρίνι και τη μάζωξη. Τις εξελίξεις και ό,τι συνέβη. Την ζωή της που άλλαξε. Την καθημερινότητα που ζούσε έκτοτε με πραγματικούς ανθρώπους και αληθινές ιστορίες. Τον φόβο που παραμέρισε και τα απλά άγχη που πάλευε να διαχειριστεί. Όπως όλοι οι απλοί άνθρωποι. Ό,τι κάνουν όσοι ζουν και έρχονται αντιμέτωποι με μικρούς καθημερινούς φόβους, προβληματισμούς και αβεβαιότητες. Τους ξέρουν, τους αναγνωρίζουν και ψάχνουν τις λύσεις γι’ αυτούς. Δεν τους κρύβουν, ούτε τους καταχωνιάζουν. Είναι φόβοι, αλλά ουσιαστικά, είναι διαχειρίσιμοι. Αυτόν που δεν μπορούν να τον παλέψουν είναι ο φόβος, ο ένας και μοναδικός, ο μεγάλος. Αυτός που επιστρέφει τη νύχτα. 

Στης Σωτηρίας 

«Μια στιγμή, έρχομαι! Περιμένετε ένα λεπτό! Εδώ είμαι, σας άκουσα!» Η Σωτηρία τακτοποιεί τα μαξιλάρια στους καναπέδες και κοιτάζεται στον καθρέπτη. Το λευκό πουκάμισο και τον τζιν παντελόνι είναι απόλυτα ταιριαστά στο σώμα της. Τινάζει τα ξέπλεκα μαλλιά της και τρέχει στην εξώπορτα. Οι ξανθές ανταύγειες της έχουν προσδώσει νιότη και θηλυκότητα. 
 

«Καλώς τους!» Ζωηρά και χαρωπά δέχεται το ζευγάρι και το μεσήλικα κύριο που την κοιτούν με χαμόγελο και με πρόσωπα καθάρια. «Κλειώ, Όμηρε! Πόσο καιρό έχουμε να βρεθούμε! Όπως μου είπατε στο τηλέφωνο… Έρχεστε με τον Πέρη. Καλέ μου, Πέρη. Γλυκέ μου, καλωσόρισες!» 
 

«Σωτηρία μου, πόσο χαιρόμαστε που είμαστε στο σπίτι σου. Με τον Όμηρο αυτό συνέχεια λέγαμε όλο το απόγευμα!»
 

«Ναι, Σωτηρία, είχαμε τη συζήτησή σου και αδημονούσαμε να σε δούμε!»
 

«Σωτηρία! Υπέροχη! Πανέμορφη! Αλλά ας μπούμε μέσα. Δεν θα τα πούμε όλα στην εξώπορτα. Θα περάσουμε πολύ όμορφα. Έχουμε τόσα να μοιραστούμε. Γι’ αρχή λοιπόν σας φέρνω στα μέτρα μου μια ρήση του Επίκουρου. Έρχομαι εκεί που έχω ζήσει, σαν να ήρθα για πρώτη φορά. Έτσι νιώθω. Χάριν σε σας. Χάριν σε σένα Σωτηρία!» 
 

«Πέρη, πόσο σ’ αγαπώ!» 

Εικονογράφηση: Αγγελικη Μαρκοβιτς-Μοναστηρίδου

Διαβάστε στα προηγούμενα: