Ενώ η παρέα περιμένει-ή μήπως κάνει ότι περιμένει;- τον σύζυγο της οικοδέσποινας Σωτηρίας, η Κλειώ αποφασίζει να ενδιαφερθεί για την περιουσία της. Η προσωρινή απουσία του συζύγου της του Σόλωνα που συζητά στο μπαλκόν την εξυπηρετεί, όπως και η παρουσία του Όμηρου. Δεν υπολογίζουν όμως τη Φρειδερίκη και τις αντιδράσεις της, προς όλες τις κατευθύνσεις.

Ads

«Όμηρε, θέλω να με βοηθήσεις σε κάτι που έχει σχέση με ακίνητα. Ξέρεις εσύ, θέλω να κάνω μια πώληση. Εσύ ως μηχανικός γνωρίζεις από μένα καλύτερα. Είναι ένα οικόπεδό μου…» Πιάνοντας ένα κιμαδοπιτάκι στο χέρι, κάτι που παλιότερα η μητέρα της απαγόρευε ρητά να κάνει, η Κλειώ απηύθυνε το λόγο στον Όμηρο, που έδειχνε αποστασιοποιημένος από το τι συζητούσαν οι γυναίκες. Οι άνδρες είχαν πάει με το κρασί τους στο μπαλκόνι και δεν έδειχναν να θέλουν την παρέα του.

«Κλειώ μου, ό,τι θέλεις… εγώ είμαι πάντα στη διάθεσή σου. Έλα ένα πρωινό από το γραφείο να τα πούμε ήσυχα και να μου εξηγήσεις σε τι μπορώ να σου φανώ χρήσιμος. Χαρά μου να σας βοηθώ! Να δούμε όμως πως θα πουληθεί! Λίγοι ενδιαφέρονται ν’ αγοράσουν για να χτίσουν. Αν καταφέρουμε το Δημόσιο να ενδιαφερθεί και το πάρουν αυτοί, τότε θα ’σαι μια χαρά. Δες επίσης και την περίπτωση να τους το νοικιάσεις.» «Ουφ, τι ανακούφιση! Επιτέλους να πω κάτι που μ’ ενδιαφέρει και να μην βυθίζομαι στις σκέψεις μου.», σκέφτηκα ο Όμηρος.

Πριν όμως προλάβει να συνεχίσει την κουβέντα με την Κλειώ, εκείνη η διαπεραστική και ενοχλητική φωνή ακούστηκε, προσγειώνοντάς τον απότομα και θυμίζοντάς του, όπου και να βρίσκεται ό,τι και να κάνει, η σύζυγος του η Φρειδερίκη θα είναι πανταχού παρούσα. «Ναι, ναι… Κλειώ. Να πας. Ο Όμηρος στις εξυπηρετήσεις είναι μανούλα. Μόνο τέτοιες κάνει. Όλα στο τσάμπα. Μη δει λεφτά… τον πιάνει αναφυλαξία! Ο Όμηρος είναι ένας Ρομπέν των δασών ή καλύτερα, των οικοδομών και των γιαπιών!».

Ads

«Ε, δεν υποφέρεσαι! Πάντα με τον καλό το λόγο. Χώνεσαι εκεί που δεν σε σπέρνουν!» Ο Όμηρος έγινε έξαλλος από τη δεικτική και εξόχως επιτιμητική παρέμβαση της Φρειδερίκης. Τα τελευταία χρόνια, τέτοιας μορφής παρεμβάσεις της έχουν αυξηθεί σε συχνότητα, σε βαθμό που κάποιες φορές ο Όμηρος αναρωτιέται: «Τώρα γιατί δεν είπε κάτι; Δεν άκουσε ή είναι ότι δεν μου δίνει σημασία;» Είναι όμως και η δική του ευκαιρία να απαντήσει και να δείξει ότι παραμένει ζωντανός. Ότι δεν έχει εξελιχθεί σε ένα σύζυγο-φυτό.

Τώρα όμως έκανε να σηκωθεί από τον καναπέ, αλλά τα πόδια του δεν τον στήριζαν. Όλα γύρω του θόλωσαν. Τον έλουσε κρύος ιδρώτας.

«Όμηρε πρόσεχε. Θα πέσεις!» του φώναξε η Σωτηρία και τον άρπαξε από το χέρι. «Καλά τρελάθηκες Φρειδερίκη; Τι είναι αυτά που λες; Σύνελθε σε παρακαλώ; Είσαι στο σπίτι μου και απαιτώ τουλάχιστον σεβασμό και ασφαλώς… κόσμια συμπεριφορά!» Η Σωτηρία αγρίεψε και σήκωσε τη φωνή της όσο περισσότερο μπορούσε. Από την μια, είχε πάντα κατά νου να μην ενοχληθεί η κυρία Φούλα, η «του αποκάτω» ορόφου και από την άλλη, η παρέα δεν έπρεπε να οδηγηθεί σε σύγκρουση.

«Ναι, με συγχωρείς καλή μου… παραφέρθηκα! Ξέχασα… έχεις κι εσύ τα δικά σου. Βλέπεις αργεί να ’ρθει ο άντρας σου και σίγουρα αυτό σε αγχώνει. Μια και το ανέφερα. Τον πήρες τηλέφωνο να δεις που είναι τελικά και πότε να τον αναμένουμε;» Η Φρειδερίκη απάντησε αστραπιαία και φωτίστηκε ολόκληρη. Σ’ όλους ήταν γνωστή η ικανότητά της να μην παραδίδεται πριν τελειώσει η μάχη. Οσοι την γνώριζαν έλεγαν ειρωνικά πως είναι όπως στο ποδόσφαιρο, με αντίπαλο τη Γερμανία κινδυνεύεις να δεχτείς γκολ με τη λήξη του αγώνα.

Η Σωτηρία έκανε δύο βήματα προς τα πίσω, κοίταξε ολόγυρα στον χώρο, σαν να είναι όλα ξένα και άγνωστα σ’ αυτήν. Απόλυτη σιωπή επικράτησε. Ολονών τα βλέμματα, έτσι ανεξήγητα και χωρίς συνεννόηση, έστριψαν προς το μπαλκόνι. Ο Πέρης και ο Σόλωνας ατένιζαν την πόλη τη νύχτα και φαίνονταν ότι συζητούσαν κάτι το σημαντικό.

«Όμηρε, για το οικόπεδο.. Ξέρω δεν είναι καλή η εποχή, αλλά θέλω να έχω μετρητά για να μην ανησυχώ. Ξέρεις για την επόμενη μέρα… Μ’ αυτούς που ’χουμε μπλέξει και τους άλλους… δεν είναι να ελπίζεις σε τίποτα. Ούτε βέβαια να εμπιστεύεσαι κανέναν από δαύτους.» Η Κλειώ, με έμφυτη διαλλακτικότητα, πήρε το λόγο και συνέχισε την κουβέντα από εκεί που η Φρειδερίκη την «τίναξε στον αέρα». Παρενέβη κάνοντας έναν ακροθιγώς πολιτικό σχολιασμό, πράγμα ασύνηθες γι’ αυτήν, όσο και για τους υπόλοιπους. Χωρίς να χάσει δευτερόλεπτο και φοβούμενη ότι είτε θα την σχολίαζαν περιπαικτικά, είτε ότι θα μιλούσε κάποιος άλλος και δεν θα την άφηνε να ολοκληρώσει αυτά που σκεφτόταν, συνέχισε. «Είπες για το Δημόσιο. Μας συμφέρει να δοθεί εκεί; Αν δεν πληρώσουν; Δεν έχουν πολλή γραφειοκρατία; Έχω μάθει ότι υπάρχει ενδιαφέρον για όλη τη γύρω περιοχή από κάποιους… Κάτι για εγκαταστάσεις ηλεκτρικής ενέργειας, για αποθήκες… Έτσι άκουσα που λένε.»

«Κλειώ, αυτά άστα σε μένα. Το παλιό μου αφεντικό είναι γάτα σε κάτι τέτοια. Θα μιλήσω εγώ μαζί του, μόλις έρθεις στο γραφείο και μου δώσεις τα χαρτιά και ό,τι άλλο σου πω. Εντάξει; Βέβαια μπορεί να χρειαστεί να δώσουμε κάποια ευρώ… ξέρεις για να τρέξουν οι διαδικασίες και να ξεπεραστούν τα… εμπόδια. Συνήθως μας βάζουν προσκόμματα, αλλά με λίγη καλή διάθεση και με… λογική, διορθώνονται. Εσύ στο τέλος, θα πάρεις αυτά που ζητάς.»

Η Κλειώ έλαμψε. Ο Όμηρος θα της έβρισκε τη λύση. Μιλάει με τόση σιγουριά. Είναι πολιτικός μηχανικός και ξέρει καλύτερα απ’ όλους. Ακόμα και απ’ αυτόν, τον «ξερόλα» τον δικηγόρο άνδρα της.

Η Φρειδερίκη δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. «Μετά μου λέτε να μην μιλάω. Ορίστε κοιτάξτε τον, μόλις τώρα τι σας είπε! Θα μιλήσει στο πρώην αφεντικό του. Στο πρώην! Τον πείραζε να με είχε ακούσει και να ’ναι τώρα δίπλα του. Μόνος του έφυγε, αλλά όποτε βρίσκεται στην ανάγκη… τρέχει στο Στεφανίδη. Λάθος τα λέω; Έλα τώρα… για να δούμε τι έχεις να μας πεις; Κάνεις και τον καμπόσο!» Φαρμάκι, δηλητήριο «έσταζε» το στόμα της. Η σταθερή της επωδός. Γιατί ο Όμηρος έφυγε από την τεχνική εταιρία, άνοιξε μόνος του γραφείο, τρέχει και δεν προλαβαίνει, χρωστάει και δεν πληρώνεται, ταλαιπωρεί και αγχώνει την Φρειδερίκη.
«Αμάν πια, δεν υποφέρεσαι.» Ο Όμηρος βάζει μια φωνή και το δεξί του χέρι απλώνεται. και την αρπάζει. Ταρακουνάει το σώμα της, γέρνοντάς την στο πλάι και κάνοντάς την να βγάλει μια κραυγή πόνου από το τράνταγμα. Η απότομη κίνηση και η ένταση της στιγμής, μετακινούν το τραπεζάκι με τα καναπεδάκια και τα ποτά. Όλοι -με μια κίνηση- αρπάζουν ότι είναι μπροστά τους για να το περισώσουν. Ο θόρυβος και η αναταραχή είναι η αιτία που κάνουν τους δύο άνδρες στο μπαλκόνι να σταματήσουν τη συνομιλία τουςˑ να γυρίσουν πίσω και να κινηθούν προς το σαλόνι.

«Ε, εσείς. Τι κάνετε εκεί πέρα;» φωνάζει ο Πέρης και αμέσως σταματούν. Στρέφουν τα βλέμματά τους σ’ αυτόν. Ο Πέρης δείχνει δυναμικός και έτοιμος να βάλει μια τάξη. Κι όμως στο μπαλκόνι και στο σαλόνι, τα ίδια περίπου συζητούσαν. Ο Πέρης δεν το ήξερε,ούτε και η Κλειώ. 

Διαβάστε στα προηγούμενα: