Η Σωτηρία, η Φρειδερίκη, ο Όμηρος, η Κλειώ, ο Σόλωνας και ο Πέρης έχουν σερβιριστεί και απολαμβάνουν τα εδέσματα και το κρασί. Το βράδυ ξεκίνησε με καλούς οιωνούς και σε χαλαρή διάθεση. Οι συζητήσεις είναι γενικού περιεχομένου, υπάρχει όμως ένα άτομο που δεν είναι ήρεμο. Η μανία της να μην αφήνει τίποτα να μένει ασχολίαστο, είναι το χαρακτηριστικό της Φρειδερίκης. Από την παρέα λείπει μόνο ο σύζυγος της Σωτηρίας που έχει αργήσει να γυρίσει στο σπίτι του. 

Ads

«Τι λέτε; Θέλετε να βγούμε στο μπαλκόνι ή θα μείνουμε μέσα;» Η Σωτηρία αεικίνητη, εδώ κι εκεί, μεταφέρει φαγώσιμα και ποτάˑ κοιτάζει με το διαπεραστικό της βλέμμα τους φιλοξενούμενους μήπως και τους λείψει κάτι. Σ’ ένα βαθμό, η αναστάτωσή της είναι ερμηνεύσιμη. Από τον περασμένο χειμώνα έχει να οργανώσει τέτοιου είδους μάζωξη και θέλει να είναι σίγουρη ότι όλα πάνε καλά και δεν θα φύγει κανείς δυσαρεστημένος. 

Τώρα πώς είναι δυνατόν να πάει κάτι στραβά, αυτό είναι ένα ερωτηματικό. Η Σωτηρία είναι γνωστή για τη μαγειρική της δεινότηταˑ ό,τι κάνει με το φύλλο ή τη ζύμη είναι πάντοτε επιτυχημένο. Οι πίτες, οι σφολιάτες και τα καναπεδάκια είναι αξιοζήλευτα, σε βαθμό που οι φιλενάδες της να τής δίνουν τα εύσημα, ενώ ταυτόχρονα εκδηλώνουν μια διακριτική ενόχληση καθώς δεν μπορούν να την φτάσουν. Από την άλλη πλευρά, οι άνδρες είναι απόλυτα ικανοποιημένοι και τα επιδοκιμαστικά τους σχόλια είναι ειλικρινή και ευπρόσδεκτα από την οικοδέσποινα. Η δε φιλοξενία της είναι παροιμιώδης και εκτιμάται από όλους.
 
Μια φορά πριν από τρία χρόνια, είχε πάνω από δέκα καλεσμένους, κάποιοι εξ αυτών άγνωστοι μεταξύ τους. Μέσα σε μια βραδιά, ουσιαστικά από τις εννιά έως τις έντεκα, όλοι είχαν γίνει μια σφιχτοδεμένη παρέαˑ τραγουδούσαν, γελούσαν και πειράζονταν. Το αποτέλεσμα ήταν να έρθει η αστυνομία -λίγο μετά τα μεσάνυχτα- γιατί η ηλικιωμένη κυρία από κάτω, στριμμένη και παράξενη, ενοχλήθηκε από τη φασαρία και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Μάλιστα, έχει κι ένα σκουπόξυλο και κάθε τρεις και λίγο το χτυπάει στο ταβάνι της για να κάνει παρατήρηση. «Κυρία Σωτηρία, μην περπατάτε με παντόφλες που έχουν τακούνια!», «Κυρία Σωτηρία, μη βάζετε ηλεκτρική πριν από τις έξι!» Κυρία Σωτηρία αυτό, κυρία Σωτηρία εκείνο. Σταματημό δεν έχει η κυρία Φούλαˑ η κυρία «του αποκάτω». 

Τη βραδιά που πήγε το περιπολικό, στο «άψε-σβήσε» η οικοδέσποινα έπεισε τους αστυνομικούς για την «παραξενιά» της και τους έβαλε να καθίσουν μαζί με τους άλλους, να πάρουν ένα τυροπιτάκι κα λίγο λικέρ, «έτσι για το καλό». «Θα πάρετε κάτι κυρ-αστυνόμε; Ο σύζυγός μου πήρε μια μεγάλη δουλειά στην Αίγυπτο και είναι τώρα εκεί. Μας στέλνει τα χαιρετίσματά του. Μας έχει κάνει όλους υπερήφανους!» Οι άλλοι σήκωσαν τα ποτήρια τους για τις απαραίτητες προπόσεις και κοιταζόταν περίεργα, ως και πονηρά. Αλλά για τους αστυνόμους, αυτό ήταν μια «άγνωστη ιστορία». Εκείνοι βρέθηκαν στο σπίτι της λόγω καθήκοντος και δεν τους ένοιαζε ποιος ήταν και που ήταν ο σύζυγος. Με την προϋπόθεση βέβαια ότι αυτός δεν ήταν εγκληματίας. Αρκετοί από την παρέα γνώριζαν πολλά περισσότερα, αλλά ούτε η ώρα και πολύ σημαντικότερο, τα πρόσωπα που βρισκόταν στο σπίτι της Σωτηρίας, επέτρεπαν σχολιασμούς ή υπονοούμενα. 

Ads

Τούτη την καλοκαιρινή βραδιά που μαζεύτηκαν οι παλιόφιλοι, τα εδέσματα ήταν ωραία, η συνολική όμως εικόνα έδειχνε λειψή. Αυτό δεν διέλαθε την προσοχή της Φρειδερίκης. Σε μια στιγμή -από τις αρκετές που η Σωτηρία πήγε στην κουζίνα- γύρισε προς την Κλειώ. Ψιθυριστά και με συνωμοτικό ύφος τής είπε. «Παλαιότερα ήταν διαφορετικά. Είχε περισσότερα πράγματα και δεν στηριζόταν μόνο στις πίτες και τα ζυμάρια της!»

«Φρειδερίκη, πρέπει να το χωνέψεις… τώρα πια όλα είναι πιο δύσκολα. Ο μισθός της μειώθηκε, όχι όμως και τα έξοδά της.» Η Κλειώ, ενοχλημένη από το πικρόχολο σχόλιο της φιλενάδας της, προσπάθησε να δικαιολογήσει το σχετικά φτωχικό τραπέζι και συνάμα να δώσει ένα τέλοςστο θέμα. Του κάκου όμως. Η Φρειδερίκη συνέχισε απτόητη.

«Σιγά τα έξοδα που έχει! Άντε να μη μιλήσω τώρα! Θα μας ακούσει και μετά ποιος μαζεύει τ’ ασυμμάζευτα!»

«Ε, δεν παίζεσαι άλλο! Την καλή κουβέντα εδώ την έχεις». Ο Όμηρος δεν άντεξε και πήρε τα ηνία. Με τα δάχτυλά του και τις χειρονομίες που έκανε, έδειξε στη σύζυγο του όχι μόνο την ενόχλησή του, αλλά και την αγανάκτηση που ένιωσε. Η γλώσσα του σώματος λέει τα πάντα. Τα λόγια μπορεί να καταφέρνουν να κρύψουν αισθήματα και διαθέσεις, το πρόσωπο όμως αδυνατεί. Δύσκολο να κρυφτούν τα συναισθήματα πίσω από τις λέξεις. 

«Εε, πια! Επιτέλους σωπάστε! Θα ’ρθει και θα μας ακούσει… Τώρα τι θέλετε; Ν’ ανοίξετε καμιά ιστορία και να μην ξέρουμε πώς να την κλείσουμε; Τον Θεό σας δεν έχετε! Κι εσύ Φρειδερίκη, κάνε λίγο κράτει! Είπαμε να ’ρθουμε εδώ για να χαλαρώσουμε, όχι να χαλαστούμε!» Ο δημοσιογράφος της παρέας, ο Πέρης, σαν πυροσβέστης, παρεμβαίνει για να δώσει ένα οριστικό τέλος σε μία εκκολαπτόμενη αντιπαράθεση, όπου το υποκείμενό της δεν είναι παρόν. «Φαγώνεστε χωρίς λόγο. Και μετά σου λένε φιλενάδες κι άλλα τέτοια! Κορίτσια μεγαλώσατε.»

«Φαγώνεστε… πω, πω! Πως τα λες! Κανείς δεν φαγώνεται και το σίγουρο είναι ότι για όλα και όσα γίνονται, ένας λόγος υπάρχει και τίποτα δεν λέγεται ανούσια. Μιλάς εσύ; Έτσι, μ’ αυτό τον τρόπο; Για τις κολλητές σου; Δεν το περίμενα! Για δες τε τι φίλο έχετε! Με την πρώτη ευκαιρία να σας χαρακτηρίσει!»

Ο Σόλωνας ο δικηγόρος πήρε τον λόγο κι ετοιμάσθηκε ν’ αγορεύσει. Για να δείξει ότι τίποτα δεν τον σταματά, ανασκουμπώθηκε στην πολυθρόνα που καθόταν, όρθωσε το σώμα του, σήκωσε το πηγούνι και γουρλώνοντας τα μάτια συνέχισε. «Κυρίες και κύριοι, είμαστε εδώ για να περάσουμε όμορφα, σε μια πόλη όπου η βραδιά είναι ζεστή και υγρή, με μυρωδιές που έρχονται από αγιοκλήματα, μπουγαρίνια και νυχτολούλουδα. Σ’ ένα σπίτι που η θέα στο Θερμαϊκό και στο Λευκό Πύργο, του προσδίδει μαγευτικές ιδιότητες. Είμαστε μια παρέα φίλων κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε σε καμιά στιγμή. Οπότε ας δώσουμε ένα τέλος σ’ αυτή την ανούσια κουβέντα κι ας χαρούμε τις ώρες που είμαστε μαζί. Όλα τ’ άλλα περιττεύουν και δεν οδηγούν πουθενά.»

Οι υπόλοιποι τον κοίταζαν με τα μάτια διάπλατα ανοικτά και με στόματα μισάνοικτα. Μόλις έβαλε τελεία στην αγόρευσή του -χωρίς προσυνεννόηση – όλοι μαζί τον χειροκρότησαν. «Μπράβο, μπράβο!» Ο Σόλωνας έκανε μία ελαφρά υπόκλιση γέρνοντας εμπρός το κεφάλι, ευχαριστώντας τους μ’ αυτό τον τρόπο, για την εκτίμηση και την αποδοχή που του έδειχναν. 

Ακούγοντας την φασαρία, η Σωτηρία βγήκε από την κουζίνα και με γοργά βήματα πήγε στο σαλόνι για να δει τι συνέβαινε. «Τι λέτε; Γιατί αυτά τα χειροκροτήματα; Έχασα κάτι;»

«Όχι, καλή μου. Να εδώ… ο Σόλωνας. Μας έλεγε για τα δικηγορικά του κατορθώματα. Ξέρεις αυτά που κάνει στα δικαστήρια. Κι εμείς τον επευφημούμε! Δεν έχασες κάτι το σημαντικό. Εξάλλου οι ιστορίες του Σόλωνα είναι ενδιαφέρουσες όταν τις ακούς, αλλά δεν τις θυμάσαι μετά από λίγα λεπτά!» Άμεσα και με μεγάλη πειστικότητα η Φρειδερίκη δικαιολόγησε στη Σωτηρία για ποιο λόγο γινόταν αυτός ο σαματάς. Η Φρειδερίκη «έκλεισε» την αναφορά της με τη γνωστή της ειρωνεία: «Γλυκιά μου, δεν μας βλέπεις; Είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα!» Όλοι τους γέλασαν και μεμιάς αναστράφηκε το κλίμα. 

Η παρέα ζούσε με μία επίπλαστη αρμονία, όπου τα ψέματα ήταν μέρος της σύμβασης. Ψέματα που είχαν πέσει στη λήθη, βρισκόταν σε ύπνωση, όμως με την πρώτη ευκαιρία μπορούσαν να ξυπνήσουν και να ταράξουν τα νερά. Αυτό το βραδύ, παραμόνευαν στις γωνίες του σαλονιού ψάχνοντας την κατάλληλη ευκαιρία για να δοκιμάσουν τις αντοχές των ανθρώπων. Και οι αφορμές, όπως φαίνεται, εύκολα μπορούσαν να προκύψουν. Η συνέχιση της βραδιάς προοιωνιζόταν άκρως ενδιαφέρουσα και για κάποιους, έως και απρόβλεπτη. 

Στο επόμενο επεισόδιο, ο Πέρης ξεμοναχιάζει το Σόλωνα. Γιατί όμως; 

Εικονογράφηση: Αγγελική Μαρκοβιτς-Μοναστηρίδου
Διαβάστε στα προηγούμενα: