Στο τελευταίο τεύχος του The Atlantic, του προοδευτικού Αμερικανικού μηνιαίου περιοδικού (και εδώ και πολλά χρόνια ευμεγέθους ενημερωτικού σάιτ ανάλυσης και απόψεων για επίκαιρα πολιτικά και πολιτιστικά θέματα), διαβάσαμε ένα ενδιαφέρον άρθρο της Άνναλι Νιούιτς (δημοσιογράφος επιστημονικών θεμάτων του περιοδικού και συγγραφέας διηγημάτων επιστημονικής φαντασίας) στο οποίο ακολουθεί, δημιουργικά, έναν συνειρμό της μέχρι το εξής συμπέρασμα: ότι η σημερινή δυστοπική πολιτική ρητορική στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής έχει τις ρίζες της στην πρώιμη επιστημονική φαντασία των μέσων του εικοστού αιώνα.

Ads

Βασιζόμενη στα έργα του γνωστού, στους λάτρεις του είδους, συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας Πωλ Λαινμπάρτζερ, ο οποίος, με το ψευδώνυμο Κορντγουέινερ Σμιθ, έγραψε μερικά από τα καλύτερα (ίσως για όλους τους λάθος λόγους!) διηγήματα επιστημονικής φαντασίας όπως «Το παιχνίδι του ποντικού και του δράκου» και το «Νοστρίλια», η Νιούιτς εξιστορεί πως, το 1950, ένας αξιωματικός ψυχολογικών επιχειρήσεων του αμερικανικού στρατού, ο ίδιος ο Πωλ Λαινμπάρτζερ δηλαδή, δημοσίευσε το «Ματαίως ζουν οι σαρωτές» σε ένα περιοδικό pulp λογοτεχνίας. Η ιστορία πραγματεύεται την περιπέτεια ενός άνδρα ονόματι Μάρτελ που εργάζεται για το «βαθύ κράτος» στο μακρινό μέλλον ως μυστηριώδης «σαρωτής» ή πιλότος αστρόπλοιου και του οποίου το μυαλό χειραγωγείται από κακούς γραφειοκράτες. Όταν μια νέα τεχνολογία που ονομάζεται «σύρμα σύνθλιψης» αποκαθιστά τις πρωτογενείς του αισθήσεις και την πηγαία του διαίσθηση, αναγνωρίζει ότι τα αφεντικά του στην κυβέρνηση διατάζουν να χτυπηθεί όποιος αμφισβητεί τον έλεγχο τους στα διαστημικά ταξίδια και την οικονομία. Ο Μαρτέλ, εν τέλει, συμμετέχει σε ένα εξεγερσιακό κίνημα με στόχο την ανατροπή του καθεστώτος.

Οι Σαρωτές Ζούν Μάταια

Οι απαρχές των θεωριών συνωμοσίας

Δεν είναι τυχαίο ότι η αφήγηση αυτή ακούγεται σαν θεωρία συνωμοσίας του QAnon, μας λέει η Νιούιτς, καθως ο αγώνας του Μάρτελ ενάντια σε μυστικοπαθείς, κακόβουλες αρχές αντηχεί τη φαντασίωση της θεωρίας του Pizzagate (η λίστα των email του Τζον Ποντέστα, του επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας της Χίλαρι Κλίντον το 2016) για μια συμμορία πολιτικά ισχυρών παιδόφιλων, ή στον υπαινιγμό του συμβούλου του Ντόναλντ Τραμπ, Ρότζερ Στόουν, ότι ο Μπιλ Γκέιτς «έπαιξε κάποιο ρόλο στη δημιουργία» του κορονοϊού. Θυμίζει ακόμα και την Μάρτζορι Τέιλορ Γκριν, την ακροδεξιά πολιτικό της Βουλής των Αντιπροσώπων, και τα παραληρηματικά της διαδικτυακά καλέσματα για «εκτέλεση» του Μπαράκ Ομπάμα, την διασύνδεσή της με Αμερικανούς νέο-Ναζί, και τον πιο πρόσφατο ισχυρισμό της ότι εξωγήινοι διεξάγουν ακραία και διεισδυτική προπαγάνδα από το διάστημα με ακτίνες λέιζερ.

Ο Λαινμπάρτζερ, ο οποίος πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1966 σε ηλικία 53 ετών, δεν θα μπορούσε να προβλέψει ότι τα τροπάρια από τις ιστορίες επιστημονικής φαντασίας του για τον έλεγχο του νου και τον τεχνο-αυταρχισμό θα διαμόρφωναν την αμερικανική πολιτική ρητορική του 21ου αιώνα, ισχυρίζεται η Νιούιτς.

Ads

Αλλά η επιμονή των ιδεών του δεν είναι καθόλου τυχαία, συνεχίζει, επειδή δεν ήταν απλώς συγγραφέας και στρατιώτης. Ήταν ένας αντικομμουνιστής πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών που συνέβαλε στον καθορισμό των ψυχολογικών επιχειρήσεων των ΗΠΑ (γνωστά ως psyops) κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Ψυχρού Πολέμου.

Η βασική του διαπίστωση ήταν ότι ο πλέον αποτελεσματικός ψυχολογικός πόλεμος είναι η αφήγηση ιστοριών. Ο Λάινμπαρτζερ έβλεπε τις ψυχολογικές επιχειρήσεις ως μια συναισθηματικά έντονη, πειστική μορφή μυθοπλασίας, θεωρώντας πως κανένα είδος δεν απασχολούσε τη φαντασία των ανθρώπων καλύτερα από την επιστημονική φαντασία.

Η Νιους ερεύνησε τα προσωπικά έγγραφα του Λαινμπάρτζερ στη συλλογή αρχειακού υλικού προπαγάνδας του Ινστιτούτου Χούβερ (του πανεπιστημίου του Στάνφορντ) ενώ έκανε έρευνα για το επερχόμενο βιβλίο της, το «Οι ιστορίες είναι όπλα: Ψυχολογικός πόλεμος και ο Αμερικάνικος Νους», αλλά και τις μελέτες του για την πολιτική της Κίνας και της Νοτιοανατολικής Ασίας, όλα μαζί κατατεθειμένα μαζί με τα χειρόγραφα μυθιστορημάτων του και τις αδημοσίευτες σκέψεις του για την ψυχολογία.  Εκεί, συνειδητοποίησε, μας λέει, πως υπήρχε μια πηγή προέλευσης για τις σύγχρονες πολιτικές συνωμοσίας, οι οποίες θολώνουν τα όρια μεταξύ των ιστοριών επιστημονικής φαντασίας και του αμερικανικού πατριωτισμού – και οι οποίες προήλθαν από έναν πράκτορα ψυχοπολέμου.

Με άλλα λόγια, ένας πράκτορας αυτού που κάποιοι θα αποκαλούσαν σήμερα «βαθύ κράτος» είχε επινοήσει τις εξωπραγματικές ιστορίες που χρησιμοποιούν πολιτικοί σαν την Γκριν για να το καταδικάσουν. Ίσως, αν η ίδια και άλλοι το γνώριζαν αυτό, να μην ήταν τόσο πρόθυμοι να κατηγορήσουν τα διαστημικά λέιζερ και τα μικροτσίπ εμβολίων για ό,τι βασανίζει την σύγχρονη Αμερική, παρατηρεί η Νιούιτς.

Ο Πωλ Λαινμπάρτζερ – Κορντγουέινερ Σμιθ, Πηγή: Facebook

Ψυχολογικός Πόλεμος

Ο Λαινμπάρτζερ έγραψε επίσης πολλές ιστορίες για το «Instrumentality», μια ολοκληρωτική διαγαλαξιακή αυτοκρατορία που ανατρέπεται από επαναστάτες όπως ο πρωταγωνιστής Μάρτελ. Τα μυθιστορήματα του λατρεύτηκαν, και ήταν υποψήφια για Nebula και Hugo, δύο από τα πιο σημαντικά βραβεία για συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας.

Το σημαντικότερο βιβλίο του ήταν αναμφίβολα ένα απόρρητο εγχειρίδιο του αμερικανικού στρατού, με τίτλο απλώς Ψυχολογικός Πόλεμος και δημοσιευμένο με το πραγματικό του όνομα. Για να αναλάβετε μια επιτυχημένη εκστρατεία επιρροής, συμβούλευε, φανταστείτε ότι εφευρίσκετε έναν χαρακτήρα για το άτομο στο οποίο στοχεύετε με την προπαγάνδα. Οραματιστείτε αυτό το υποκείμενο, το οποίο ονόμασε «Propaganda Man», και στη συνέχεια «κατασκευάστε την ζωή του πριν τον πόλεμο» γι’ αυτόν, συμπεριλαμβανομένων των «συμπαθειών», των «προκαταλήψεων» και του αγαπημένου του «είδους κουτσομπολιού». Μόλις αυτός ο Άνθρωπος Προπαγάνδας αισθανόταν τρισδιάστατος – πραγματικός, σαν να ήταν βγαλμένος από μια καλή ιστορία, ο στόχος ήταν να σχεδιαστεί μια ψυχολογική επιχείρηση σχεδιασμένη να εμπλέξει τον Άνθρωπο Προπαγάνδας και να μεταδώσει το μήνυμα ότι «είναι φίλος σου, είσαι φίλος του» και πως «ο μόνος εχθρός είναι ο εχθρός Ηγέτης (ή στρατηγοί, ή αυτοκράτορας, ή καπιταλιστές, ή απλώς Αυτοί)».

Οι προηγούμενες προσεγγίσεις σε αυτόν τον κλάδο του πολέμου, έγραψε ο Λαινμπάρτζερ, είχαν βασιστεί απλώς στη λογοκρισία των ειδήσεων και στη διασπορά μιας βαρετής προπαγάνδας γεμάτης «δυνατούς λευκούς άνδρες που χτίζουν φράγματα και διδάσκουν την βέλτιστη εκτροφή κοτόπουλων». Θα ήταν καλύτερα, πρότεινε ο Λαινμπάρτζερ, αν η αμερικανική προπαγάνδα ήταν τόσο διασκεδαστική όσο μια ταινία με τους Λώρελ και Χάρντυ, διασκεδάζοντας τους θεατές, ενώ τους δίδασκε ότι η Αμερική ήταν σύμμαχός τους.

Ο χαρακτήρας του Μάρτελ μοιάζει ξεκάθαρα με έναν άνθρωπο-πομποδέκτη της προπαγάνδας, το σύρμα που στρίβει (το «crunching wire») θα μπορούσε να είναι η κεραία στο ραδιόφωνό του, που συντονίζεται με προπαγανδιστικά μέσα όπως η Φωνή της Αμερικής, τα οποία τον εμπνέουν να αντισταθεί στους δεσποτικούς επικυρίαρχούς του.

Στο άρθρο της, η Νιούιτς παραθέτει επίσης στιγμές – κλειδιά της εξέλιξης, και της σημαντικότητας του Λαινμπάρτζερ, όπως το ότι ως διπλωμάτης συνεργάστηκε στενά με τον εθνικιστή Κινέζο ηγέτη Σουν Γιατ Σεν, ο οποίος έγινε νονός του Λαινμπάρτζερ του νεότερου.

Ο ίδιος ο Πωλ Λαινμπάρτζερ πέρασε μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας ταξιδεύοντας στην Κίνα, μαθαίνοντας μανδαρινικά και μελετώντας το πολιτικό όραμα του Σουν. Ως ενήλικας, ο Λαινμπάρτζερ έθεσε ως αποστολή του να ανατρέψει το κομμουνιστικό καθεστώς και να αποκαταστήσει τη δημοκρατία που είχε οικοδομήσει ο Σουν. Παρόλο που δεν το πέτυχε στην πραγματικότητα, μπόρεσε, όπως ο Κορντγουέινερ Σμιθ, να απεικονίσει έναν τέτοιο αγώνα στη μυθοπλασία – το Instrumentality μπορεί να διαβαστεί ως μια σουρεαλιστική εκδοχή της κυβέρνησης της Κίνας υπό τον Μάο Τσετούνγκ. Ένας τρόπος για να κατανοήσουμε τη μυθοπλασία του Λαινμπάρτζερ είναι ως ψυχοσκόπηση που στοχεύει εν μέρει σε έναν Κινέζο προπαγανδιστή, ο οποίος θα μπορούσε να παρακινηθεί να εξεγερθεί εναντίον των κομουνιστών επικυρίαρχών του.

Επιπλέον, ο στρατιωτικός οδηγός του Λαινμπάρτζερ υπήρξε θεμελιώδης για τη μοναδική προσέγγιση των Ηνωμένων Πολιτειών στην προπαγάνδα, η οποία δανείζεται εδώ και καιρό τεχνικές από την ποπ κουλτούρα για να προωθήσει εθνικά συμφέροντα, επισημαίνει η Νιούιτς, αναφέροντας έναν από τους πρωτεργάτες της αμερικανικής προπαγάνδας στις αρχές του 20ού αιώνα, τον Έντουαρντ Μπέρνεϊζ, ο οποίος ξεκίνησε την καριέρα του με το μάρκετινγκ τσιγάρων τη δεκαετία του 1920 και την ολοκλήρωσε βοηθώντας τη CIA να διαδώσει παραπληροφόρηση για την αριστερή κυβέρνηση της Γουατεμάλας τη δεκαετία του ’50.

Η ιδέα του, η οποία διαμόρφωσε τη σκέψη του ίδιου του Λαινμπάρτζερ, υποστήριζε πως η προπαγάνδα ήταν σαν τη διαφήμιση σε ένα δημοφιλές περιοδικό: Πρέπει να προωθεί ένα απλό μήνυμα, με πειστικό και σαγηνευτικό ύφος. Αυτό αποτελεί μια διδακτική αντίθεση με αυτό που η Rand Corporation έχει αποκαλέσει «πυροσβεστική μάνικα ψεύδους», όπως είναι η στρατηγική της Ρωσίας που προέρχεται από τη Σοβιετική Ένωση, τονίζει η Νιούιτς, σύμφωνα με την οποία οι πράκτορες κατακλύζουν τα μέσα ενημέρωσης με ψέματα και χαοτικές, αντιφατικές ιστορίες για να υπονομεύσουν την «πίστη» του κοινού σε όλες τις πηγές πληροφόρησης. Αν το σύνθημα της Ρωσίας είναι, στην πραγματικότητα, «Μην πιστεύετε τίποτα», το σύνθημα της Αμερικής είναι «Πιστέψτε μας», τονίζει η αρθρογράφος. Τελικά, στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου, ο Λαινμπάρτζερ επινόησε έναν τρόπο για να κάνει τους ανθρώπους να πιστέψουν στην Αμερική, χρησιμοποιώντας τεχνικές δανεισμένες από τη φανταστική αφήγηση.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Στο Ψυχολογικός Πόλεμος, ο Λαινμπάρτζερ έδινε οδηγίες στους αξιωματικούς των μυστικών υπηρεσιών για το πως να καταπολεμούν τους αντιπάλους της Αμερικής και να προσελκύουν νέους συμμάχους με προπαγάνδα που έμοιαζε με επιστημονική φαντασία.

«Είναι ο σκοπός που την κάνει προπαγάνδα», έγραψε ο Λαινμπάρτζερ, «και όχι η αλήθεια ή η αναλήθεια της».

Φυσικά, ο Λαινμπάρτζερ ήταν πολύ ξεκάθαρος σχετικά με τον σκοπό του: να κερδίσει τους ανθρώπους για τον «αμερικανικό τρόπο ζωής», υπογραμμίζει η Νιούιτς, και όντως, πόσες φορές το έχουμε ακούσει αυτό σαν δήλωση διά στόματος πολλών Αμερικανών Προέδρων και στρατηγών.