Τι μπορεί να συμβεί όταν μια παρέα μεσήλικων βρεθεί σε ένα σπίτι για να περάσουν όμορφα ένα καλοκαιρινό βράδυ; Τι είναι αυτός ο φόβος που έρχεται στους ανθρώπους μαζί με το βράδυ;

Ads

 

Η παρέμβαση του Πέρη στοχεύει να αποκαταστήσει την ηρεμία και να επαναφέρει την παρέα σε ρυθμούς καλοκαιρινής βραδιάς. Ο Σόλωνας όμως, όπως και προηγούμενα η Φρειδερίκη δεν φαίνονται να συμφωνούν. Τίποτα δεν λέγεται ή δεν γίνεται χωρίς λόγο και η Κλειώ τα ξέρει αυτό…

«Κορίτσια, εσείς κορίτσια!» Ο Πέρης φωνάζει χτυπώντας παλαμάκια τα χέρια του, προσπαθώντας ν’ αλλάξει τη διάθεση ολονών και να δημιουργήσει κλίμα ευφορίας. «Τι γίνεται εδω πέρα; Δεν λέτε και σε μένα; Βγήκα για λίγο έξω, να πάρω καθαρό αέρα και να πούμε τα δικά μας με το Σόλωνα…» Λέγοντας την τελευταία φράση, στρίβει το κεφάλι του προς το Σόλωνα και του κλείνει συνωμοτικά το μάτι. «Δεν μας αφήνετε να πούμε κάνα πιπεράτο! Λοιπόν πέστε μας! Να, ξεκίνα πρώτα εσύ, Κλειώ. Και μετά η Φρειδερίκη. Πονηρούλες! » Μιλούσε και κινούνταν όλο του το σώμα. Χειρονομούσε, έκανε μορφασμούς και άλλαζε τη χροιά και τον τόνο της φωνής του. Κάθε λέξη αποκτούσε διαφορετική σημειολογία. Η μοναδικότητα του Πέρη και του χαρακτήρα του για άλλη μια φορά, ξεδιπλωνόταν με σαγηνευτική και αφοπλιστική μαεστρία. 

Ads

Η Κλειώ θεώρησε ότι έπρεπε ν’ απαντήσει. Εν τοιαύτη περιπτώσει, η σχέση της με τα θέματα που τέθηκαν στην αρχή της αλλοπρόσαλλης και περίεργης στην κατάληξη συζήτησης, δηλαδή, η πώληση ή η ενοικίαση του οικοπέδου της σε συνδυασμό με τη προθυμία του Ομήρου να τη βοηθήσει και να της προσφέρει εξυπηρέτηση, γεγονός που οδήγησε στην έκρηξη της Φρειδερίκης και την -άμεση και καθοριστικής αποτελεσματικότητας- παρέμβαση της Σωτηρίας, έτσι ώστε, επ’ ουδενί λόγω, να διακινδυνεύσουν τα υαλικά και τα κρύσταλλα του σπιτιού, μαζί με τα νοστιμότατα και όλο φροντίδα εδέσματα που είχε ετοιμάσει και σερβίρει με τάξη και οργάνωση, ήταν επαρκείς λόγοι για να την κάνουν να μιλήσει και να διευκρινίσει με γλαφυρότητα και ακρίβεια τι διεμήφθη μεταξύ τών, εντός της αιθούσης, παρευρισκομένων. «Ουφ!» σκέφτηκε η Κλειώ. «Πόσο θα ήθελα να μιλούσα όπως ο μπαμπάς μου!» Αλλά, που τέτοια κουράγια. Η Κλειώ ζει μέσα στην ανασφάλεια της ίδιας της τής ύπαρξης.

Ποτέ της δεν κατάλαβε τη σκέψη του. Απλά υπάκουε σε όσα τής έλεγε ή καλύτερα στις εντολές που τής έδινε. Ο συνταγματάρχης Επαμεινώνδας Ζαρταλούδης δεν σήκωνε δεύτερη κουβέντα. Πολλώ δε μάλλον αντιρρήσεις. «Κλειώ, αύριο, ημέρα Σάββατο, θα πάμε οικογενειακώς επίσκεψη εις την θείαν σου την Ουρανία, την αδελφήν μου. Ούτως ειπείν, οφείλεις να έχεις ολοκληρώσει τη μελέτη των μαθημάτων σου και να έχεις συνεννοηθεί μετά της μητρός σου για τα καθέκαστα. Έγινα αντιληπτός, δεσποσύνη;» Κάτι τέτοια «στρατιωτικά» τής έλεγε, λαμβάνοντας το ανάλογο ύφος και στρίβοντας αυτάρεσκα το μουστάκι του. Ένας πατέρας που, ασυναίσθητα, μετέφερε τη στρατιωτική του νοοτροπία στη διαπαιδαγώγηση της κόρης του. Αυτό το ήξερε πολύ καλά η σύζυγός του και αφού τον άφηνε να νουθετεί και να συμβουλεύει τη μικρή, αναλάμβανε δράση. «Στο σπίτι είμαι εγώ το αφεντικό και όχι εκείνος. Τον αφήνω να πιστεύει ότι κάνει κουμάντο, αλλά τίποτα δεν γίνεται, αν εγώ δεν το αποφασίσω. Άμεσα ή έμμεσα, πάντα ότι εγώ θέλω συμβαίνει. Έτσι και με το μεγάλωμα της μικρής. Αυτός της λέει, εγώ την κατευθύνω.» Αυτά έλεγε στα σουαρέ της Πέμπτης, που οργάνωνε η φίλη της η κυρία Πασμαντζόγλουˑ εκ Φαναρίου Κωνταντινουπόλεως, στα οποία η μικρή Κλειώ φρόντιζε να μην απουσιάζει. 

Ο κύριος Επαμεινώνδας, μετά από τις συμβουλές και τη διδασκαλία που προσέφερε στην κόρη του, την φιλούσε στο μέτωπο, χάιδευε τα μαλλιά της και κατόπιν, πήγαινε στο καφενείοˑ στο παραδιπλανό στενό. Σχεδόν κάθε απόγευμα, ήταν θαμώνας του κυρ-Τάκη, όπου έπινε κανένα ποτήρι ούζο «12», συνοδευόμενο από δύο-τρεις ελιές καλαμών, ένα κομμάτι κατσικίσια φέτα και ελάχιστο ψωμί. Πήγαινε για να περάσει την ώρα του και να συζητήσει για την πολιτική κατάσταση. Αυτά γνώριζε για τα απογεύματα του πατέρα της η Κλειώ. Έτσι τής έλεγαν, καθώς η ίδια δεν είχε ποτέ της τολμήσει να περάσει την είσοδο του καφενείου. Υπήρξαν φορές που όταν επέστρεφε ο πατέρας, ώρα συνήθως που η μικρή ετοιμαζόταν για ύπνο, αντιλαμβανόταν η μητέρα της να μουρμουρίζει για ότι εκείνος έπινε, ότι μύριζε ούζο ή παρέα του ήταν μπεκρούλιακες και κάτι τέτοια. Εκείνος δεν απαντούσε παρά μόνο με σκυμμένο το κεφάλι πήγαινε για να ξεντυθεί. Στης Κλειώς δεν άρεσαν αυτά που κρυφάκουγε και αραιά και που, κρυφοκοίταζε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Ο ρωμαλέος πατέρας μεμιάς γινόταν φοβισμένο γατί, ένας υπάκουος ανθρωπάκος. 

«Θέλετε να σας πω τι συνέβη;» Η Κλειώ συνέχισε και δεν πίστευε στον εαυτό της ότι μίλησε με τόση σιγουριά. Είχε ορθώσει το κορμί και η φωνή της ακουγόταν σταθερή. 

«Άσε χρυσή μου. Μπορώ να τα πω εγώ καλύτερα. Γιατί εμένα αφορούν, ως επί το πλείστον.» Η Φρειδερίκη είχε ήδη μπει στο σαλόνι και δεν θα έδινε σε άλλον την ευκαιρία να μιλήσει. Αυτή ήξερε καλύτερα από όλους και σίγουρα, μπορούσε μ’ ένα μεγαλειώδη τρόπο ν’ «αδειάσει» τον  σύζυγο της, τον Όμηρο. «Μέχρι να μας τα εξηγήσεις εσύ, θα ξημερωθούμε! Πήγες να ζητήσεις κάτι από τον Όμηρο και δεν ξέρεις καλά-καλά τι είναι αυτό!»

«Ναι, Κλειώ. Δίκιο έχει η Φρειδερίκη. Ας μιλήσει αυτή. Τα λέει εξάλλου καλύτερα! Μετά εσύ τι έχεις να μας πεις; Είναι κάτι που το ξέρει καλά η Φρειδερίκη και μπορεί να μας διατηρήσει το ενδιαφέρον. Λοιπόν Φρειδερίκη, σε ακούμε με προσοχή.» Ο Σόλωνας με την παρέμβασή του, «καθάρισε» την Κλειώ. Την «έστειλε στη γωνία». Η απαξίωση προς τη σύζυγό του ήταν εμφανής,. Ήταν όμως μόνο μια τέτοια στάση που κρατούσε απέναντί της ή υπήρχαν κι άλλοι λόγοι; Μήπως είχε ακούσει τι ήταν αυτό που ζήτησε η Κλειώ από τον Όμηρο; Μιλούσαν αρκετά χαμηλόφωνα, όχι όμως τόσο ώστε να μην ακούγονται από εκείνους που θα μπορούσαν να ενδιαφέρονται για όσα συζητιόνταν. Ο Πέρης ετοιμάστηκε να πει κάτι, αλλά ξεροκατάπιε και σταμάτησε. Η φιλενάδα του η Κλειώ, έπρεπε μόνη της να αναλάβει πρωτοβουλία και να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Αυτός ήξερε μόνο ότι θα τη βοηθούσε όταν εκείνη αποφάσιζε να ορίσει τη ζωή της και να έχει λόγο για το μέλλον της. Μέχρι τότε, ο Πέρης μπορούσε μόνο να είναι παρατηρητής και ενίοτε, να τη συμβουλεύει. Όσο ο Σόλωνας την έχει «μαντρωμένη» σε τέσσερεις τοίχους, τα χέρια του Πέρη είναι «δεμένα». 

Από τη πλευρά της,η Κλειώ ένιωθε να απαντιούνται στη στιγμή -από μόνα τους- τα ερωτήματα που έθετε κατά καιρούς. Μιλώντας με τον εαυτό της, χωρίς να την έχει αντιληφθεί κανείς, εισέρχονταν σε μια δίνη ερωτημάτων και ζοφερών σκέψεων:«Θεέ μου. Τι βάσανο είναι αυτό! Ti είμαι γι’ αυτόν; Ένα σκουπίδι; Ένα τίποτα; Δεν με υπολογίζει; Σημασία δεν μου δίνει;» Η ώρα περνούσε και η υγρασία της καλοκαιριάτικης νύχτας εμπόδιζε την αναπνοή της. Της έφραζε τα πνευμόνια. Αν δεν αντιδρούσε άμεσα, κινδύνευε να χάσει ολότελα την ταυτότητά της. Τα στοιχεία «Κλειώ Ζαρταλούδη» δεν αρκούν από μόνα τους για να της δώσουν ουσιαστική και αυθύπαρκτη υπόσταση. Σήμερα το βράδυ, ένιωθε ότι ανακάλυπτε τα χαμένα της χρόνια. Η ζωή που πίστευε ότι είχε ενώ ήταν τόσο, μα τόσο απούσα. Οικιοθελώς και όχι αναγκαστικά. 

**Στο επόμενο επεισόδιο, ο Όμηρος εκτίθεται με τις κινήσεις του και δίνει αφορμές στη Φρειδερίκη. 

 

**Η εικονογράφηση είναι της Αγγελικής Μάρκοβιτς 

Διαβάστε στα προηγούμενα: