Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα η παρέα δείχνει να έχει χαλαρώσει. Οι έξι συζητούν περί ανέμων και υδάτων. Κι όμως μια απουσία είναι αρκετή για να αλλάξει τις διαθέσεις και να φέρει κοντύτερα τη θύελλα… 

Ads

Η ώρα είναι δώδεκα παρά τέταρτο και όλοι τους επανέρχονται στις -γενικού περιεχομένου και ευρύτερου ενδιαφέροντος- συζητήσεις, φροντίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο, ότι δεν θα υπάρξουν άλλες εκτροπές και δεν θα υψωθούν ξανά οι τόνοι. Πλησιάζουν τα μεσάνυχτα και οφείλουν να προσαρμοσθούν στις κοινωνικές απαιτήσεις: η ένταση της μουσικής να είναι αρκετά χαμηλά, οι συνομιλίες διακριτικές και η κίνηση να περιοριστεί στο ελάχιστο. Δεν υπάρχει λόγος να δώσουν αφορμή στην κυρία Φούλα, του αποκάτω ορόφου, να αρπάξει το σκουπόξυλο και να κτυπάει το ταβάνι ή ακόμα χειρότερα, να φωνάξει την αστυνομία. 

Τα γλυκά και η τούρτα παγωτού έχουν σερβιριστεί. Κάθονται γύρω από το κεντρικό τραπέζι. Στον καναπέ είναι οι τρεις γυναίκες –αριστερά η Κλειώ, στη μέση η Φρειδερίκη και δεξιά η Σωτηρία, έτσι ώστε να είναι πιο κοντά στην κουζίνα και στους υπόλοιπους χώρους του σπιτιού. Από την απέναντι πλευρά, στις δύο όμοιες πολυθρόνες, είναι ο Σόλωνας και ο Πέρης και δίπλα τους, σε μια αρκετά αναπαυτική καρέκλα,  ο Όμηρος. Αυτός στην ουσία βρίσκεται σχεδόν αντικριστά με τη Σωτηρία και που και που φαίνεται να λένε κάτι. Οι υπόλοιποι δεν τους ακούν.

Αν ο Όμηρος ήταν παντρεμένος με μιαν άλλη γυναίκα και όχι με τη Φρειδερίκη, αυτή η αδιάφορη και χαλαρή κουβέντα, δεν θα προκαλούσε την ενόχλησή της. Ενώ μιλούσε με τη Κλειώ και τους δύο άντρες και παρόλο που η Σωτηρία και ο Όμηρος, δεν έδειχναν να είναι εκτός του φιλικού κλίματος που είχε αναπτυχθεί εδώ και κάμποσα λεπτά της ώρας, η Φρειδερίκη δεν άντεξε. Γύρισε φανερά ενοχλημένη και απευθύνθηκε με περισσή αγένεια στη Σωτηρία. «Αμάν πια! Όλο ψου και ψου είσαι με τον Όμηρο. Ψιθυριστά, γελάκια και γκριμάτσες! Τι θέλεις τελικά; Σου έχει γυαλίσει ο δικός μου;»

Ads

Παγωμάρα επικράτησε στο χώρο. Η ομοβροντία της, ως συνήθως, ήταν θορυβώδης και απρόσμενη. Τα πυρά της μπορεί να στοχεύουν -ως επί το πλείστον- το δύσμοιρο Όμηρο, αλλά δεν καταφέρνουν οι άλλοι να αποφύγουν τα σκάγια. Η Σωτηρία μένει αποσβολωμένηˑ «στήλη άλατος». Αν την κουνούσαν, κατά πάσα πιθανότητα θα έγερνε στο πλάι και θα σωριαζόταν στο πάτωμα. Οι υπόλοιποι δεν έβγαζαν μιλιά. Απόλυτη σιωπή. 

Ευτυχώς που στην παρέα βρίσκεται και ο Πέρης. Τα αντανακλαστικά του είναι άμεσα, με αποτέλεσμα να αντιδράσει πρώτος απ’ όλους. Είναι ετοιμόλογος και σκέφτεται γρήγορα. «Καλά τρελάθηκες; Τα ’χασες; Τι είναι αυτά που λες; Το Θεό σου δεν έχεις! Από την ώρα που ήρθαμε, προσβάλεις τους πάντες. Τι σου φταίει τώρα η γυναίκα; Είσαι καλεσμένη και φέρεσαι τόσο ανάγωγα και με απρέπεια; Που να μας είχες πει να έρθουμε στο σπίτι σου…»

Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, ο Σόλωνας παρενέβη. «Φρειδερίκη είναι απαράδεκτα αυτά που είπες. Οι άνθρωποι μιλάνε και περνάνε καλά. Όπως όλοι μας, εξάλλου. Μόνο εσύ τρώγεσαι με τα ρούχα σου. Σε παρακαλώ! Να πάρεις πίσω αυτά που είπες. Να ανακαλέσεις. Και… να ζητήσεις συγγνώμη. Τώρα, αμέσως.» Όσο μιλούσε, τόσο η φωνή του υψωνόταν και ο τόνος της γινόταν πιο επιτακτικός. Ο δικηγόρος είχε τη σχετική εμπειρία από τέτοιες καταστάσεις και από διαχείριση κρίσεων. Τα δικαστήρια και οι πελάτες του ήταν το καλύτερο σχολείο.

Μια φορά, που ένας πελάτης ήταν κατηγορούμενος για συνέργεια σε λαθρεμπορία, εκείνος θεώρησε ότι ο Σόλων Πουλάκος δεν τον υπερασπίζονταν όπως ήθελε και σηκώθηκε όρθιος από το ειδώλιο του κατηγορουμένου ζητώντας αλλαγή συνηγόρου. Ο Σόλωνας παρέμεινε ατάραχος, χαμογέλασε στο πρόεδρο του δικαστηρίου και του ζήτησε την άδεια για μια πεντάλεπτη διακοπή ώστε να «διευθετήσω το απρόοπτο και ατυχές συμβάν». Έτσι το ονομάτισε ο αθεόφοβος. Όντως, μετά από πέντε λεπτά, επανήλθε με τον πελάτη του και συνεχίστηκε το δικαστήριο. Κανείς δεν έμαθε τι είπαν στο ιδιαίτερο και μετά την ετυμηγορία – δύο χρόνια φυλάκιση με τριετή αναστολή και δικαίωμα έφεσης- ο πελάτης του τον ευχαρίστησε για την προσπάθεια που έκανε και την υπερασπιστική γραμμή που ακολούθησε. 

Εντωμεταξύ, η Φρειδερίκη δεν άφησε αναπάντητες τις παρατηρήσεις που άκουσε και το αίτημα να ζητήσει συγγνώμη για τη συμπεριφορά της. «Δεν θα μου υποδείξετε εσείς τι θα λέω και τι όχι. Είμαι υπεύθυνη γι’ αυτά που υποστηρίζω και για ό,τι πιστεύω. Ειδικά εσύ Σόλωνα, πρέπει να προσέχεις πως μου μιλάς, γιατί αν ανοίξω το στόμα μου, τότε θα είσαι όπου φύγει-φύγει. Όσο για τη Σωτηρία… δεν είναι η παιδούλα που παίζει με τις κούκλες της και της λένε παραμύθια για να κοιμάται ήσυχη. Δεν χρειάζεται συνήγορο υπεράσπισης. Μεγάλωσε και αν δεν θέλει ν’ ακούει όσα τη δυσαρεστούν, τότε το πρόβλημα είναι δικό της. Εγώ θα λέω αυτά που θέλω και κανείς σας δεν μπορεί να με σταματήσει!» 

«Υπάρχουν όμως κάποια που δεν λέγονται ή δεν πρέπει να συζητιούνται. Τόσα χρόνια αυτό κάνουμε, αυτό ξέρουμε. Σωστά;», είπε ψελλίζοντας η Κλειώ. Ακόμα και τώρα που έπαιρνε θέση, δεν ήταν σίγουρη αν αυτή ήταν η σωστή. 

«Άιντε και εσύ! Μιλάς σα να ’σαι κάποια που βγήκε από το διδασκαλείο ή το κατηχητικό. Τι βλακείες λες πάλι; Καλύτερα να σωπαίνεις, γιατί…» Η Φρειδερίκη είναι καταπέλτης. Δεν αφήνει τίποτα όρθιο και κανέναν αλώβητο. Τώρα που άρχισε να μιλάει και να προκαλεί, δεν δείχνει διάθεση να υποχωρήσει.  «Σωτηρία που είναι ο άντρας σου; Πότε θα ’ρθει; Που ’ναι τώρα; Στη Σουηδία, στη Γαλλία ή στην Αίγυπτο; Πολυταξιδεμένος! Πολυάσχολος! Αλήθεια, πόσο καιρό έχεις να το δεις; Γιατί εμείς…» 

«Ε, ε! Σταμάτα. Να σε πάρει και να σε σηκώσει! Φίδι φαρμακερό! Επιτέλους, πρέπει να σεβαστείς κάποια πράγματα!» Ο Όμηρος ετοιμάσθηκε να τη χαστουκίσει, αλλά ήξερε ότι το «παιχνίδι» ήταν χαμένο. Αν ολοκλήρωνε την κίνηση, τότε θα βρισκόταν στο άψε-σβήσε στα κρατητήρια της αστυνομίας. Δεν μπορούσε όμως να μένει αμέτοχος. Η Φρειδερίκη είχε ξεπεράσει τα όρια. Όπως το, πάλαι ποτέ, Τείχος του Βερολίνου, που απαγορεύονταν να το περάσουν οι Ανατολικοί και να πάνε στους Δυτικούς. Έτσι και τώρα, υπήρχαν κάποια θέματα που δεν υπεισέρχονταν στη συζήτηση. Με συμφωνία είχαν απαγορευτεί και κανείς δεν την έσπαγε. Σήμερα όμως, όλα δείχνουν αλλιώτικα. Λες και κάποιοι έχουν συνεννοηθεί να αφήσουν ορθάνοιχτες τις πόρτες και να μπαινοβγαίνουν όλα ελεύθερα. Οι λέξεις να ταξιδεύουν εδώ και εκεί, χωρίς σχέδιο και προορισμό. 

«Τι εννοείς Φρειδερίκη; Γιατί ρωτάς που είναι ο άνδρας μου; Σας το είπα. Ο Ξενοφώντας είναι σε κάποια έκτακτη δουλειά. Θα έρθει. Μου είπε ότι μέχρι να τελειώσει η βραδιά, θα έχει επιστρέψει. Όπως και τα παιδιά. Και αυτά… θα έρθουν. Από ώρα σε ώρα. Θα δείτε!» Η Σωτηρία πήρε το λόγο. Η φωνή της είναι γλυκιά και παραπονιάρικη. Εξέφραζε την ενόχλησή της με το δικό της, ιδιαίτερο, τρόπο. «Να με συγχωρείτε όμως τώρα. Πρέπει να πάω να κάνω κάτι στην κουζίνα. Το ξέχασα…» 

Σηκώθηκε και αργά, με σκυμμένο το κεφάλι και γερμένο το σώμα, αποχώρησε από το σαλόνι με κατεύθυνση την κουζίνα της. Το δικό της καταφύγιο. Οι υπόλοιποι παρέμειναν σιωπηλοί. Το μόνο που έκαναν είναι να παρακολουθούν τη διαδρομή της Σωτηρίας. Μόλις έστριψε στη γωνία του διαδρόμου και χάθηκε στα ενδότερα του σπιτιού, σηκώθηκαν και κινήθηκαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Ο Πέρης και η Κλειώ πήγαν στο μπαλκόνι. Ο Σόλωνας και ο Όμηρος στο χώρο που ήταν η κάβα των κρασιών και η Φρειδερίκη έμεινε μόνη της. Άναψε ένα τσιγάρο και ακούμπησε με τη πλάτη στη μπαλκονόπορτα. Μόλις είχαν περάσει τα μεσάνυχτα και ένα ελαφρύ αεράκι δρόσισε την ατμόσφαιρα. Το φεγγάρι ήταν ψηλά στον ουρανό και στο βάθος του ορίζοντα φαίνονται αχνά τα πυκνά σύννεφα. Με αρκετά μεγάλη ταχύτητα δείχνουν να καλύπτουν τον έναστρο ουρανό.

«Λέτε να μας έρθει κανένα μπουρίνι;», αναρωτήθηκε ο Όμηρος. Ήξερε ότι δεν τον άκουγαν. Οι σκέψεις ολονών έτρεχαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Οι πορείες τους ήταν προσωπικές και η μοναδική κοινή τους συνισταμένη ήταν ο άνδρας που απουσίαζε. Γνώριζαν τις αλήθειες, αλλά δεν τις μαρτυρούσαν. Μπορεί όμως και αυτές, να μην είχαν το ίδιο περιεχόμενο. Για κάποιους σήμαιναν διαφορετικά πράγματα, για άλλους η ιστορία που μπορούσαν να διηγηθούν ήταν μια και μοναδική. Η νύχτα ήταν στο μέσον της και πρόδιδε τις διαθέσεις της. Τίποτα δεν θα έμενε κρυφό. Ο φόβος των μεσήλικων φίλων είχε κάνει την εμφάνισή του και, σταδιακά, αλλά με ακρίβεια, επέστρεφε με το σκοτάδι. 

* Στο επόμενο επεισόδιο, μια αναδρομή στο παρελθόν θα φωτίσει πολλά

**Η εικονογράφηση είναι της Αγγελικής Μάρκοβιτς 

Διαβάστε στα προηγούμενα: