Τι μπορεί να συμβεί όταν μια παρέα μεσήλικων βρεθεί σε ένα σπίτι για να περάσουν όμορφα ένα καλοκαιρινό βράδυ; Τι είναι αυτός ο φόβος που έρχεται στους ανθρώπους μαζί με το βράδυ; Ο Όμηρος δείχνει αποσπασμένος από τους υπόλοιπους. Οι ματιές του στο κινητό τον προδίδουν και οδηγούν τη Φρειδερίκη σε μια μεγαλειώδη έκρηξη. Αυτός μαζεύεται, εκείνη απλώνεται. Τι θα επακολουθήσει; 

Ads

Mετά την θύελλα, η γαλήνη επανήλθε και οι συζητήσεις έγιναν αδιάφορες και περιστρεφόταν σε γενικότητες και ανούσια θέματα.  Η θεματολογία ήταν τόσο αδιάφορη, ώστε να πηδούσαν από το ένα στο άλλο, χωρίς ειρμό και κάποια σημαντική αιτία. Μιλούσαν ανά δύο ή ανά τρεις, που και που γελούσαν, τσιμπολογούσαν αυτά που ετοίμασε η Σωτηρία και έπιναν με ευχαρίστηση το παγωμένο λευκό κρασί, που φρόντιζε η οικοδέσποινα να τους το ανανεώνει.

Ο Όμηρος -αραιά και που- κοίταζε το κινητό του, λες και περίμενε να λάβει κάποιο μήνυμα ή να τον καλέσουν στο τηλέφωνο. Στην αρχή, κανείς δεν του έδινε σημασία κι αυτή η αδημονία του περνούσε απαρατήρητη. Όσο όμως πλησίαζαν τα μεσάνυχτα, οι κινήσεις του γινόταν όλο και πιο σπασμωδικές, η εφίδρωσή του αυξανόταν και οι λοξές ματιές στο κινητό σταδιακά πλήθαιναν σε τέτοιο βαθμό που να είναι περισσότερο απορροφημένος με το σμάρτφον του, παρά να παρακολουθεί και να συμμετέχει σε αυτά που συζητιόταν. Ούτως ή άλλως, είναι τόσο χαζά και αδιάφορα αυτά που λέγονται, ας προσποιηθώ ότι ακούω και…», αστραπιαία σκέφτηκε, αλλά δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τη σκέψη του. Η κυρία του, σαν έτοιμη από καιρό, τον κοίταξε συνοφρυώνοντας τα φρύδια της και σφίγγοντας τα χείλη και του είπε: «Επιτέλους, σταμάτα να κοιτάζεις με τέτοια επιμονή αυτό το μαραφέτι! Είναι ενοχλητικό, δεν το καταλαβαίνεις; Είπα να μην σου κάνω παρατήρηση, αλλά βλέπω ότι δεν σταματάς και αναρωτιόμαστε όλοι μας, τι είναι αυτό που σου έχει αποσπάσει την προσοχή και γίνεσαι επιδεικτικά αδιάφορος».
 
Η Φρειδερίκη έγινε «πύραυλος»ˑ ο εκνευρισμός της είναι εμφανής και δεν δείχνει διατεθειμένη να σταματήσει ή να το αφήσει να περάσει ασχολίαστο. «Αλλά, εγώ ξέρω τι περιμένεις. Χαζή δεν είμαι. Αυτήν. Να σου στείλει μήνυμα. Ηλίθιε. Περιμένεις να σου γράψει; Τι; Ό,τι σε αγαπάει και τέτοιες βλακείες; Ξεκουτιασμένε! Τρέχεις πίσω από τις μικρούλες και αφήνεις δουλειά και οικογένεια. Σημασία δεν δίνεις στις υποχρεώσεις σου. Γελοίε! Όσο μεγαλώνεις, τόσο πιο πολύ τα χάνεις! Αντί να κοιτάζεις πώς να φέρεις χρήματα στο σπίτι, να στρώσεις μια σωστή δουλειά, το μόνο που σκέφτεσαι είναι το πουλί σου και τα σαλιαρίσματα! Να ξέρεις… αυτά θα σε φάνε. Εμένα ξέχνα με! Εγώ έχω το μαγαζί μου, τις φιλενάδες μου και κάνω τα κουμάντα μου. Εσύ; Που δεν έχεις στον ήλιο μοίρα; Που χρωστάς στους πάντες; Ευτυχώς δεν σ’ άφησα να βάλεις υποθήκη το σπίτι μου με τα δάνειά σου».

 Έκανε μια παύση στον «εξάψαλμό» της για ν’ ανασυγκροτήσει τις σκέψεις της και να πάρει ανάσες. Μεμιάς το σαλόνι τής φαινόταν μικρό και ένιωθε ότι η παρουσία των υπολοίπων τής αφαιρούσε τον αέραˑ την στρίμωχνε και την πίεζε. Πετάχτηκε από τη θέση της και έτρεξε προς την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Να βγει έξω. Να πάρει αέρα και να μείνει μόνη. Έστω, για λίγο. Η απεραντοσύνη από το ψηλό μπαλκόνι είναι η διέξοδος και η φυγή της. Η αγοραφοβία έκανε την εμφάνισή της. Η διαταραχή πανικού την ώθησε στον ανοικτό χώρο. Σε μια υπαίθρια απομόνωση που θα τη βοηθούσε ν’ ανασάνει και να επανακτήσει την ψυχική και σωματική της ισορροπία.

Ads

Άρπαξε με τα δυο της χέρια το πάνω μέρος από τα κάγκελα του μπαλκονιού, τίναξε προς τα έξω το σώμα της, τέντωσε ψηλά και προς τα πίσω το λαιμό της και πήρε μια τεράστια, βαθιά και μακρόσυρτη ανάσα. Η απόλυτη ντίβα, μια τέλεια σχεδιασμένη κίνηση, με όλη της τη θεατρική μεγαλοπρέπεια και την αστική της μεγαλομανία. Τα πάντα προσποιητά και για το θεαθήναι. 

Κανείς δεν κινήθηκε προς το μέρος της, ο δε Όμηρος κοιτούσε αμήχανα το χώρο. Παράτησε το κινητό του και προσπάθησε να βάλει κρασί στο ποτήρι. Μάταια όμως. Τα χέρια πήγαιναν εδώ και εκείˑ κινούνταν αλλοπρόσαλλα. Ο κίνδυνος να πέσουν όλα κάτω ήταν μεγάλος. Ευτυχώς, για ακόμα μια φορά, η αστραπιαία παρέμβαση της Σωτηρίας έσωσε τα γυαλικά της και αποσόβησε περαιτέρω «τραγωδίες». Η επιδεξιότητά της και η γνώση του χώρου ήταν «όπλα» για ν’ αναδεικνύεται νικήτρια στις μάχες που έδινε ώστε να κρατήσει ανέγγιχτο και ασφαλές το σπιτικό της μαζί με τα υπάρχοντά του. Η απόλυτη αρχόντισσα του οίκου της. 

«Ξέρετε… δεν είναι έτσι όπως τα λέει. Δεν υπάρχει κάτι…, περιμένω ένα τηλεφώνημα…, για δουλειά. Αυτό είναι…», ψέλλισε ο Όμηρος, χωρίς να είναι σίγουρος ούτε ο ίδιος αν τον άκουγαν ή είχαν στραμμένη την προσοχή τους στην «έκρηξη» της Φρειδερίκης και στα επακόλουθά της. Και στην περίπτωση που παρακολουθούσαν όσα είπε, εκείνος συνέχιζε να αμφιταλαντεύεται αν ήταν πιστευτός και οι δικαιολογίες του ακουγόταν ως αληθινές. Η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια είναι αδιαχώριστα στοιχεία του χαρακτήρα του. Όσο και να προσπαθεί να τα κρύψει, με την πρώτη ευκαιρία και μόλις στριμωχτεί ή βρεθεί σε μια δύσκολη κατάσταση, αναδεικνύονται με το παραμικρό. Ο αυτοέλεγχός του είναι σχετικός και ανά πάσα στιγμή, κρέμεται από μια λεπτή κλωστή ισορροπίας. 

Σε όλες τις δραστηριότητες και τις αποφάσεις του δεν υπήρξε φορά που να μην αναρωτηθεί: «Αποφάσισα σωστά; Έπραξα ορθά; Καλά τα είπα; Τον ξέρω ή δεν τον ξέρω; Πόσο σίγουρος είμαι;» Ένας επαγγελματίας που ζει έντονα, είναι καθημερινά στο δρόμο και γυροφέρνει υπηρεσίες και οργανισμούς, συναντιέται με στελέχη και υπαλλήλους, υπογράφει και αποφασίζει, καταλήγει έρμαιο της αγωνίας για το αποτέλεσμα των πράξεών του. Μια απρόσμενη εξέλιξη σε μια ζωή γεμάτη αγώνα και βάσανα. 

Κάποτε, το πρώην αφεντικό του, ο Στεφανίδης του είπε: «Ξέρεις Όμηρε τι είμαστε εμείς οι αρχιτέκτονες και οι μηχανικοί; Αυτοί που σχεδιάζουν και κατασκευάζουν πολυκατοικίες για να στεγάσουν ανθρώπους. Οι πολυκατοικίες διασφαλίζουν την οντότητά μας. Φτιάχνουμε ασφαλείς πόρτες με τρίαινες για να κρατούν αμπαρωμένους τους πελάτες μας. Εγκαθιστούμε συστήματα που ελέγχουν τις εισόδους και θέτουν απαγορεύσεις στους απρόσκλητους. Οι πόλεις μεγεθύνονται καθ’ ύψος και τα κτήρια λειτουργούν ως σύγχρονα τείχη. Μας κρατούν μέσα, περίκλειστους και ελεγχόμενουςˑ περιορισμένους σε μία ευτελή και ανιαρή ιδιωτικότητα. Μ’ αυτό τον τρόπο, πιστεύουμε ότι εξασφαλίζεται η υποτιθέμενη μυστικότητα των ενοίκων. Μέσα από τις κατασκευές μας, βοηθάμε τους ανθρώπους να φαντασιώνονται ότι όλα κρατούνται κρυφά. Ό,τι και να κάνουν, παραμένουν δικά τους και δεν τα μαθαίνουν οι άλλοιˑ οι ξένοι. Η επιστήμη μας χρησιμεύει για να φτιάχνουμε σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης, χωρίς συρματοπλέγματα, σκυλιά και τιμωρούς-φρουρούς. Όμηρε, να τα θυμάσαι αυτά. Υπάρχουμε για να συντηρούμε την αέναη αναπαραγωγή του συστήματος και την αρχιτεκτονική του ισορροπία. Συνεργαζόμαστε γιατί διαφορετικά, αποκλειόμαστε».  

«Περίεργος τύπος ο Στεφανίδης!», αναλογίζεται κατά καιρούς ο Όμηρος. Αυτή η απορία τον ταλανίζει. Ξέρει ότι έχει πολλούς γνωστούς, πάντοτε έδειχνε ότι είναι στα μέσα και στα έξω. Έλεγε στους μηχανικούς του και σε κείνον ασφαλώς, ότι συχνά συνέτρωγε με πολιτικούς και δυνατούς επιχειρηματίες. Όμως ανέφερε και κάτι περίεργα -φιλοσοφημένα θα τα χαρακτήριζε – πράγματα. Γι’ αυτά δεν μιλούσε σε όλους. Μόνο σε λίγους. Και απ’ ό,τι φαίνεται, σε όσους συμπαθούσε ή κατά κάποιον τρόπο, εκτιμούσε. Ο Όμηρος δεν μπορούσε να τον πιάσει από κάπου. Να πει τούτο και να ξεμπερδέψει μια και καλή με τον Στεφανίδη: «Είναι άνθρωπος του συστήματος και φίλος με την εξουσία».
 
Σχεδόν σε όλα του έχει αμφιβολίες ή του γεννιόνται αβεβαιότητες. Ακόμα και τώρα, τούτη δα τη στιγμή, δεν είναι σίγουρος. Περίμενε ή όχι ένα τηλεφώνημα; Και αν το περίμενε, ποιός θα τον καλούσε; Ότι συνέβη πριν από λίγο, κατάφερε να τον μπερδέψει και να του δημιουργήσει σύγχυση. «Μήπως έχει τελικά δίκιο που φωνάζει η Φρειδερίκη; Υπάρχει ‘Λιτσάκι’ ή είναι ένα διανοητικό μου κατασκεύασμα; Ποιός άλλος θα μπορούσε να με πάρει στο τηλέφωνο; Θεέ μου! Τι άγχος! Πόσα πολλά μου ’ρχονται μαζεμένα; Ερωτήματα χωρίς εύκολες και αυτονόητες απαντήσεις. Γιατί δεν μπορώ να ησυχάσω; Τι θέλω και βρίσκομαι εδώ; Γιατί με σέρνει όπου πάει αυτή η γυναίκα; Ποιά είναι η σχέση μου μ’ όλους αυτούς; Και ο Στεφανίδης; Έκανα καλά που τον παράτησα; Μπορώ να τα καταφέρω μόνος μου; Τρέχω καθημερινά και στο τέλος της ημέρας, νομίζω ότι είμαι πάλι στην αρχή. Μήπως μ’ αυτά που έχω αποφασίσει, κάνω άλματα στο κενό; Η εποχή δεν είναι η προσφορότερη. Άλλοι μαζεύονται και εγώ απλώνομαι. Λες να έχει δίκιο η μέγαιρα; Αν έχει, τι κάνω τότε; Θα με στήσει στον τοίχο και θα με πετροβολάει! Χάνομαι και τα χάνω».
 
Εισέρχεται σε μια δίνη σκέψεων, ερωτημάτων και αμφιβολιών. Έχει σκύψει το κεφάλι, τα μάτια είναι κλειστά και το ποτήρι με το κρασί ίσα που συγκρατείται στην παλάμη. Η Σωτηρία τον πλησιάζει αθόρυβα και χωρίς να το καταλάβει, του το παίρνει από το χέρι. Ο πολιτικός μηχανικός ρίχνει το σώμα προς τα πίσω, αφήνει το κεφάλι να πέσει στην πλάτη της πολυθρόνας και τα χέρια του κρεμιούνται από τα μπράτσα της. Βυθίζεται στην αβεβαιότητα, σωπαίνει και περιμένει την επόμενη έκρηξη της συμβίας του. Πόσο όμως ακόμα θα κάνει υπομονή; Αισθάνεται τις αντοχές του να έχουν στερέψει. Η βραδιά δεν «κυλάει». Οι δείκτες του ρολογιού τού φαίνονται να κινούνται αργά και βασανιστικά. Ο αέρας του σώνεται. Είναι ένας ξένος σε μια οικεία παρέα. «Και αυτή, κοίτα την, συνεχίζει και κάθεται κοντά μου. Δεν φεύγει.» Από πού όμως να αποχωρήσει; Πώς μπορεί την κάνει αυτός να δηλώσει αναχώρηση; Μπορεί να το κάνει μόνος του; Έχει τέτοιες ικανότητες; Από πού τις έχει αποκτήσει; Τόσα χρόνια, αυτός είναι που της θέτει τα ερωτήματα, τις απορίες του και ζητάει από εκείνη τις απαντήσεις. «Θεέ μου… το κεφάλι θα σπάσει. Αποζητώ τη λύτρωση…» 

*Στο επόμενο επεισόδιο, η Σωτηρία περιμένει το σύζυγό της και δίνει τροφή για σχόλια…

**Η εικονογράφηση είναι της Αγγελικής Μάρκοβιτς 

Διαβάστε στα προηγούμενα: