Οι γυναίκες στον μπαλκόνι δέχονται την απρόσκλητη παρέμβαση του Πέρη. Στο σαλόνι ο Όμηρος, βρίσκει την ευκαιρία και ανοίγει την καρδιά του στον Σόλωνα. Όλα γίνονται γρήγορα γιατί το μπουρίνι έρχεται.

Ads

Ο ουρανός της Θεσσαλονίκης γέμισε μαύρα απειλητικά σύννεφα και στον Όλυμπο αστράφτει και πέφτουν κεραυνοί. Οι γυναίκες είναι στο μπαλκόνι για να θαυμάσουν το θέαμα και να κάνουν τσιγάρο. «Φοβερό, έτσι; Κοίτα εκεί πέρα… πως ανοίγει ο ουρανός!», «Ήδη μύρισε το μπουρίνι! Άλλαξε η ατμόσφαιρα.», «Όμως είναι καλά. Θα δροσίσει και το χρειαζόμαστε κατακαλόκαιρο!», «Ναι αλλά… νομίζω ότι φέτος, κρυώσαμε κι αυτά δεν είναι καλοκαίρια. Παλιά, ήταν…», «Τότε ήταν διαφορετικά!» Κάτι τέτοια κουβέντιαζαν πίνοντας κρασί και ρουφώντας καπνό.

Όπως ήταν ακουμπισμένες στα κάγκελα, δεν άκουσαν τον Πέρη που είχε βγει έξω και παρακολουθούσε σιωπηρός αυτά που έλεγαν. Όχι όμως για πολλά λεπτά. Για κείνον, το να παραμένει ωτακουστής μπορεί να ήταν μια από τις απολαύσεις του, δεν αργούσε όμως να δηλώνει παρών όταν έκρινε ότι αυτά που είχε ακούσει του αρκούσαν.

«Ο καιρός κάνει τρέλες γιατί εμείς τις έχουμε προκαλέσει. Οι δικές μας πράξεις ευθύνονται γι’ αυτά που βιώνουμε. Σκεφτείτε ότι εδώ στη Μεσόγειο είμαστε σε καλύτερη κατάσταση απ’ ό,τι σ’ άλλες περιοχές. Έτσι όμως είναι. Αν παρέμβεις στη φύση, αργά ή γρήγορα, καλείσαι ν’ αντιμετωπίσεις τις συνέπειες και να πληρώσεις το τίμημα».

Ads

Ο Πέρης πήρε από μόνος του το λόγο. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ του δεν περίμενε να του το δώσουν. Η ευρύτητα στη μόρφωση και οι γενικές γνώσεις που είχε, σε συνδυασμό με την αδιάλειπτη και επί καθημερινής βάσης παρακολούθηση της ειδησεογραφίας και των συμβάντων σε όλα τα μέρη της γης, τον έκανε ακαταμάχητο στις συζητήσεις. Ήταν ταυτόχρονα αρεστός και μισητός. Μία από τις εμμονές του ήταν ότι είχε αναγορεύσει τον εαυτό του προστάτη και συμβουλάτορα των φιλενάδων του. Ήθελε να μαθαίνει πως περνάνε στις ζωές τους και αν δεν του το έλεγαν, επιστράτευε όλα τα μέσα να το μάθει. Ρωτούσε, εκμαίευε, παραμόνευε, κρυφάκουγε. Έθετε σε δράση τη δημοσιογραφική του ιδιότητα.

Καλή ώρα όπως είχε κάνει τώρα. Δεν έδωσε αμέσως στίγμα για την παρουσία του, αλλά καιροφυλακτούσεˑ είχε στήσει αφτί. Θεωρούσε ότι οι τρεις τους θα έλεγαν κάτι που δεν το ήξερε και διακαώς επιθυμούσε να το μάθει. Του κάκου όμως. Μιλούσαν για το επερχόμενο μπουρίνι και για τον ουρανό με τ’ άστρα. Οπότε δεν είχε παρά να δώσει τα διαπιστευτήριά του και να επιδείξει τις γνώσεις του για το περιβάλλον και τα ανθρώπινα όργια σε βάρος του.

«Κυρίες μου, όπως βλέπετε είναι καλύτερα να μιλάμε για τον καιρό, αντί ν’ αναμοχλεύουμε ζητήματα που δεν είμαστε σίγουροι που θα μας οδηγήσουν. Εξάλλου, είναι αρκετά προχωρημένη η ώρα και τη νύχτα δεν υπάρχει λόγος να εξυφαίνονται ιστορίες που απαιτούν το φως της μέρας για να τις διαχειριστούμε. Συν τοις άλλοις, το βράδυ δεν ενδείκνυται για συζητήσεις όπου το περιεχόμενό τους εμπεριέχει πληροφορίες και στοιχεία που αναδεικνύουν τα φοβικά συναισθήματα. Σκεφτείτε το λίγο αυτό. Όταν βλέπουμε μια ταινία τρόμου, ένα έργο που στηρίζεται στον φόβο, πότε αυτό λαμβάνει χώρα; Ασφαλώς το βράδυ ή όταν πέφτει το σκοτάδι. Είτε αυτό είναι φυσικό, είτε δημιουργείται με τεχνητό τρόπο. Για παράδειγμα, μια διακοπή ρεύματος, φώτα που δεν ανάβουν ή κάτι ανάλογο. Οπότε, μια και βρίσκεστε έξω στα σκοτάδια, προτείνω ν’ ασχοληθείτε με ευχάριστα και αδιάφορα θέματα, ειδάλλως… Κοιτάξτε, πέρα στον ορίζοντα. Οι αστραπές και οι βροντές καταφθάνουν με γοργό ρυθμό. Θεωρώ ότι είναι ώρα για να πάρουμε προφυλάξεις. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την κατάληξη ενός κεραυνού. Εν τοιαύτη περιπτώσει, καλύτερα μέσα και ασφαλείς, παρά έξω και αδημονούντες. Αφήστε που αν τα στοιχεία της φύσης ξεφύγουν από τον έλεγχο, οι άνθρωποι κινδυνεύουν να γίνουν ασχημονούντες. Όπως είπα, με τα μπουρίνια δεν κάνουμε παιχνίδια, ούτε σκεπάζουμε όσα θέλουμε να προφυλάξουμε κάτω από τα σεντόνια!»

Μιλούσε, αλλά καμιά τους δεν τον κοιτούσε κατάματα. Η μία ατένιζε το άπειρο, η άλλη έφτιαχνε τη γλάστρα με το αγιόκλημα και μόνο η Κλειώ έδειχνε να προσπαθεί ν’ ακούσει όσα εκείνος έλεγε. Προπάντων όμως, να τα καταλάβει. Ο Πέρης όποτε ήθελε γινόταν δυσνόητος και μιλούσε με υπονοούμενα ή μεταφορικά. Το παιχνίδισμα των λέξεων και οι πολλαπλές σημάνσεις ήταν στοιχείο της επικοινωνιακής του τακτικής.

Στην απέναντι πλευρά του σαλονιού ο Όμηρος και ο Σόλωνας πίνουν κρασί και συζητούν χαμηλόφωνα. Που και που ρίχνουν λοξές, κλεφτές ματιές προς το μπαλκόνι, δείχνοντας ότι θέλουν να ελέγχουν τις κινήσεις και τις προθέσεις των υπολοίπων.

«Σόλωνα, αυτή η γυναίκα μ’ έχει κουράσει. Τόσα χρόνια συνέχεια στη μουρμούρα και τη κριτική. Τα βλέπεις και συ. Με την πρώτη ευκαιρία, θα με ειρωνευτεί, θα πει το δικό της, θα κάνει το σόου της. Από τότε που ξεκίνησα να δουλεύω, προσπαθώ να της τα έχω όπως θέλει. Ατέλειωτες ώρες εργασίας, στο γραφείο, στα γιαπιά, στις υπηρεσίες, ενώ εκείνη… στου μπαμπά της. Τώρα δε που έχει το κατάστημα μόνη της, δεν κάνει κάτι παραπάνω. Μόλις κουραστεί ή βαρεθεί, μάλλον το δεύτερο τής συμβαίνει, πηγαίνει κατευθείαν για καφέ. Ενώ εγώ, δεν έχω μισή ώρα για τον εαυτό μου. Και από πάνω, μου ζητάει τα ρέστα. Έτσι αυτό, αλλιώς εκείνο! Μαζί μου τα έχει και με την καταγωγή και το όνομα μου!»

Ο Όμηρος έκανε κάτι που δεν συνήθιζε. Μιλούσε για τα προσωπικά του. Ένας τυπικά κλειστός άνθρωπος που μεγάλωσε σε μια αυστηρή οικογένεια, που είχε λόγους να είναι κλειστή. Η γιαγιά μιλούσε «τη διάλεκτο» -αυτός έτσι την αποκαλούσε- μια πρακτική που ήταν απαγορευμένη από τους κρατούντες και την κοινωνία στα «δύσκολα χρόνια». Για δεκαετίες λειτούργησε αρνητικά και του προσέδιδε διάφορα απαξιωτικά προσωνύμια. Στους πολύ δικούς του, έλεγε ότι το επίθετο τους είχε σλάβικη κατάληξη, αλλά στα χρόνια του Εμφυλίου, ο παππούς το άλλαξε. Το έκανε ελληνικό, να ακούγεται μοραΐτικο. «Ψηλόπουλος». Το άλλο επίθετο που είχαμε πως ήταν; Δεν το θυμάμαι… το έβγαλα μια και καλή από το μυαλό μου!», ασυναίσθητα σκέφτηκε την ώρα που ρουφούσε μια γουλιά κρασί και ετοιμαζόταν να συνεχίσει τον μονόλογό του. Συνέχισε από το σημείο που διακόπηκε η σκέψη του, δίνοντας μια σουρεαλιστική εικόνα στα λεγόμενά του. Τα προηγούμενα με τα επόμενα δεν έδεναν απόλυτα.

«Ευτυχώς που ’γινε κι αυτό. Φαντάσου να έληγε σε ωφ ή σε ιτς; Τώρα που ’χουμε κατακλυσθεί από βόρειους και ανατολικούς… μπορεί να μου ζητούσαν άδεια παραμονής! Η κοινωνία κάνει κύκλους. Κάθε δεύτερη γενιά, επανέρχεται στα φοβικά της σύνδρομα. Οι παππούδες με τον εξ Ανατολών κίνδυνο, εμείς με τους εκ Βορρά αφιχθέντες. Μ’ αυτά, που λες, μεγάλωσα και με στιγμάτισαν. Με ακολουθούν μέχρι και σήμερα. Από την άλλη πλευρά, ψάχνω εδώ και χρόνια να δώσω επαρκείς εξηγήσεις στον εαυτό του, γιατί η Φρειδερίκη παρέβλεψε το μειονέκτημά μου και με παντρεύτηκε. Κάνα δυο φορές τη ρώτησα… λίγο πριν κοιμηθούμε, αλλά απάντηση δεν πήρα. Γύρνα απ’ την άλλη και κοιμήσου, τέτοια ώρα δεν ρωτούνε αυτά τα πράγματα. Έτσι απαντούσε και φορούσε τη μάσκα για τα μάτια. Εκείνη χανόταν στο σκοτάδι και εγώ στα ερωτήματά μου.»

«Δίκιο έχεις. Είναι ανάποδη. Εγώ που την ξέρω λίγο καιρό, βλέπω αυτά που περιγράφεις. Κάνε όμως υπομονή. Βρες κάτι ν’ ασχολείσαι. Κοίτα εμένα…» Ο Σόλωνας δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του. Ο Όμηρος τον διέκοψε. Ήξερε ότι δεν θα είχε άλλη ευκαιρία να μιλήσει για τα δικά του. Η απρόβλεπτη απουσία της Φρειδερίκης του πρόσφερε μιαν αναπάντεχη ικανοποίηση και τον βοηθούσε ν’ «ανοίξει την καρδιά του».

«Δεν ξέρεις τίποτα. Εγώ είμαι αυτός που ζω μαζί της. Έχω δεθεί με τις απαιτήσεις και τα θέλω της. Νιώθω ότι χωρίς αυτά, είμαι άδειος. Ανάθεμα τη στιγμή που τη συνάντησα, τότε… σε κείνο το ηλίθιο πάρτι. Εγώ είχα τους ενδοιασμούς μου, αλλά ο Μιχάλης δεν μου έδωσε περιθώριο για δεύτερη σκέψη. Τρέξε, όρμα, μου ’πε. Το θυμάμαι καλά. Καθόμασταν στο καφέ και συζητούσαμε γι’ αυτήν. Του άρεσε τ’ όνομά της. Φρειδερίκη, βασιλικό ή πριγκιπικό, κάτι τέτοιο είπε. Κι εγώ, ο χαζός τον άκουσα. Σήμερα ο Μιχάλης γλεντάει την ελευθερία του και τις χαρές της εργένικης ζωής κι εγώ… δες με πως έχω γίνει, πως μ’ έχει καταντήσει! Άσπρισα και δεν το κατάλαβα!»

«Όμηρε, νομίζω ότι είσαι υπερβολικός. Είσαι κουρασμένος από τη δουλειά και την καθημερινότητα. Όπως καταλαβαίνω το ποτό σ’ έχει επηρεάσει…» Ο Σόλωνας προσπαθούσε να παρέμβει, να τον σταματήσει. Να μην συμπεριφέρεται μοιρολατρικά και απαισιόδοξα.  Όσο και αν φάνταζε παράδοξο, ο Όμηρος δεν τον άκουγε. Είχε πάρει φόρα και σαν τα μικρά παιδιά που πρέπει να πουν το ποίημά τους στη σχολική γιορτή, έτσι και αυτός, δεν σταμάταγε για κανένα λόγο. Ένας ορμητικός χείμαρρος που δεν λογάριαζε τίποτα στο πέρασμά του.

«Ό,τι και να κάνω, αυτή είναι πάντοτε παρούσα. Και, ως δια μαγείας, καταφέρνει να ’ναι μπροστά μου. Άκουσέ με τι σου λέω, διαβάζει τη σκέψη μου η μέγαιρα. Ξέρει προκαταβολικά τι θέλω να κάνω. Πριν της πω κάτι… ω, Θεέ μου… το έχει καταλάβει. Με διαβάζει. Ναι, μου το λέει κι εγώ δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω… Γνωρίζει… μη με κοιτάς έτσι… ναι γαμώτο, ξέρει τη συνέχεια της ιστορίας. Τίποτα δεν μπορώ να της κρατήσω κρυφό. Άτιμη μάγισσα. Αυτή είναι!» Τα τελευταία ειπώθηκαν κοιτάζοντας λοξά και καταχθόνια προς το μπαλκόνι, προς το μέρος της. Υποσυνείδητα θεώρησε ότι τον παρακολουθούσε, ότι οι «κεραίες» της ήταν τεντωμένες και λάμβαναν τα σήματά του. Όσα έλεγε, θα ερχόταν μια ώρα που θα του έλεγε ότι τα ήξερε. Πήρε μια ανάσα, έριξε ένα απλανές βλέμμα στον συνομιλητή του και συνέχισε: «Από το πρωί ως το βράδυ είμαι στη δουλειά. Τρέχω ασταμάτητα… σαν το Βέγγο! Αλλά ξέρεις, τα ζεις κι εσύ… τα φέσια από τα κακοπληρωμένα έργα και τους μπαταχτσήδες πελάτες, είναι πολλά. Ειδικά τα τελευταία χρόνια. Δουλειά, σπίτι. Αυτή είναι η ζωή μου. Κι αυτά που ακούσατε, για το Λιτσάκι, είναι αποκυήματα της φαντασίας της. Τι με κοιτάζεις και χαμογελάς; Α! που ανέφερα το Λιτσάκι; Ποιά είναι αυτή; Ένα κοριτσάκι… εργάζεται εκεί που αγοράζω καφέ. Είναι ευγενική και χαριτωμένη. Δροσερή και καλοσυνάτη. Τίποτα άλλο. Μόνο με τη δουλειά είμαι δεσμευμένος. Φοβάμαι ότι αν δεν τα καταφέρω κι αυτή τη φορά, δεν θα μου το συγχωρέσει ποτέ της. Θα το προσπεράσει μόνο άμα πεθάνει. Μέχρι τότε όμως…»

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του. Ένας εκκωφαντικός θόρυβος τον αποδιοργάνωσε. Ο ουρανός φωτίστηκε. Το μπουρίνι ερχόταν. Οι κουρτίνες ανέμιζαν σαν αερικά και τα ξεραμένα φύλλα από το μπαλκόνι μπήκαν στον εσωτερικό χώρο. Γύρισε ασυναίσθητα το κεφάλι του. Στο βάθος, έξω, εκεί που είναι σκοτεινά αναγνώρισε τις τρεις φιγούρες. Τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους ήταν αδιευκρίνιστα. Μπορούσε όμως να τα ξεχωρίσει. Η εύσωμη που προσπαθούσε να προστατεύσει το πρόσωπό της και είχε γυρίσει κόντρα στον άνεμο, ήταν η Κλειώ. Η γυναίκα που ήταν σκυφτή στα φυτά και στη συνέχεια φαινόταν να κατευθύνεται στο σημείο που ήταν το σίδερο της τέντας, ήταν η Σωτηρία. «Κοίτα την, να τρέξει αμέσως να φροντίσει το χώρο της. Άμεσα και αποτελεσματικά.», σκέφτηκε, αλλά αστραπιαία τα πάντα σβήστηκαν από το μυαλό του. Η τρίτη γυναικεία φιγούρα τον έκανε να χάσει τη γη κάτω από τα πόδια. Η σκιερή της εικόνα αρκούσε για να τον διαλύσει. Και όμως, δεν του έκανε κάτι. Παρέμενε ακίνητη, ακουμπισμένη με το σώμα της στα κάγκελα του μπαλκονιού, με το λαιμό ελαφρώς γερμένο προς τα πίσω και τα λυτά μαλλιά να ανεμίζουν από τον αέρα. Όπως φαίνεται, αυτή ήταν μια απόλυτα φυσιολογική στάση. Μια εικόνα ήρεμη και συνάμα θηλυκή. Ο ουδέτερος παρατηρητής που θα είχε ρομαντική διάθεση, θα την έβρισκε έως και σαγηνευτική. Έπαιζε με τον άνεμο και απολάμβανε το επερχόμενο μπουρίνι. Αυτό ακριβώς ήταν που τον ενοχλούσε. «Η μέγαιρα! Σε θολώνει με τη στάση της. Η εικόνα της αποδιοργανώνει και μπερδεύει. Με κάνει να τα χάνω. Τη θέλω ή όχι;» Σκόρπιες σκέψεις που περνάνε ταχύτατα από το μυαλό του Όμηρου την ώρα που φευγαλέα την παρατηρεί. Η προσποιητή αδιαφορία της, η υποκριτικά αστική της συμπεριφορά, η ανωτερότητα που ανέδυε έναντι των άλλων, αυτές οι εικόνες κυρίευαν το μυαλό και τις σκέψεις του. Η Φρειδερίκη είχε καταφέρει να είναι τα πάντα γι’ αυτόν. Η ζωή του, η πορεία του, το παρελθόν που είχε, το παρόν που ζούσε, οι εμμονές και οι φοβίες του, τα άγχη και οι αδυναμίες του, οι εξαρτήσεις, μα πάνω απ’ όλα, οι σκέψεις του. Το ένιωθε. Και αυτό το συναίσθημα ήταν όλο και πιο έντονο τα τελευταία χρόνια. «Δεν είναι δικές μου οι σκέψεις. Εκείνη τις ορίζει. Είναι η απόλυτη αρχόντισσα του μυαλού του. Μ’ έχει κυριεύσει και ζω για να την υπηρετώ. Είναι η θηλιά που σφίγγει όλο και πιο πολύ το λαιμό μου.»

«Αγόρια τι κάνετε μονάχοι σας, εδώ πέρα; Είδατε που έρχεται καταιγίδα και φοβηθήκατε; Ή έχετε τίποτα κρυφό που δεν θέλετε να το μάθουμε; Αφού κάνετε τέτοια πράγματα, εμείς δεν θα σας αφήσουμε στιγμή μακριά μας. Ερχόμαστε…» Ο Πέρης σε ιδιαίτερα χαρωπή διάθεση, σε αναντιστοιχία με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και την αλλαγή του καιρού, έκανε αισθητή τη παρουσία του και μ’ ένα νεύμα κάλεσε τις φίλες του να τον ακολουθήσουν. Το μπουρίνι ήταν «προ των πυλών» και όλοι τους μαζεύτηκαν στο σαλόνι. Έξω κινδύνευαν να βραχούν και να κρυώσουν. Μέσα, πίστευαν ότι η προστασία που τους παρείχαν οι τέσσερεις τοίχοι, ήταν επαρκής και οι επερχόμενες θύελλες δεν θα τους άγγιζαν. Η ώρα ήταν περασμένη και η παρέα βρέθηκε ξανά μαζεμένη γύρω από το τραπέζι. Απ’ ό,τι φαίνεται, η ώρα του Πέρη μόλις είχε φτάσει. 

Στο επόμενο επεισόδιο, Πέρης αναλαμβάνει πρωτοβουλία και ξεκαθαρίζει το τοπίο με το Σόλωνα.