Μικροί διάλογοι μεταξύ αγοριών και κοριτσιών. Σωτηρία, Ξενοφώντας, Φρειδερίκη, Πέρης, Κλειώ, Κώστας, Όμηρος, Μιχάλης, Σωτήρης. Δέκα σκηνές μια ιστορία, ένα μυστικό, μια φανταστική ζωή. Σκηνές από το παρελθόν που καθόρισαν το παρόν και αφήνουν ανοικτό το μέλλον.

Ads

Σκηνή πρώτη

«Αγάπη μου, έλα εδώ… έλα να σ’ αγκαλιάσω. Μου ’λειψες. Εγώ στην Αθήνα κι εσύ στη Θεσσαλονίκη. Ζηλεύω αγάπη μου… Έλα… άντε!»
«Έρχομαι, περίμενε μια στιγμή. Θέλω κάτι να δω στην εφημερίδα. Έμαθα κάποια πράγματα… Όλο και κάτι συμβαίνει, μια νέα εποχή…»
«Ναι, έτσι λες συνέχεια! Κάτι αυτό, κάτι εκείνο… είμαι όμως κι εγώ εδώ! Έχω ανάγκες… σωστά μωρό μου;»
«Ναι, ναι… δίκιο έχεις. Αλλά έλα που πρέπει τώρα να τα δώσω όλα. Τώρα είναι η εποχή μας… με την Αλλαγή βλέπεις, αλλάξανε τα πάντα. Με το τσουβάλι βγαίνουν οι ευκαιρίες και οι μπίζνες…»
«Ωχ, αμάν… αυτά τα πολιτικά να μην έλεγες… δεν με νοιάζουν… εγώ εσένα θέλω. Σε λίγο θα πάρω πτυχίο και τότε θα ασχοληθώ μ’ αυτά που εσύ τα βρίσκεις ενδιαφέροντα. Θα γίνω μια διαπρεπής δικηγόρος!»
«Ζήσε Μάη μου Σωτηρία. Εσύ εδώ… στην Αθήνα, κι εγώ… μάτια που δεν βλέπονται… ξέρεις!»
«Α, σε παρακαλώ! Όχι τέτοια. Σου το ’χω πει χίλιες φορές. Όπου θα ’σαι εσύ, εκεί κι εγώ. Αφήνω την Αθήνα και έρχομαι στη Θεσσαλονίκη. Μαζί σου… εξάλλου εκεί είναι η πατρίδα μου.»
«Καλά θα δούμε. Θα σου πω. Μέχρι τότε θα ’ρχομαι τα Σαββατοκύριακα με το ΚΤΕΛ κι εσύ θα φροντίζεις να περνάμε καλά. Εντάξει;»
«Ότι πεις Ξενοφώντα μου!»
Η Σωτηρία και ο Ξενοφώντας επικοινωνούσαν κάπως έτσι στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Μέσα από παρόμοιες συνθήκες βρισκόντουσαν. Στην Αθήνα και με ανάμικτα συναισθήματα. Και ο νοών νοείτω.

Σκηνή δεύτερη

«Που είσαι; Άργησες. Σου ’πα ότι έχω λίγο χρόνο στη διάθεσή μου, αλλά εσύ… στην κοσμάρα σου!»
«Μη φωνάζεις, σε παρακαλώ! Βλέπεις ότι προσπαθώ να προλάβω τα πάντα. Δουλειές, συναντήσεις, ευκαιρίες, εσένα, την άλλην…»
«Δικαιολογίες, όλο τέτοια ακούω και έχω κουραστεί. Ξέρεις τι ωραία θα ’μουν χωρίς εσένα; Τις προάλλες γνώρισα έναν τύπο… από το Πολυτεχνείο. Τελειώνει πολιτικός μηχανικός. Μπουκιά και συχώριο!»
«Και γιατί μου το λες αυτό; Για να σε φοβηθώ; Κάνε ότι θέλεις. Ελεύθερη είσαι, λεφτά έχεις… Δεν θα χαλαστώ!»
«Το ξέρω ότι κάνω πάντοτε το δικό μου. Δεν περίμενα εσύ να μου το πεις! Ξενοφώντα, σου το επαναλαμβάνω για μια ακόμη φορά. Ξεμπέρδευε με τη χαζή τη φιλενάδα μου και πες τη το κατάμουτρα. Άντε γιατί θα πάω εγώ να της τα ξεφουρνίσω. Και ξέρεις καλά τότε τι θα γίνει! Είναι που είναι…»
«Μη με πιέζεις. Σου είπα ότι θα το κάνω. Όμως όταν είναι ώριμες οι συνθήκες. Να ’ρθει πρώτα εδώ. Εκεί στην Αθήνα είναι δύσκολο. Είναι μόνη της…»
«Σαχλαμάρες! Θα τις τα πεις, αλλιώς εμένα ξέχνα με. Ο μηχανικός περιμένει στη γωνία! Και η Αθήνα είναι υπεκφυγή!»
«Φρειδερίκη, σε παρακαλώ. Δώσε μου λίγο χρόνο.»

Ads

Η συνεύρεση της Φρειδερίκης με τον Ξενοφώντα ήταν σταθερή και με προοπτική. Η Θεσσαλονίκη έδειχνε να τους ταιριάζει. Στη δεκαετία της Αλλαγής, επικρατούσε αισιοδοξία και θεωρούνταν ότι τα πάντα μπορούσαν να επιτευχθούν. Για το νεαρό ζευγάρι, μόνο η Σωτηρία έδειχνε να τους χαλάει τα σχέδια.

Σκηνή τρίτη

«Κώστα πες του και συ κάτι. Εμένα δείχνει να μη μ’ ακούει! Να πάρει γρήγορα τις αποφάσεις του, γιατί θ’ αναλάβω εγώ πρωτοβουλία. Και με ξέρεις καλά… θα τρέχει και δεν θα ξέρει που να κρυφτεί!»
«Ε, αμάν πια. Αφού σου το είπε. Να βρει την κατάλληλη στιγμή. Κοίτα… εδώ και λίγο καιρό ετοιμάζουμε μια δουλειά. Μεγάλη δουλειά. Εγώ και ο Ξενοφώντας. Είναι μια ιστορία  με τη Μέση Ανατολή. Τώρα που ο Αρχηγός άνοιξε διαύλους επικοινωνίας με τους Άραβες, θα κάνουμε και εμείς κάτι. Μπορεί να χρειαστεί να πάμε εκεί κάτω… Αν γίνει αυτό, τότε σταδιακά και εύκολα θα ξεκόψει. Θα μπορέσει να της το φέρει με πλάγιο τρόπο! Μη χολοσκάς!»
«Κουραφέξαλα. Πλάγιο, ξεπλάγιο, εγώ ένα ξέρω. Παρατράβηξε η ιστορία. Θα βρω τη Σωτηρία και θα της τα πω όλα. Με το νι και με το σίγμα. Είμαστε φίλες από το σχολείο και θα με καταλάβει. Κι αν όχι… ξύδι! Εγώ πάντως άλλο δεν περιμένω. Στα πόδια μου κυλιούνται τα παλικάρια!»
«Μα καλά δεν μ’ ακούς; Σε λίγο καιρό θα ’χουμε πιάσει την καλή κι όλα θα ’ναι διαφορετικά. Περίμενε κι εσύ!»
«Κώστα είσαι φίλος και… εμπιστεύομαι αυτά που μου λες. Αν τα έλεγε εκείνος, τότε μπορεί να σκεφτόμουν άλλα… Θα δω…»
«Όχι, όχι! Άμα σου λέω εγώ, κάτι ξέρω!»
Ο Κώστας Τιμολέων ετοίμαζε μια δουλειά με τον Ξενοφώντα. Η Φρειδερίκη δεν ήξερε λεπτομέρειες, ούτε ποτέ της επεδίωξε να μάθει. Στο μυαλό της ήταν η δική της καλοπέραση και η σχέση της με τον Ξενοφώντα. Αν πήγαιναν καλά όσα σχεδίαζαν, τότε ο φίλος της θα έβγαζε πολλά λεφτά και θα μπορούσαν να φτιάξουν μια ζωή, έτσι όπως την ονειρευόταν. Το μαγαζί του πατέρα της ήταν πάντα έτοιμο γι’ αυτήν, αλλά με το εμπόριο κανένας δεν είναι εξασφαλισμένος. Μπορεί να βγάλεις πολλά λεφτά, όπως και να χάσεις τα πάντα. Και πέραν των άλλων, ο κυρ-Γιώργος, ο πατέρας της, δεν την άφηνε να κάνει κάτι μόνη της. Συμφωνούσε να είναι στο εμπορικό, αλλά εκείνος είχε τον τελευταίο λόγο. Σε όλα. Οι ευκαιρίες που κυνηγούσε ο Ξενοφώντας της ακουγόταν ωραίες, πάντοτε όμως του έθετε ένα «αλλά». Αυτή η ιστορία με τον Κώστα φαινόταν φιλόδοξη, όμως της δημιουργούσε άγχος και προβληματισμούς. Η καλοπέρασή της ήταν πάνω από οτιδήποτε.

Σκηνή τέταρτη

«Παιδιά λέω να οργανώσω μια εκδρομή και να πάμε κάπου όλοι μαζί. Να περάσουμε χαλαρά και παρεΐστικα ένα Σαββατοκύριακο. Τι λέτε;»
«Καλή η ιδέα σου Κλειώ, αλλά αν πούμε τον Ξενοφώντα, τότε πως θα ’ρθει η Φρειδερίκη; Αυτός ενδέχεται να καλέσει τη Σωτηρία! Είναι στο πτυχίο και έχει διαθέσιμο χρόνο. Θα πάρει το ΚΤΕΛ και θα έρθει στη Θεσσαλονίκη ή εκεί που θα πάμε.»
«Πέρη, δεν το νομίζω. Είναι έξυπνος και κάτι τέτοια τα προσέχει!»
Η παρέα από τα παιδικά χρόνια ήξερε τι συνέβαινε. Όλοι και όλες γνώριζαν το διπλό μπλέξιμο. Κανείς όμως δεν μιλούσε, ούτε προσπαθούσε ν’ αναλάβει πρωτοβουλία για να το λήξει.

Σκηνή πέμπτη

«Ναι, ποιός είναι;»
«Εσύ είσαι Πέρη;»
«Ναι μόνη μου είμαι.»
«Δεν σ’ ακούω καλά. Έγινε κάτι;»
«Κάθομαι βρε παιδί μου. Άντε λέγε, μ’ έσκασες!»
«Τι;»
«Ω, Θεέ μου! Όχι.»
Η Φρειδερίκη αφήνει να της πέσει το ακουστικό του τηλεφώνου. Μένει αποσβολωμένη. Κοιτάζει στο κενό και δάκρυα κυλούν στα μάγουλά της.
Σκηνή έκτη
«Ναι, εμπρός;»
«Α! Εσύ είσαι Πέρη; Τι κάνεις; Καιρό έχω να σ’ ακούσω!»
«Ναι, στην Αθήνα είμαι ακόμα, αλλά όπου να ’ναι τελειώνω. Μετά θα ’ρθω πάνω. Στην πατρίδα. Είναι βλέπεις και ο Ξενοφώντας…»
«Ναι, σταματάω… συνέβη κάτι;»
«Μόνη είμαι στο σπίτι. Δεν είναι κανείς εδώ. Γιατί ρωτάς;»
«Με τρομάζεις. Περίμενε μια στιγμή, να καθίσω.»
«Σ’ ακούω τώρα καθαρά.»
«Ναι σου λέω… ήρεμη είμαι!»
«Πως; Τι εννοείς; Δεν καταλαβαίνω;»
«Τι; Πότε; Ο…»
Η Σωτηρία λιποθυμάει. Το μόνο που ακούει ο Πέρης από την άλλη πλευρά της τηλεφωνικής γραμμής είναι ο θόρυβος από το πέσιμο της στο πάτωμα.
«Σωτηρία, Σωτηρία… εκεί είσαι; Σωτηρία!»
Απόλυτη σιωπή.

Σκηνή έβδομη

«Μιχάλη, γνώρισα μια κοπελιά. Κούκλα είναι σου λέω! Μου αρέσει πολύ. Ντρέπομαι όμως. Δεν ξέρω πώς να την προσεγγίσω…»
«Καλά αδελφέ μου δεν παίζεσαι! Όρμα της. Κατευθείαν, στον ψητό!»
«Χαζός είσαι; Εγώ; Πώς; Βλακείες λες και μου φαίνεται θέλεις να τ’ ακούσεις!»
«Ε, τότε δεν μιλάω. Πες μου όμως… πως τη λένε;»
«Φρειδερίκη.»
«Ωραίο! Βασιλικό όνομα!»
Ο Όμηρος Ψηλόπουλος πίνει καφέ σε μια καφετερία στη Πλατεία Ναβαρίνου και συζητάει με το φίλο και συμφοιτητή του, τον Μιχάλη Σεφερίδη. Είναι και οι δυο τους τελειόφοιτοι του Πολυτεχνείου Θεσσαλονίκης.

Σκηνή όγδοη

«Η Σωτηρία πάει από το κακό στο χειρότερο. Πέρασε ένας χρόνος και δεν λέει να τον ξεπεράσει. Είναι κλεισμένη στο σπίτι της. Δεν μιλάει σε κανέναν. Νομίζω ότι πρέπει να κάνουμε κάτι.»
«Κι εγώ το βλέπω, αλλά τι μπορούμε να κάνουμε εμείς;»
«Κλειώ, κάτι… οτιδήποτε. Το οφείλουμε στη φίλη μας. Λέω να πάμε όλοι μαζί… να της μιλήσουμε. Να της πούμε για την ιστορία…»
«Πέρη, μου φαίνεται ότι τρελάθηκες. Εγώ δεν έρχομαι μαζί σας. Αν με δει μπορεί να έχουμε καμία έκρηξη. Γι’ αυτήν, πιστεύω ότι είμαι κόκκινο πανί…»
«Δεν μ’ ενδιαφέρει Φρειδερίκη τι είσαι και τι δεν είσαι. Έχεις το σημαντικότερο ρόλο σ’ αυτή την ιστορία και δεν μπορείς να είσαι απ’ έξω.»
«Σωστά τα λέει ο Πέρης. Συμφωνώ κι εγώ μαζί του. Φρειδερίκη, πρέπει να είσαι κι εσύ!»
«Εσύ Όμηρε, μη μιλάς. Είσαι νέος στην παρέα και δεν ξέρεις τι έχει προηγηθεί. Δεν τα έζησες αυτά…»
«Καλά, δεν μιλάω…»
«Τι νομίζεις κι εσύ Κώστα; Εξάλλου, εσείς ήσασταν συνεταίροι στη δουλειά και ξέρεις τι έγινε…»
«Ξέρω. Αλλά πιστεύω Πέρη, ότι δεν είναι καλό να μιλάμε για εκείνο τώρα πια. Σήμερα προέχει η Σωτηρία…»
Ο Πέρης, η Κλειώ, η Φρειδερίκη, ο Κώστας και ο Όμηρος κάθονται σ’ ένα καφέ στη Πλατεία Αγίας Σοφίας και συζητούν το πρόβλημα «Σωτηρία». Τι να κάνουν και πως να τη βοηθήσουν, μετά από το χαμό του Ξενοφώντα.

Σκηνή ένατη

«Ναι, ποιός είναι;»
«Έλα Κλειώ, εγώ είμαι… ο Πέρης.»
«Καλημέρα καλέ μου… τι κάνεις;»
«Καλά, καλά. Πήρα να σου πω για τη Σωτηρία. Πήγα τις προάλλες από το σπίτι της. Συνεχίζει να μιλάει για τον Ξενοφώντα.»
«Δηλαδή, τι λέει… τα ίδια πάλι;»
«Ναι, μιλάει λες και είναι εκεί… μαζί της. Είπα ότι μετά από το σοκ του θανάτου του και το πρώτο χρονικό διάστημα… θα τον ξεπερνούσε, αλλά αυτή πάει κατά διαόλου.»
«Νομίζω ότι τελικά δεν πράξαμε σωστά…»
«Αυτό αντιλαμβάνομαι κι εγώ. Ξεκίνησε η Σωτηρία τα χαζά της με το ό,τι δεν ήταν εκεί ο Ξενοφώντας, ό,τι παρέμεινε στην Αραβία… μετά έμπλεξε τη Μέση Ανατολή και τα ταξίδια του. Φταίμε κι εμείς όμως… δεν της το σταματήσαμε  εν τη γενέσει του!»
«Μπορεί να είναι κι έτσι, αλλά τη μεγαλύτερη ευθύνη έχει η Φρειδερίκη. Εκείνη είπε ότι ήταν καλύτερα για τη Σωτηρία να πιστεύει ότι δεν πέθανε και εμείς συμφωνήσαμε μαζί της. Δες τώρα που βαδίζουμε…»
«Όσο πάει η Σωτηρία, τόσο πέφτει στο βυθό των εμμονών της και των φαντασιώσεων που έχει. Ζει μέσα σε μια πλάνη. Φαντάζεται ότι έχει σύζυγο και αυτό το λέει σε όποιον την ρωτήσει. Άντε, εμείς ξέρουμε. Όμως ένας άγνωστος;»
«Εσύ τι προτείνεις; Να της μιλήσουμε;»
«Πιστεύω ότι αυτό είναι το καλύτερο. Είναι πολύ δύσκολο, αλλά έτσι θα μπορέσει να ξεπεράσει την απουσία του και να κοιτάξει μπροστά. Η Σωτηρία ζει μέσα σ’ ένα εφιάλτη, μόνο που δεν το αντιλαμβάνεται, δεν έχει συναίσθηση αυτού που της συμβαίνει!»
«Συμφωνώ μαζί σου, αλλά η Φρειδερίκη θα ’χει αντιρρήσεις. Δεν θα δεχτεί κάτι τέτοιο. Κι αν δεν είναι αυτή μαζί μας, τότε δεν μπορούμε να ’χουμε κάποιο ικανοποιητικό αποτέλεσμα.»
«Το γνωρίζω Κλειώ, γι’ αυτό θα πάω άμεσα να της μιλήσω. Θα περάσω σήμερα από το κατάστημά της. Σε πήρα για να δω αν εμείς οι δυο συμφωνούμε…»
«Ναι, Πέρη μου. Ξέρεις εγώ… για σένα…»
«Λοιπόν, κλείνω τώρα και… όπως είπαμε.»
«Ναι, καλέ μου. Να με πάρεις τηλέφωνο. Να μου πεις. Καλή σου μέρα!»
«Καλημέρα και σε σένα!»
Ο Πέρης έκλεισε το ακουστικό και άφησε τη Κλειώ στις σκέψεις και στις ιστορίες που έπλαθε καθημερινά. Η Σωτηρία προείχε και έπρεπε να σώσουν το μυαλό και τη ζωή της.

Σκηνή δέκατη

«Σόλωνα, πήρε τηλέφωνο η Φρειδερίκη και είπε να πάμε όλοι μαζί σε μια φίλη μας. Δεν την ξέρεις… δεν την έχεις δει άλλη φορά.»
«Οχού! Κλειώ έχω πολλή δουλειά και δεν μ’ αρέσουν ιδιαίτερα οι φίλοι σου. Αν είναι μάλιστα εκείνος ο Πέρης, τότε καλύτερα να μην έρθω.»
«Έλα χρυσέ μου! Πώς θα πάω μόνη μου; Και μετά πώς θα γυρίσω; Θα είναι αργά!»
«Καλά, θα δούμε… πως τη λένε τη φίλη σου; Εκεί που θέλεις να πάμε…»
«Σωτηρία Αμβροσίδου. Υπάρχει όμως ένα θέμα μ’ αυτήν…»
«Τι έχει δηλαδή;»
«Να… νομίζει ότι έχει σύζυγο και παιδιά. Θα την ακούσεις να μιλάει γι’ αυτούς. Εμείς ξέρουμε όμως ότι δεν υπάρχουν, αλλά δεν λέμε τίποτα…»
«Τι βλακείες είναι αυτές; Δεν έχει σύζυγο και… είπες… παιδιά; Τι είναι τούτη;»
«Δουλεύει σε μιαν υπηρεσία, αλλά η ιστορία με το σύζυγο -τον έλεγαν Ξενοφώντα- είναι παλιά. Θα σου την πω κάποια άλλη φορά. Τα παιδιά… τα εμφάνισε πριν από λίγα χρόνια. Κι εμείς ξαφνιαστήκαμε!»
«Πω, πω! Μεγάλη ιστορία! Θα μου την πεις όμως αργότερα. Τώρα πρέπει να ετοιμάσω την αγόρευσή μου για αύριο. Έχω δικαστήριο στην Αθήνα!»
«Δηλαδή, θα φύγεις; Να ετοιμάσω κάτι;»
«Ναι, με το πρώτο αεροπλάνο. Θα έρθω μεθαύριο! Άσε, το φρόντισα μόνος μου. Έβαλα δυο-τρία πράγματα σε μια μικρή βαλίτσα.»
Ο Σόλωνας μαθαίνει για πρώτη φορά την ύπαρξη της Σωτηρίας και την ιστορία που έχει πλεχτεί γύρω από αυτήν. Τώρα πια όλοι γνωρίζουν.

Στο επόμενο επεισόδιο, ο καιρός χαλάει και η παρέα ταράζεται. 

Διαβάστε στα προηγούμενα:

Εικονογράφηση: Αγγελικη Μαρκοβιτς-Μοναστηρίδου