Ο Πέρης δεν αφήνει να παραμένει τίποτα αδιευκρίνιστο και παρακινεί τη Σωτηρία να αναλάβει δράση. Η Φρειδερίκη βλέπει το παρελθόν να ξετυλίγεται και οι εξελίξεις είναι απρόβλεπτες.

Ads

«Κλειώ, ησύχασε. Θα περάσει. Έφυγε. Δεν θα ξανάρθει. Ηρέμησε.» Η Σωτηρία αγκάλιασε τη φίλη της που κλαίει γοερά. Μόλις ήρθε αντιμέτωπη με τον φόβο της. Ο Σόλωνας ήταν μαζί της γι’ αυτήν ή για την περιουσία της; Η καθημερινή αμφιβολία της πήρε σάρκα και οστά. Η κακοκαιρία μαζί με τη σκόνη και το νέφος της πόλης, έδιωξαν τα ερωτηματικά της. Όπως το ανασήκωμα του πέπλου αποκαλύπτει το πρόσωπο της νύφης, έτσι και στην περίπτωσή της, οι αποκαλύψεις ζωντάνεψαν τον φόβο της, επιδρώντας λυτρωτικά. Μέσα σε λίγα λεπτά διαπίστωσε ότι δεν χρειαζόταν τις προβλέψεις της κυρίας Βαλεντίνης -της κυρίας που της διάβαζε τα άστρα και τον καφέ- για τα μελλούμενα αλλά μέσα από τη λογική και το ερευνητικό πνεύμα του Πέρη, βρήκε τις απαντήσεις και τα μυστήρια τής λύθηκαν. Έκτοτε, θα γνώριζε ότι μέσα από τη δική της ματιά και τη μεθοδική ανάλυση και μελέτη, το μέλλον της δεν θα αφηνόταν στην τύχη του. 
 

Η Σωτηρία, ως σωστή οικοδέσποινα, επιχείρησε να αλλάξει τη μεταμεσονύχτια θεματική. «Τι θα λέγατε να ’βαζα λίγη κλασική μουσική; Χαμηλά… όχι δυνατά. Μπορούμε ν’ ακούσουμε Ραχμάνινοφ. Το κοντσέρτο για πιάνο νούμερο τρία, είναι από τα αγαπημένα μου. Θα δείτε, θα σας αρέσει πολύ!»
 

«Εδώ γίνεται το έλα να δεις και η Σωτηρία με τη κλασική της! Εσύ είσαι αλλού… στον κόσμο σου! Δεν καταλαβαίνεις τι συμβαίνει! Δεν βλέπεις τη πλημμύρα; Που αστράφτει και βροντάει; Άνοιξαν οι ουρανοί και βρέχει αποκαλύψεις!» Η Φρειδερίκη, όπως πάντα πανέτοιμη. Λένε κάτι που την κουρδίζει, της δημιουργεί μια διανοητική έξαψη και μόλις ειδικά ακούσει τη Σωτηρία να μιλάει, τσουπ, παρεμβαίνει. Σχολιάζει, μουρμουρίζει και αυτό σχεδόν πάντοτε γίνεται με ειρωνική διάθεση. Αυτή η παρέμβαση επενεργεί καταλυτικά στον Πέρη. Αισθάνεται ότι δεν είναι όλα στη θέση τους και απαιτείται νέα, κατά μέτωπο επίθεση. Σηκώνει το όπλο του, ελέγχει αν η σφαίρα είναι στη θαλάμη, οπλίζει, σημαδεύει και μπαμ, πυροβολεί στο «δόξα πατρί». 
 

Ads

«Αποκαλύψεις; Εσύ τολμάς και βάζεις στο στόμα σου αυτή τη λέξη; Αν είναι κάποιος που πρέπει να φοβάται αυτές, εσύ σίγουρα η πρώτη απ’ όλους μας. Υπάρχουν τόσα και τόσα που σ’ αφορούν και ευθύνεσαι. Αν ξεκινήσω δεν θα ξέρω που να σταματήσω. Με προκαλείς, αλλά κατ’ αυτό τον τρόπο καλείς το παρελθόν να ξεδιπλωθεί μπροστά μας.» 
 

«Τι έχεις να πεις; Δεν σε καταλαβαίνω; Δεν υπάρχει κάτι το κρυφό.» Η Φρειδερίκη απαντάει τάχιστα. Ετοιμόλογη και δεικτική. 
 

«Ένας ποιητής, ο Σίλερ είχε πει ότι σοφό είναι ν’ αποκαλύπτεις αυτό που δεν μπορεί να μείνει κρυφό για πάντα. Κι εγώ αυτό θα κάνω. Αποφάσισα ότι ήρθε η ώρα να πράξω σοφά!» Ο Πέρης χαμογέλασε ελαφρά και την κοίταξε κατευθείαν στο βυθό των ματιών της. 
 

«Όλο εξυπνάδες είσαι! Τι είναι το σοφό που έχεις να μας πεις;» Του ανταπέδωσε το διαπεραστικό βλέμμα, δείχνοντας ότι δεν θα άφηνε να πάει χαμένη η πρόκληση. Ο Πέρης της έριξε το γάντι και εκείνη το σήκωσε. 
 

«Αυτά που γνωρίζω είναι χρήσιμα, είναι τα ουσιώδη και όχι απλά πολλά και αδιάφορα. Γι’ αυτό είναι σοφά. Το είπε εξάλλου και ο Αισχύλος.»
 

«Πώς τα ξέρεις όλα αυτά, Πέρη; Κινητή βιβλιοθήκη…» Η Κλειώ παρενέβη και εξεδήλωσε την έκπληξή της, δείχνοντας ότι κάνει προσπάθεια να παρακολουθήσει τι εξελίσσεται και ταυτόχρονα να βγάλει από το μυαλό της το Σόλωνα. Όμως για μια ακόμη φορά δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τη φράση της. Την άφησε ημιτελή, να την πάρει ο δυνατός αέρας που κουνούσε σαν σκισμένο καραβόπανο την κουρτίνα. Ο άνδρας έριξε μια συμπονετική ματιά στη γυναίκα, κατάλαβε ότι η αποχώρηση τού Σόλωνα δεν σήμαινε αυτόματα υπέρβαση του φόβου και των αδυναμιών της και ξεκίνησε να μιλάει, μην αφήνοντας κανέναν άλλον να τον σταματήσει.
 

«Δεν θα πω πολλά, αφού όλοι εδώ που είμαστε ξέρουμε. Θα πάω όμως πίσω, αρκετά χρόνια. Τότε που ήμασταν νέοι. Στην εποχή του Ξενοφώντα. Εκείνος και οι ερωμένες του. Τι κοιτάζετε; Σας το είπα. Θα προβώ σε αποκαλύψεις. Χωρίς να ’χω καμία μοιρολατρική διάθεση, συμφωνώ με τη ρήση ενός μεγάλου της Ιστορίας της ανθρωπότητας, του Πλάτωνα: την ειμαρμένην ουδ’ αν είς εκφύγοι.»
 

«Την ποιαν;» Ο Όμηρος έδειχνε να τα έχει χαμένα. Κουβαλούσε ένα «βαρύ» όνομα, χωρίς όμως να έχει τις ανάλογες γνώσεις. Τόσα πολλά συμβαίνουν και εκείνος δεν είναι συνηθισμένος σε σύνθετες αναλύσεις και περίπλοκες ιστορίες. Η «καλή» του τον έμαθε να αποδέχεται ό,τι γίνεται, να του καθορίζει τα θέλω του και να διαφεντεύει τις διανοητικές του λειτουργίες. Ο Πέρης δεν θέλησε να δώσει παραπάνω εξηγήσεις. Κάποια που είναι κλασικά και διαχρονικά δεν επιδέχονται περαιτέρω ερμηνείες. Έτσι, συνέχισε τις αποκαλύψεις. 
 

«Αναφέρομαι στις ερωμένες του γόη της παρέας μας. Τη Σωτηρία και τη Φρειδερίκη. Και κάμποσες άλλες που πέρασαν για μια νύχτα από το κρεβάτι του ή υπέκυψαν στη μεγαλομανία του. Κυρίες μου, το ξέρατε πολύ καλά και οι δυο σας. Δεν έχει σημασία πότε το μάθατε και με ποια σειρά, αλλά σίγουρα, το γνωρίζατε. Από κείνα τα χρόνια. Αυτό όμως δεν ήταν το σοβαρότερο όλων. Η ιστορία με την Αραβία και τα επιχειρηματικά μπερδέματα του Ξενοφώντα έκριναν το μέλλον του. Αυτά τον έφαγαν. Τι με κοιτάτε μ’ ανοιχτά στόματα; Προσέξτε! Θα σας ξεφύγουν οι λέξεις! Τι φοβάστε; Να μην ειπωθούν όσα μας κατατρώνε εδώ και χρόνια; Τι ήταν σε τελική ανάλυση ο Ξενοφώντας; Προσπάθησε να τα κάνει όλα μέσα σε λίγα χρόνια. Μπήκε στα πολιτικά σαλόνια, συνέφαγε με την εξουσία, έδωσε και πήρε υποσχέσεις, έφτιαξε φιλία με τον εχθρό και έκανε εχθρούς τους φίλους. Ένας τυχοδιώκτης οπορτουνιστής ήταν. Αν μ’ άκουγε τότε, σήμερα δεν θα ήταν… Συνεχώς του έλεγα… λάθε βιώσας. Αλλά εκείνος με κορόιδευε και το ερμήνευε ότι τον προτρέπω στην απραξία. 
 

Ποτέ του δεν μελετούσε τα σημάδια και τις λέξεις. Γι’ αυτόν όλα μεταφράζονταν σε χρήμα και δόξα. Φήμη, ναι, κι αυτή την αποζητούσε όσο τίποτα άλλο. Οι δουλειές στην Αραβία ήταν το μέσον για την επίτευξη των στόχων του. Νόμιζε ότι επειδή ήταν Έλληνας, με τη γλώσσα του και μόνο θα άνοιγε όλες τις πόρτες. Πόσο λάθος έκανε! Μεγάλωσε περισσότερο απ’ όσο έπρεπε και στράφηκε ενάντια στον εαυτό του. Οι Άραβες λένε ότι με το μυαλό βλέπεις, αλλά με την καρδιά ακούς. Αυτός ούτε έβλεπε, μήτε άκουγε. Άμυαλος και άκαρδος. Ο χαμός του, ήταν η τιμωρία του. Εξάλλου, το είχε πει και ο Πλάτωνας: άνθρωπος τελειωθείς βέλτιστον των ζώων, χωρισθέν δε νόμου και δίκης, χείριστον πάντων. Ο Ξενοφώντας δεν πίστεψε σε νόμους και στο δίκιο. Τους καταπάτησε και κείνοι του το ανταπέδωσαν. Αλλά, κυρίες μου και εσύ κύριε μου, δεν έχει σημασία πως, με ποιον τρόπο, για ποιο λόγο και γιατί ο Ξενοφώντας έφυγε. Έτσι είναι Σωτηρία. Ο Ξενοφώντας έφυγε. Εδώ και πολλά χρόνια.» 
 

Τα τελευταία τονίσθηκαν με χαρακτηριστικό τρόπο, κοιτάζοντας επισταμένα, κατάματα την οικοδέσποινα. Το σπινθηροβόλο του βλέμμα έφτασε μέχρι μέσα, βαθιά στην ψυχή της, προσδοκώντας να τη φωτίσει, να της δώσει δίοδο εξόδου για τις εμμονές και τις ανέστιες εικόνες που ζωγράφιζε με το μυαλό της. Ο Ξενοφώντας, ο Παύλος, η Ευγενούλα. Ο σύζυγος, ο γιος, η κόρη. Φανταστικά πρόσωπα, μαγικές φιγούρες, εικονικές ιστορίες που γέμισαν την ζωή της. Η Σωτηρία δεν αντέδρασε. Κοιτούσε με ένα παγωμένο βλέμμα, κάνοντας οποιονδήποτε να διερωτηθεί. Παραμένει εν πλήρη συνειδήσει στο χώρο, διατηρώντας τη πνευματική και ψυχική της συνοχή ή είναι εκστασιασμένη πλάθοντας πλασματικά σενάρια με πρωταγωνιστή τον εαυτό της και γύρω της ανύπαρκτους ηθοποιούς; Σηκώθηκε από την καρέκλα για να γεμίσει με νερό το ποτήρι της. Το σώμα της παρέμενε γυρισμένο αντίθετα προς τα εκεί που βρισκόταν η Φρειδερίκη, ωσάν να προσδοκούσε ότι δεν θα χρειαζόταν να έρθει αντιμέτωπή της. Ο Πέρης κατάλαβε ότι η αναφορά του είχε ταράξει τα νερά, οπότε δεν του έμενε άλλο παρά να συνεχίσει με μεγαλύτερη ένταση. 
 

«Ο Ξενοφώντας βρέθηκε μπλεγμένος με ανθρώπους και καταστάσεις, πολύ μεγαλύτερες από το μπόι του. Συμπεριφέρθηκε λες και η ζωή να μην ήταν αυτή που ζούσε, αλλά μια πρόβα για κάτι που θα βίωνε αργότερα. Μπορεί να έφταιγε η ηλικία του. Και εμείς ήμασταν νέοιˑ όπως εκείνος. Αν τότε, είχαμε τη σημερινή γνώση, ο Ξενοφώντας θα ’ταν μαζί μας. Εκείνη την εποχή δεν ξέραμε ότι μια φορά υπάρχουμε, ότι δεν υπάρχει τρόπος να υπάρξουμε δεύτερη και σίγουρα, ποτέ ξανά. Οι αρχαίοι το έλυσαν, εμείς ακόμα παιδευόμαστε. Για μένα αυτό που με βαραίνει ως κρίμα και το κουβαλάω ως φορτίο έκτοτε, είναι η άτυπη συνομολόγηση που κάναμε. Όλοι μας, σε βάρος της Σωτηρίας. Εσύ Φρειδερίκη είχες την ιδέα και μείς, δεν διαφωνήσαμε. Τότε… το θεωρήσαμε παιχνίδι. Ανακούφιση, γιατρειά στον πόνο ή κάτι ανάλογο. Στην πορεία έγινε εμμονή και φαντασίωση στη Σωτηρία, μια σχιζοφρενική κατάσταση που την αναπαρήγαγε, την αύξανε και εν τέλει, ζούσε μαζί της. Για εμάς, τους υπολοίπους, δεν ξέρω τι ήταν. Εγώ πάντως, βυθιζόμουν όλο και περισσότερο στις ενοχές, στις ευθύνες και στα ερωτηματικά.

Γιατί δεν της το έλεγα; Γιατί συμφώνησα; Γιατί δεν αντέδρασα; Πολλά γιατί, που δεν έβρισκαν επαρκείς και λυτρωτικές απαντήσεις. Καθημερινά γιατί, χωρίς ούτε ένα, έστω παροδικό, διότι. Κάθε φορά, ανέβαλα την πρόθεσή μου να δώσω μια λύση για μια επόμενη φορά. Αλλά όπως είχε πει και ο Επίκουρος, η ζωή πάει χαμένη με τις αναβολές και ο καθένας πεθαίνει απασχολημένος. Και εγώ δεν θέλω να φτάσω εκεί. Ε, λοιπόν, τέρμα τα ψέματα και οι φανταστικές ιστορίες. Δεν υπάρχει Ξενοφώντας, ούτε Παύλος και Ευγενούλα. Εκείνος πέθανε, πριν πολλά χρόνια. Εκείνα δεν υπήρξαν ποτέ. Ο Ξενοφώντας έκλεψε την ζωή σου Σωτηρία και την παρέδωσε στο παράλογο. Και εσύ ακολούθησες. Εμείς σε ωθήσαμε να πας εκεί. Η Φρειδερίκη έπαιζε με τον αγαπημένο σου και μετά… Μετά σε είδε σαν ένα νέο, ευχάριστο παιχνίδι. Διασκέδαζε με τις φαντασιώσεις σου. Συνέχισε την ζωή της, αντικαθιστώντας τον με τον Όμηρο. Κι έτσι πορευτήκαμε… όλοι μας. Ο καθένας με τους δικούς του φόβους και συ, να προσπαθείς να εκλογικεύεις το μέγιστο όλων μας. Ποιά όμως μπορούσε να ’ταν η ζωή σου; Αναρωτήθηκες ποτέ; Δεν το ’κανες γιατί όλα θα γκρεμιζόταν γύρω σου. Σαν χάρτινος πύργος. Παίζαμε με την άμμο και φτιάχναμε ιστορίες, όπως όταν μάς πήγαιναν διακοπές οι γονείς μας… στην Περαία και στο Μπαξέ. Δυστυχώς όμως αυτά που κάναμε ήταν αληθινά, ενώ εμείς τα βάφαμε με ψεύτικα χρώματα. Πιστεύαμε ότι έτσι θα ξορκίσουμε τον φόβο. Αχρεία, Φρειδερίκη…»
 

«Δεν σου το επιτρέπω! Να ανακαλέσεις! Εγώ…»
 

«Τι εσύ, Φρειδερίκη; Αληθεύουν όλα αυτά, που λέει ο Πέρης;»
 

«Σταμάτα και εσύ, Όμηρε. Δεν ξέρεις. Δεν στο επιτρέπω!»
 

«Ε, αμάν πια! Μου πρόσφερες μια ζωή μέσα στο άγχος και στην αβεβαιότητα. Να προσπαθώ να σου φανώ αντάξιος! Να με αποδεχτείς…»
 

«Μη μιλάτε! Όλοι σας.» Η Σωτηρία σαν από λήθαργο ξυπνάει και σηκώνει το χέρι της ψηλά. Έντρομοι την κοιτάζουν. «Πολλά άκουσα και περισσότερα κατάλαβα. Άργησα στην πορεία μου. Η ζωή μου έμεινε πίσω. Η μέρα έφυγε και με το σούρουπο διαπίστωσα ότι είχα χάσει το δρόμο.»
 
«Τον έχασες Σωτηρία, όχι όμως για πάντα. Αυτή τη νύχτα βρίσκεις τα χαμένα σου βήματα. Εγώ είμαι εδώ, για να σε πάρω από το χέρι και σε οδηγήσω στη λύτρωση. Καλή μου, σε λίγο όλα θα ’ναι παρελθόν…» Ο Πέρης δεν πρόλαβε να κλείσει την πρόταση και ένας δυνατός και μακρόσυρτος κρότος τούς έκανε να σκύψουν για να προφυλάξουν τα σώματά τους. Ο κεραυνός έπεσε κοντά και το ηλεκτρικό ρεύμα κόπηκε. Το απόλυτο σκοτάδι και η νεκρική σιωπή.

Στο επόμενο, τελευταίο επεισόδιο, η λύση και η λύτρωση. 

Εικονογράφηση: Αγγελική Μάρκοβιτς-Μοναστηρίδου 

Διαβάστε στα προηγούμενα: