Το ζήτημα της φοροδιαφυγής και η προβληματική της ειδικά αναφορικά με τα αρνητικά αποτελέσματα στην οικονομία, την επιχειρηματικότητα, τον ανταγωνισμό και τα δημόσια έσοδα είναι θέματα που έχουν διεξοδικά αναλυθεί και επισημανθεί, εδώ και πολλά χρόνια. Παράλληλα, διάφορα μέτρα και πολιτικές έχουν εκπονηθεί, άλλοτε με κάποια επιτυχία και αρκετές φορές χωρίς να φέρνουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Αυτά είναι δύο: η μη μείωση του φαινομένου και η αύξηση των δημοσίων εσόδων.

Ads

Στα θέματα που έχουν τεθεί για συζήτηση είναι η διάκριση μεταξύ φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, είναι τα ηθικά θέματα που εγείρονται από την αύξησή της και τον ρόλο των «παικτών», είναι η σχέση φοροδιαφυγής και διαφθοράς, αλλά και η σχέση της με άλλες μορφές απάτης και οικονομικού εγκλήματος (βλ. φοροδιαφυγή και απάτη επιδομάτων, Φοροδιαφυγή και απάτες ΦΠΑ, Η μικρή φοροδιαφυγή, αθροιστικά είναι μεγάλη, Επισφάλεια και φοροδιαφυγή).

Η φοροδιαφυγή είναι πληγή στην οικονομία, απόλυτα γνωστή και αντιλαμβανόμενη από όλους τους εμπλεκόμενους «παίκτες». Αυτοί είναι: οι επιχειρηματίες και οι επιτηδευματίες, οι φορολογικοί σύμβουλοι και οι φοροτεχνικοί, οι φορολογικοί ελεγκτές και οι πολιτικοί. Οι πάντες έχουν επαρκή πληροφόρηση και γνώση για το τι προκαλεί τη φοροδιαφυγή, ποιες είναι οι αρνητικές συνέπειές της, πως μπορεί να αντιμετωπισθεί και τι πραγματικά απαιτείται ώστε να υπάρχουν αξιόλογα αποτελέσματα από αυτή την προσπάθεια.

Γιατί όμως ενώ όλοι συμφωνούν ότι η φοροδιαφυγή είναι κάτι κακό και ανήθικο, οι περισσότεροι δυσκολεύονται να την εντάξουν στα εγκλήματα και στην ποινική παραβατικότητα; Για παράδειγμα, στην πλειονότητά τους οι φορολογούμενοι θεωρούν ότι η φοροδιαφυγή είναι μία από τις αρκετά σημαντικές μορφές αδικημάτων του λεγόμενου «λευκού κολάρου», χωρίς όμως να την κατατάσσουν στη σοβαρή εγκληματικότητα, πολύ δε περισσότερο να έχουν αμφιβολίες εάν εγείρονται ζητήματα ηθικής σε εκείνους που εμπλέκονται σε υποθέσεις φοροδιαφυγής. Η διάκριση ηθικής ή ανήθικης φοροδιαφυγής εμφανίζεται ως αρκετά προβληματική και ερμηνεύεται κατά περίπτωση. Η κλοπή των φόρων δεν νοείται ως κατ’ ανάγκη κάτι κακό, εφόσον αυτή η πράξη έχει ουσιώδη λόγο να γίνεται και να εκλογικεύεται.

Ads

Επιπλέον, η αύξηση του λεγόμενου φορολογικού χάσματος, δηλαδή, εκείνου του ποσού που προσδοκά το κράτος να εισπράξει από τους φόρους και του ποσού που εν τέλει εισπράττει, εξηγείται ως το αποτέλεσμα μιας φοροδιαφυγής που δεν μπορούμε ούτε να ελέγξουμε, ούτε και να μειώσουμε. Με άλλα λόγια, η φοροδιαφυγή γίνεται συστατικό στοιχείο του οικονομικού συστήματος, που ενώ γνωρίζουμε ότι κάνει κακό σε αυτό, εμείς αδυνατούμε να τιθασεύσουμε το «τέρας», απλά και μόνο γιατί αυτό είναι μέρος της λειτουργίας ενός ευρύτερου μηχανισμού. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η φοροδιαφυγή γίνεται στοιχείο μιας κανονικότητας, που η αντιμετώπισή της εμφανίζει πολλές και σύνθετες δυσκολίες.

Οι παράγοντες που επηρεάζουν τη φοροδιαφυγή μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες: στους ενδογενείς και στους εξωγενείς. Οι εξωγενείς παράγοντες είναι η ανεπάρκεια και η αυθαιρεσία των ελεγκτικών και κατασταλτικών μηχανισμών, οι ασάφειες και τα «ανοικτά παράθυρα» της φορολογικής και ποινικής νομοθεσίας, καθώς και η ύπαρξη πολλών μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν μικρό μερίδιο στην αγορά και αντιμετωπίζουν δυσκολίες ρευστότητας και βιωσιμότητας. Από την άλλη πλευρά, οι ενδογενείς παράγοντες έχουν να κάνουν με το άτομο που διαπράττει φοροδιαφυγή και είναι, η ανάγκη για περισσότερα χρήματα, η γνώση που έχει το άτομο για να παραβαίνει το νόμο και η εκλογίκευση ή η ορθολογική εξήγηση της πράξης αυτής καθεαυτής.

Η εκλογίκευση είναι ένας πολύ καθοριστικός ενδογενής παράγοντας, καθώς ο φορολογούμενος πείθει τον εαυτό του ότι δεν κάνει κάτι κακό και δεν πρέπει να έχει τύψεις και ενοχές για την απόφασή του να φοροδιαφεύγει. Παραδείγματα εκλογίκευσης ή ορθολογικής εξήγησης της πράξης είναι η απόρριψη του τραύματος (η φοροδιαφυγή δεν «πληγώνει» κανέναν), η απόρριψη του θύματος (η φοροδιαφυγή δεν έχει ανθρώπινα θύματα), η καταδίκη των επικριτών (είναι σωστό να μην πληρώνονται οι φόροι, από τη στιγμή που υπάρχει αδικία στο φορολογικό σύστημα – οι πολλοί πληρώνουν και οι λίγοι γλυτώνουν), η άποψη ότι είναι κάτι που το κάνουν όλοι (αφού όλοι κλέβουν το κράτος, τότε εγώ γιατί να έχω συνειδησιακό πρόβλημα;) η άποψη ότι έχω το δικαίωμα (έχω το δικαίωμα να μειώσω από μόνος μου τους φόρους που θα πληρώσω, αφού είναι ήδη πολλά αυτά που πληρώνονται).

Ενώ οι εξωγενείς παράγοντες μπορούν να ελέγχονται είτε με την αυστηροποίηση της νομοθεσίας, είτε με την εντατικοποίηση των ελέγχων, οι ενδογενείς παράγοντες εμφανίζουν σημαντική δυσκολία στη δυνατότητα παρέμβασης από το κράτος και τους μηχανισμούς του. Αυτό που μπορεί να γίνει, είναι να αναπτυχθούν μέσω της εκπαίδευσης οι μηχανισμοί εκείνοι που οδηγούν στην αυτορρύθμιση των φορολογουμένων, ενεργοποιώντας τους σχετικούς εσωτερικούς μηχανισμούς που έχουν οι άνθρωποι μέσω των οποίων αντιλαμβάνονται την ηθική υποχρέωση τήρησης των νόμων και μέσω αυτής, της αντίστασής τους στην κλοπή και της αντίληψης που πρέπει να έχουν ότι η φοροδιαφυγή είναι μια μορφή οικονομικής εγκληματικότητας που δεν μπορεί να είναι ηθικά και κοινωνικά αποδεκτή. Η εκλογίκευση της φοροδιαφυγής είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για να οδηγούνται σε αποτυχία οι προσπάθειες αντιμετώπισής της, οπότε η παρέμβαση σε αυτό το επίπεδο από το κράτος είναι καθοριστική.