Η φοροδιαφυγή είναι μια τεράστια πληγή στην οικονομία, η οποία λειτουργεί ως τροχοπέδη στην ανάπτυξη και τον ανταγωνισμό. Είναι προφανές ότι η φοροδιαφυγή δεν προσφέρει θετικό πρόσημο σε μία οικονομία, καθώς η έκτασή της έχει αντίστροφη σχέση με τους δείκτες υγείας και βιωσιμότητάς της, και θετική σχέση με τους δείκτες διαφθοράς και ανάπτυξης της παραοικονομίας. Στη χώρα μας η έκτασή της είναι μεγάλη και υπολογίζεται ότι κυμαίνεται μεταξύ 11 και 16 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το ύψος της είναι πρόδηλο της σημαντικότητας του προβλήματος, όπως και η διακύμανσή του, της δυσκολίας – όσο το δυνατόν – της ακριβούς μέτρησής του.

Ads

Από την άλλη πλευρά, πρόσφατα γίναμε κοινωνοί ενός άλλου οικονομικού προβλήματος. Αυτού που έχει να κάνει με τις απάτες στον ΦΠΑ και σε άμεση σχέση με αυτές, το χάσμα ΦΠΑ που διαπιστώνεται στα δημόσια έσοδα. Αυτό δεν είναι τίποτα άλλο παρά η διαφορά από τα αναμενόμενα έσοδα ΦΠΑ σε μία οικονομία και τα εισπραχθέντα ποσά ΦΠΑ σε αυτήν. Στη χώρα μας, το έλλειμα ΦΠΑ είναι της τάξης των 7,34 δισεκατομμυρίων ευρώ, που ουσιαστικά είναι ένα ποσό το οποίο συμβάλλει καθοριστικά στην επιδείνωση του προβλήματος της φοροδιαφυγής.

Ποιες όμως είναι οι μορφές που μπορεί να λάβουν οι απάτες ΦΠΑ και έχουν άμεση σχέση με την φοροδιαφυγή; Είναι η μη καταγραφή ή η σκοπίμως ελλιπής δήλωση των πωλήσεων μιας επιχείρησης. Αυτή μπορεί να γίνει με τον κλασικό τρόπο της μη έκδοσης αποδείξεων ή τιμολογίων πώλησης, οπότε το αποτέλεσμα είναι η μη καταβολή του ΦΠΑ που έχει εισπραχθεί από τον τελικό πελάτη και ταυτόχρονα η μη καταγραφή και κατά συνέπεια, η μη δήλωση των εσόδων από την πώληση.

Μπορεί επίσης να γίνει με την παρέμβαση στους φορολογικούς μηχανισμούς, συνήθως εκ των υστέρων, δηλαδή, μετά την πώληση, είτε εξαφανίζοντας τα σχετικά φορολογικά στοιχεία πώλησης, είτε παραποιώντας αυτά με το να μειώνεται η αξία τους ή ο συντελεστής ΦΠΑ, στον οποίον κανονικά υπάγονται. Σε αυτή την περίπτωση, ο πελάτης έχει πληρώσει το πλήρες αντίτιμο της συναλλαγής και δεν συμμετέχει στη δόλια συμπεριφορά της επιχείρησης που λαμβάνει χώρα εκ των υστέρων και εν αγνοία του.

Ads

Μία άλλη περίπτωση είναι η σκόπιμη ανειλικρινής δήλωση ΦΠΑ από την επιχείρηση, ευελπιστώντας ότι θα αποφύγει τον φορολογικό έλεγχο, ειδικά όταν η πράξη αυτή δεν έχει σοβαρές συνέπειες για τον παρανομούντα επιχειρηματία. Για παράδειγμα, η ανυπαρξία ουσιαστικών ποινικών και διοικητικών (χρηματικών) κυρώσεων, όπως συμβαίνει στη χώρα μας, λειτουργεί ως κίνητρο για υποβολή ανειλικρινούς ή ανακριβούς δήλωσης, πολύ δε περισσότερο, που η μη καταβολή του οφειλόμενου ΦΠΑ (ο οποίος παρεμπιπτόντως έχει εισπραχθεί από τον πελάτη της επιχείρησης) δεν επιφέρει σοβαρά πρόστιμα και κυρώσεις.

Στις παραπάνω περιπτώσεις, πρέπει να συνυπολογισθούν οι ψευδείς δηλώσεις ΦΠΑ, στις οποίες καταχωρούνται εικονικές και ανύπαρκτες συναλλαγές, δαπάνες που δεν εκπίπτουν ή έχουν διαφορετικό (συνήθως μειωμένο) συντελεστή ΦΠΑ, αλλά και οι κλασικές μέθοδοι απάτης ΦΠΑ μέσω κυκλικών συναλλαγών μεταξύ επιχειρήσεων που βρίσκονται σε διαφορετικές χώρες της ΕΕ (η λεγόμενη απάτη «Καρουσέλ»), καθώς και επιχειρήσεων που βρίσκονται σε Τρίτες Χώρες και έχουμε εξαγωγή προϊόντων σε αυτές.

Η επικέντρωση των ελεγκτικών αρχών, τόσο της ΕΕ, όσο και των κρατών-μελών, στην αντιμετώπιση του προβλήματος και στην εύρεση τρόπων που θα μειώνουν την έκταση της απάτης ΦΠΑ, όπως και των μεθόδων που εφευρίσκονται, δείχνει ότι, μπορεί ο δρόμος και έχει πολλά εμπόδια και δυσκολίες, έχει όμως την αποφασιστικότητα για την καταπολέμηση του φαινομένου. Η φοροδιαφυγή έχει πολλά πλοκάμια και εμφανίζεται με διαφορετικά «προσωπεία», ενώ κάποιες φορές «ρίχνει τα δίκτυά» της σε άλλες μορφές οικονομικής παραβατικότητας (π.χ., λαθρεμπόριο, διαφθορά, σωματεμπορία, κ.λπ.), δείχνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο, πόσο αλληλένδετες είναι μεταξύ τους οι διάφορες κατηγορίες του οικονομικού εγκλήματος.