Στο βιβλίο του «Ο χειραφετημένος θεατής» (εκδ. Εκκρεμές), ο Γάλλος φιλόσοφος Ζακ Ρανσιέρ θέτει, μεταξύ άλλων, το εξής ερώτημα: πόσο ηθικό είναι οι οπτικές τέχνες όπως ο κινηματογράφος να προβάλλουν ανυπόφορες εικόνες; Μέχρι ποιό σημείο η προβολή μιας ανυπόφορης εικόνας είναι ανεκτή;

Ads

Το ερώτημα αυτό, αν το επεξεργαστούμε στο επίπεδο των αφηρημένων ιδεών, ίσως δεν μας προσφέρει τίποτα πέρα από μία ακόμα ενατένιση πτυχών της αισθητικής φιλοσοφίας. Αν όμως το φαινομενικά αυτό υψιπετές ερώτημα το προσεγγίσουμε στα πλαίσια της «permacrisis», της μόνιμης και παρατεταμένης κρίσης που κατατρύχει τον σύγχρονο κόσμο, μιας κρίσης που ανά πάσα στιγμή μας τροφοδοτεί με εικόνες ανείπωτης φρίκης, τότε το ερώτημα και η απάντηση σε αυτό αποκτούν κρίσιμα χαρακτηριστικά για την ίδια μας τη ζωή, την υγεία και την ευημερία μας.

Στην ταινία Animal, η Σοφία Εξάρχου επιμένει να μας κολλάει στο πρόσωπο – σαν τις τούρτες που ανάβουν οι ανιματέρ για χάρη των τουριστών – μία από τις πιο αποτρόπαιες πλευρές της σύγχρονης οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδα. Ο μαζικός all inclusive τουρισμός παρουσιάζεται στα χειρότερά του – στην συνθήκη δηλαδή που είναι ο κανόνας – σαν πεδίο ευδοκίμησης του σύγχρονου σκλαβοπάζαρου των εποχιακών μισθωτών σαιζόν.

Η ταινία καταδεικνύει ξεκάθαρα το ότι αυτές οι μορφές απασχόλησης συνορεύουν αν δεν τέμνουν τα όρια του εργασιακού trafficking. Το trafficking βασίζεται στην θυματοποίηση, στην εσωτερίκευση δηλαδή από την πλευρά του εκμεταλλευόμενου της ψυχολογίας του θύματος. Αυτή η εσωτερίκευση είναι που κυρίως κρατά το θύμα, το εκμεταλλευόμενο υποκείμενο δέσμιο.

Ads

Το ξενοδοχείο, το club και όποια άλλη καλοκαιρινή μορφή παίρνει το σπίτι του θύτη, του εκμεταλλευτή, του δουλέμπορου, γίνεται το μοναδικό εναπομείναν σπίτι του θύματος που βιώνει μια ανεστραμμένη, διαταραγμένη αίσθηση ασφάλειας. «Σπιτάκι, φαγάκι, λεφτάκια» εξηγεί η Κάλλια, η παλιότερη από τους ανιματέρ σε μια νεοφερμένη από την Πολωνία. Η ζωή σε υποκοριστικό, η διαβίωση ως κανόνας, ο χώρος εργασίας ως στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Αλλά αυτή τη φορά, δεν βλέπουμε Πακιστανούς να στοιβάζονται από επιτήδειους και δουλεμπόρους δέκα-δέκα σε γκαρσονιέρες στα στενά γύρω από την Ομόνοια αλλά Έλληνες και Ευρωπαίους να ζουν σαν οικόσιτα ζώα σε μαντριά χωρίς πόρτες. Δεν παρακολουθούμε θύματα σεξουαλικού trafficking να εξαναγκάζονται σε ικανοποίηση άρρωστων ορέξεων αγνώστων αλλά ελεύθερες γυναίκες που χορεύοντας προσφέρουν εθελούσια τα σώματά τους στους ξαναμμένους πελάτες ενός ξενοδοχείου.

Η Εξάρχου και η τρομακτική της ομάδα παρουσιάζουν την πορνογραφία μιας χώρας όπου οι ιθαγενείς δεν είναι απλώς γκαρσόνια – αυτό θα ήταν ένα πιο υγιές σενάριο που ωστόσο η πραγματικότητα το έχει ξεπεράσει – αλλά εκπορνευμένα, ακραία θυματοποιημένα μισθωτά υποκείμενα, junkies της κοινωνίας χαμηλών προσδοκιών που απλώς διατηρούν το δικαίωμα ψήφου.

Το πιο ανυπόφορο απ’ όλα είναι το πώς οι παλιότεροι εγκλωβίζουν νεότερους σε αυτόν τον κύκλο του ζόφου, τον κύκλο της επαναθυματοποίησης. Ο κύκλος αυτός φτάνει στο απόγειό του με την κόρη ενός από τους ανιματέρ η οποία επίσης επιστρατεύεται ως performer σε κάποια από τα σκετς που προσφέρονται στα τουριστικά πρόβατα. Το κοριτσάκι αυτό μαθαίνει από την ηλικία του δημοτικού ποιά είναι η μοίρα του – στην καλύτερη των περιπτώσεων – στην Ελλάδα των Τεμπών, των funds, του Άδωνι και του Κασσελάκη.

Οι ανυπόφορες εικόνες της Εξάρχου, η αυτοκαταστροφή των εργαζομένων μέσα από το αλκοόλ, τις αλληλοταπεινώσεις, τις ψυχαναγκαστικές σεξουαλικές συμπεριφορές, συνθέτουν μια ανυπόφορη εικόνα του νεοφέουδου της μητσοτακικής Ελλάδας.

Για πόσο ακόμα μπορεί ή πρέπει ο σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος να προβάλλει την ανυπόφορη φρίκη; Πόσο ηθικό είναι ο θεατής που πανταχόθεν βάλλεται με την ανυπόφορη φρίκη, να πρέπει και πάλι να πληρώσει εισιτήριο για να συναντήσει ακόμα μία πτυχή της;

Ο Ζακ Ρανσιέρ ξαναπαίρνει λόγο: «για να εξασφαλίσει η εικόνα το πολιτικό της αποτέλεσμα, ο θεατής πρέπει να […] νιώθει ήδη ένοχος γιατί κάθεται εκεί και δεν κάνει τίποτε, γιατί βλέπει τις εικόνες αυτές του πόνου και του θανάτου αντί να αγωνίζεται ενάντια στις δυνάμεις που είναι υπεύθυνες γι’ αυτές».

Είμαστε ένοχοι. Κι όσο αυτή η ενοχή δεν εκρήγνυται, μόνο ανυπόφορες εικόνες μάς αξίζουν.