Η φοροδιαφυγή και η απάτη επιδομάτων είναι δύο σύνηθες και ιδιαίτερα προβληματικές μορφές οικονομικών εγκλημάτων, που έχουν ως οικονομικό θύμα το κράτος και την κοινωνία. Και οι δύο μορφές έχουν δόλο και πρόθεση στις ενέργειές τους, με τη διαφορά ότι η πρώτη, η φοροδιαφυγή, δεν δίνει χρήματα στο κράτος που του τα οφείλει, ενώ η απάτη επιδομάτων, κλέβει χρήματα από το κράτος που τα καταχρώνται άτομα τα οποία δεν τα δικαιούνται. Το αποτέλεσμα και των δύο παραπάνω ενεργειών είναι το ίδιο: στέρηση οικονομικών πόρων από το κράτος για την παροχή και διανομή κοινωνικών υπηρεσιών.

Ads

Γενικά, η στάση των πολιτών απέναντι στην φοροδιαφυγή είναι επιεικέστερη και ανεκτικότερη σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη μορφή οικονομικού εγκλήματος. Αυτή η στάση ξεκινάει από τη χαλαρή απαξίωση της πράξης της φοροδιαφυγής και φθάνει ως την εκλογίκευση και δικαιολόγηση της φοροδιαφυγής ως ενίσχυση της αγοράς και της κατανάλωσης. Η ανοχή του κοινωνικού συνόλου στο οικονομικό έγκλημα της φοροδιαφυγής είναι μεγαλύτερη σε σχέση με όλα τα άλλα εγκλήματα που έχουν οικονομικό κίνητρο ή αποτέλεσμα. Αναφορικά με τη διάκριση ως προς τη στάση των πολιτών μεταξύ φοροδιαφυγής και απάτης επιδομάτων, δύο είναι οι κυρίαρχες απόψεις που την ερμηνεύουν.

Η πρώτη υποστηρίζει ότι εκείνοι που εμπλέκονται στην απάτη επιδομάτων είναι εσκεμμένα άεργοι χωρίς ηθικές αναστολές, με αποτέλεσμα να έχουν ως αυτοσκοπό την κλοπή του κράτους και όλων εκείνων που πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους προς αυτό. Από την άλλη πλευρά, όσοι φοροδιαφεύγουν φορούν το φωτοστέφανο του θύματος από τις φορομπηχτικές πολιτικές του κράτους, οπότε η πράξη τους δικαιολογείται ως η άμυνά τους στην υπερφορολόγηση και στην ανορθολογική κοινωνική πολιτική των κυβερνήσεων. Αυτός ο αστικός μύθος, πολύ βολικός για να ρίξει στην πυρά τον απατεώνα των κοινωνικών επιδομάτων και να αποενοχοποιήσει τον συνειδητοποιημένο φοροφυγά, αποδημείται καθώς τα στοιχεία από την ανεπτυγμένη Δύση δείχνουν ότι η αποδεικνυόμενη φορολογική απάτη είναι τουλάχιστον 30 φορές υψηλότερη από την αποδεικνυόμενη απάτη επιδομάτων. Η δε αυτή διαφορά, εκτινάσσεται έως και 200 φορές εάν συνυπολογισθεί η μη καταγεγραμμένη φοροδιαφυγή και η μη καταγεγραμμένη απάτη επιδομάτων. Αυτές οι αντιλήψεις είναι πολύ βολικές καθώς αναπτύσσονται από εκείνους που εργάζονται και συνεισφέρουν στον κοινωνικό πλούτο και θεωρούν ότι παρόλο που μπορεί να έχουν κι αυτοί μια παραβατική συμπεριφορά (την φοροδιαφυγή), η δική τους παραβατικότητα είναι ελάσσονος σημασίας σε σχέση με την απάτη επιδομάτων που γίνεται από άτομα που δεν εργάζονται και έχουν παρασιτική συμπεριφορά. Κατ’ αυτό τον τρόπο, καταφέρνουν και απαλύνουν στην αντίληψη του κοινωνικού συνόλου την δική τους παραβατικότητα, μεγεθύνοντας και δαιμονολογώντας όλους εκείνους που αντιμετωπίζονται ως παρίες του συστήματος. Χωρίς να υπάρχει διάθεση «στήριξης» της μιας μορφής παραβατικότητας έναντι της άλλης, η προσπάθεια που γίνεται για «ζύγιση» αυτών είναι ένας έμμεσος τρόπος αποενοχοποίησης της φοροδιαφυγής και καταδίκης της απάτης επιδομάτων.

Η δεύτερη άποψη σχετικά με τη στάση ως προς την φοροδιαφυγή και την απάτη επιδομάτων υποστηρίζει ότι οι αυστηρότερες ποινές από τις φορολογικές και τις δικαστικές αρχές για την απάτη επιδομάτων σε σχέση με την φορολογική απάτη, απεικονίζει την κοινωνική απαξίωση της πρώτης σε σχέση με την δεύτερη. Με άλλα λόγια, οι αποφάσεις και επιλογές της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας έναντι αυτών των μορφών παραβατικότητας είναι η ένδειξη για την κοινωνική στάση. Οι εξουσίες αποφασίζουν με τέτοιον τρόπο που αντικατοπτρίζουν τη βούληση του κοινωνικού συνόλου. Ο βαθμός επιείκειας ή αυστηρότητας νοούνται ως το αποτέλεσμα της θέσης που έχει ο λαός για την οικονομική παραβατικότητα, μεταβιβάζοντας το πρόβλημα σε μια ουδέτερη και άνευρη συλλογικότητα. Αυτοί που νομοθετούν και εκείνοι που δικάζουν δεν έχουν καμία ευθύνη ή επίδραση στην στάση που κρατούν οι πολίτες για την φοροδιαφυγή και την απάτη επιδομάτων. Είναι απλά οι φορείς της θέσης των πολιτών και όχι οι διαμορφωτές της. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η απάτη επιδομάτων αναδεικνύεται ως μια αποτρόπαια πράξη, απόλυτα καταδικαστέα (τόσο στην αντίληψη των πολιτών, όσο και στην απόφαση των δικαστών), ενώ η φοροδιαφυγή τιμωρείται με τη μέγιστη δυνατή επιείκεια, καθώς γι’ αυτήν δεν έχουν προβλεφθεί αυστηρές ποινές. Και καθώς μεγάλες ποινές δεν υφίστανται, τότε ο νομοθέτης ξέρει πολύ καλά τον λόγο για να μην υπάρχουν αυτές, αφού για να αποφασίζει λαμβάνει υπόψη την στάση του κοινωνικού συνόλου. Από την άλλη πλευρά, ο πολίτης βλέποντας τις επιλογές της νομοθετικής εξουσίας και τις αποφάσεις της δικαστικής, αισθάνεται ασφαλής για την στάση που κρατάει: αυστηρότητα για την απάτη επιδομάτων και επιείκεια για την φοροδιαφυγή.

Ads

Συνοψίζοντας, η υιοθέτηση των παραπάνω κυρίαρχων θέσεων είναι προβληματική καθώς δίνουν «συγχωροχάρτι» στην φοροδιαφυγή και πετούν στον Καιάδα την απάτη επιδομάτων. Δύο απόψεις που έχουν τον αυτό κοινό παρονομαστή, δηλαδή, την «ελάφρυνση» του αδικήματος της φοροδιαφυγής όχι μόνο στην αντιμετώπισή του ως προς τις διοικητικές κυρώσεις και τις ποινικές ευθύνες, αλλά πρώτιστα ως προς την στάση των πολιτών. Η ανοχή των πολιτών στην φοροδιαφυγή ισοδυναμεί με συνέργεια στην απάτη έναντι του κράτους και του κοινωνικού συνόλου. Η ανοχή είναι ένας τρόπος για να «μεταβιβάζεται» το πρόβλημα της οικονομικής παραβατικότητας σε άλλες μορφές, όπως είναι η απάτη επιδομάτων και να μένει στο απυρόβλητο η φορολογική παραβατικότητα.