Ποιοι είναι αυτοί που έχουν μεγαλύτερη έφεση στην φοροδιαφυγή; Ποιοι είναι επίσης εκείνοι που έχουν τις καλύτερες επιδόσεις; Δύο ερωτήματα που οι απαντήσεις τους οδηγούν σε διαφορετικά συμπεράσματα και συνεπακόλουθα σε διαφορετική αντιμετώπιση του οικονομικού και κοινωνικού που προβλήματος που ονομάζεται φοροδιαφυγή.

Ads

Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι ότι αυτοί που έχουν μεγαλύτερη έφεση είναι τα μεσαία και μικρομεσαία εισοδήματα. Με άλλα λόγια, οι επαγγελματικές κατηγορίες που οριοθετούνται ως αυτοαπασχολούμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, μικροεπαγγελματίες και οι έχοντες ατομικές, οικογενειακές ή μικρές συντεχνιακές επιχειρήσεις. Η εξήγηση για την παραπάνω απάντηση είναι διότι αυτές οι κατηγορίες είναι πληθυσμιακά μεγάλες, έχουν ευρεία διασπορά και αντιμετωπίζουν κοινά προβλήματα: σημαντική άμεση και έμμεση φορολόγηση, υψηλή ασφαλιστική επιβάρυνση, εξάρτηση από τρίτους και προμηθευτές, μεγάλο επιχειρηματικό ανταγωνισμό, υψηλή συσσώρευση ομοειδών επαγγελματιών και επιχειρήσεων με αποτέλεσμα να δημιουργούνται συνθήκες κορεσμού στην αγορά, μικρή κερδοφορία, περιορισμένοι οικονομικοί πόροι για επενδύσεις και επεκτάσεις, κ.λπ. Άρα φοροδιαφύγουν για να επιβιώνουν ή για να μπορούν να παραμένουν στην αγορά.

Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι διαφορετική από αυτή για το πρώτο. Καλύτερες επιδόσεις έχουν εκείνοι με πλούτο στα χέρια τους, πολλά χρήματα και δυνατότητες για να τα κρύβουν. Μια γρήγορη ματιά στα εμπλεκόμενα ονόματα στις λίστες των τελευταίων χρόνων (Λαγκάρντ, Παναμά, εξωχώριες εταιρείες, κ.λπ.) αρκεί για να μας διαφωτίσει και να επιβεβαιώσει την απάντησή μας στο δεύτερο ερώτημα. Καλύτερες επιδόσεις έχουν οι λίγοι και οι έχοντες τα προσόντα. Φοροδιαφεύγουν για να μην πληρώνουν.

Η πιθανότητα αποτελεσματικής απόκρυψης εισοδημάτων αυξάνεται ραγδαία με την αύξηση του πλούτου. Το ανώτερο 0,01% των πλουσίων, ελέγχει το 50% του παγκόσμιου πλούτου. Ανάγοντας αυτό το ελάχιστο ποσοστό πλουσίων στη συμμετοχή τους στην φοροδιαφυγή, διαπιστώνεται ότι έχουν μερίδιο στο 25% της φοροδιαφυγής μέσω της απόκρυψης εισοδημάτων και κεφαλαίων και των εξωχώριων επενδύσεων. Το συγκεκριμένο ποσοστό αφορά στην φοροδιαφυγή και όχι στη νόμιμη επένδυση κεφαλαίων και στη μεταφορά χρημάτων σε εξωχώριες εταιρείες και φορολογικούς παράδεισους. Με άλλα λόγια, πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ της φοροαποφυγής και της φοροδιαφυγής.

Ads

Οι φορολογικοί έλεγχοι από τις ελεγκτικές αρχές δεν έχουν τη δυνατότητα να «πιάνουν» όλες τις μορφές φοροδιαφυγής, είτε αυτές έρχονται από τα ανώτερα οικονομικά στρώματα, είτε από τα κατώτερα. Οι εγγενείς αδυναμίες συσχέτισης της φοροδιαφυγής με την φορολογική συμμόρφωση, είναι ένα επιπρόσθετο εμπόδιο στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής. Οι πλούσιοι μιας χώρας έχουν μικρότερες πιθανότητες να φοροδιαφύγουν (με τον κλασικό τρόπο) καθώς το εισόδημά τους προέρχεται από μισθούς, μερίσματα, κέρδη από επενδύσεις, ενώ τα εταιρικά τους εισοδήματα αυτόματα καταγράφονται και παρακολουθούνται από τις φορολογικές αρχές. Από την άλλη πλευρά, η απόκρυψη εισοδημάτων είναι ευκολότερα εφικτή από τους πλούσιους, καθώς έχουν τη δυνατότητα να μεταφέρουν τον πλούτο τους στο εξωτερικό, μιας και το εισόδημά τους προκύπτει από τον παγκόσμιο πλούτο τους.

Η φοροδιαφυγή είναι συνηθέστερη στους αυτοαπασχολούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους μικρομεσαίους, λόγω των τυχαίων ελέγχων που γίνονται, της ποσοστιαίας κάλυψης των υποκείμενων σε έλεγχο και της σχετικά μικρής πιθανότητας «σύλληψης» της φοροδιαφυγής που κάνουν. Αν στα παραπάνω, συνυπολογίσουμε τα σχετικά μικρά πρόστιμα ή το εν δυνάμει βραχυπρόθεσμο όφελος από την φοροδιαφυγή που έχουν οι ελεγχόμενοι, τότε η μάχη με την φοροδιαφυγή είναι άνιση και σε ένα βαθμό μικρής αποτελεσματικότητας. Τα κίνητρα φοροδιαφυγής είναι πολλά και τα μέσα αντιμετώπισής της περιορισμένα. Η φοροδιαφυγή των αυτοαπασχολούμενων είναι υψηλή σε χώρες όπου η συμμετοχή τους στο ΑΕΠ είναι σημαντική. Όπου αυτή «κινείται» σε χαμηλά επίπεδα, η φοροδιαφυγή είναι υπαρκτή, αλλά ελεγχόμενη. Για παράδειγμα, στις Σκανδιναβικές χώρες οι αυτοαπασχολούμενοι συνεισφέρουν μεταξύ 6% και 11% στο ΑΕΠ των χωρών τους και η φοροδιαφυγή τους βρίσκεται σε ποσοστά κάτω του 10%, ενώ οι χώρες της Νοτίου Ευρώπης, συνεισφέρουν στο ΑΕΠ σε ποσοστό από 20% έως 25%, έχοντας όμως υψηλή φορολογική παραβατικότητα, η οποία μπορεί και φτάνει σε ποσοστό άνω του 35-40%.

Από την άλλη πλευρά, η φοροδιαφυγή των πλουσίων ενθαρρύνεται, οργανώνεται και υποστηρίζεται από ένα πλήρες σύστημα παρεχόμενων χρηματοοικονομικών και τραπεζικών υπηρεσιών που υπάρχει σε παγκόσμιο επίπεδο και τους βοηθάει να μεταφέρουν και να «κρύπτουν» τον πλούτο τους σε φορολογικούς παραδείσους και εξωχώριες εταιρείες. Οι εταιρείες που παρέχουν τις συγκεκριμένες υπηρεσίες έχουν υψηλά κοστολόγια, τα οποία μόνο οι πλούσιοι μπορούν να πληρώνουν, ενώ εκείνες με τη σειρά τους, τους διασφαλίζουν το καλύτερο και ασφαλέστερο σημείο «τοποθέτησης» και διαφύλαξης του πλούτου τους, μακριά από τα «βλέμματα» των ελεγκτικών μηχανισμών.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, οι ελεγκτικές αρχές έχουν σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Η μεγάλη αύξηση του ύψους των προστίμων, μπορεί να δημιουργεί αντικίνητρο φοροδιαφυγής στα μικρομεσαία εισοδήματα, όμως στα μεγάλα και στους πλούσιους το αποτέλεσμα είναι αρνητικό. Ο λόγος είναι ότι εκείνοι έχουν τη δυνατότητα να προσφεύγουν στη δικαιοσύνη, με πιθανότητα να καταπίπτουν οι φορολογικές παραβάσεις λόγω μη επαρκών στοιχείων και τεκμηρίωσης. Ένας τρόπος για να περιοριστεί η φοροδιαφυγή των πλουσίων ή τουλάχιστον να αποθαρρυνθεί, είναι ο εξονυχιστικός έλεγχος των εταιρειών που παρέχουν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και «βοηθούν» τους πλούσιους να «μεταφέρουν» τα κεφάλαιά τους. Με άλλα λόγια, η επιβολή προστίμων σε αυτούς που παρέχουν τις υπηρεσίες και όχι σε εκείνους που τις λαμβάνουν. Η στόχευση δεν είναι εύκολη, αλλά το μήνυμα που μπορεί να περάσει είναι ότι κανείς δεν είναι εκτός ελέγχου, όσο «αθώα» ή τυπική φαίνεται ότι είναι η δουλειά που κάνει.