Μετά την παρουσίαση της συγκλονιστικής έκθεσης για την κόλαση των ισραηλινών φυλακών από την ισραηλινή οργάνωση B’Tselem, το Tvxs παρουσιάζει κάθε μέρα μία μαρτυρία, από αυτές πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η έκθεση.
Σήμερα η μαρτυρία του Sari Huriyyah (53 ετών), πατέρα τεσσάρων παιδιών και κάτοικο Ισραήλ.
Είμαι παντρεμένος και ζω με τη σύζυγό μου και τα τέσσερα παιδιά μας, τα οποία είναι ηλικίας έξι έως 17 ετών. Εργάζομαι ως δικηγόρος και έχω ιδιωτικό γραφείο στη Χάιφα.
Στις 4 Νοεμβρίου 2023, γύρω στις 11:00 π.μ., ήμουν στο γραφείο μου όταν ο αδελφός μου τηλεφώνησε για να μου πει ότι υπήρχαν πολλοί αστυνομικοί στο σπίτι της οικογένειάς μας στο Σφαράμ, που με έψαχναν.
Τηλεφώνησα στην αστυνομία για να ρωτήσω γιατί με έψαχναν και τι ήθελαν, και μου είπαν ότι με ήθελαν. Ρώτησα αν έπρεπε να έρθω σε αυτούς και μου είπαν όχι.
Μετά από περίπου μισή ώρα, τρία άτομα με πολιτικά ρούχα μπήκαν στο γραφείο μου. Παρουσίασαν ένα ένταλμα σύλληψης. Επειδή είμαι δικηγόρος, χρειαζόταν ειδική άδεια από την Εισαγγελία και τον Δικηγορικό Σύλλογο του Ισραήλ για να με συλλάβουν, την οποία είχαν ήδη λάβει. Μου έδεσαν τα χέρια και με οδήγησαν έξω. Με μετέφεραν στο σπίτι μου στο Shfaram, και εκεί άρχισαν τα δύσκολα.
Με έβαλαν στο σπίτι μου με τα χέρια μου δεμένα. Η γυναίκα μου τους ζήτησε να τα λύσουν για να μη με δουν έτσι τα μικρά μου παιδιά, αλλά αρνήθηκαν. Με ρώτησαν αν είχα μετρητά και τους απάντησα ότι είχα 10.000 σέκελ (~2.700 δολάρια ΗΠΑ). Πήραν έγγραφα και βιβλία από το σπίτι.
Μετά με πήγαν στο αστυνομικό τμήμα του Σφαράμ, όπου μου φόρεσαν μεταλλικές χειροπέδες στα χέρια και τα πόδια. Ήταν δύσκολο να περπατήσω. Με έβαλαν σε ένα δωμάτιο ανάκρισης, όπου διαπίστωσα ότι ο λόγος της σύλληψής μου ήταν μια ανάρτηση στο Facebook. Παραδέχτηκα ότι την ανέβασα.
Ο ανακριτής με ρώτησε για το κινητό μου τηλέφωνο και απάντησα ότι χρειάζονταν άδεια για να το πάρουν, αλλά ότι δεν είχα τίποτα να κρύψω. Του έδωσα το τηλέφωνό μου και τον κωδικό πρόσβασης.
Στη συνέχεια, με πήγαν στη φυλακή Μεγίδου, την οποία από τότε ονομάζω Αμπού Γκράιμπ, λόγω των σοβαρών βασανιστηρίων που υπέστην εκεί.
Με έβριζαν σε όλη τη διαδρομή προς τη φυλακή. Όταν φτάσαμε, ο κόσμος μου γύρισε ανάποδα. Ένιωθα σαν να βρισκόμουν σε μια ζούγκλα. Πρώτα, ο φρουρός απαίτησε να γδυθώ. Το έκανα και έμεινα με το εσώρουχό μου. Με διέταξε να βγάλω και το εσώρουχό μου.
Προσπάθησα να τον πείσω ότι δεν υπήρχε λόγος και είπα ότι ήμουν 53 ετών και Ισραηλινός πολίτης. Σκέφτηκα ότι αυτό θα βοηθούσε, αλλά ο φρουρός απείλησε να με χτυπήσει. Υπέκυψα, νιώθοντας ότι δεν είχα άλλη επιλογή.
Με έβαλαν, εντελώς γυμνό, σε ένα μικρό κελί χωρίς πόρτα, σαν δοκιμαστήριο σε κατάστημα ρούχων. Έφεραν έναν ανιχνευτή μετάλλων χειρός και τον έβαλαν ανάμεσα στα πόδια μου, ισχυριζόμενοι ότι έκρυβα κάτι.
Στο δωμάτιο που βρισκόταν το κελί, έψαξαν πέντε νεαρούς Παλαιστίνιους και οι φρουροί τους χτύπησαν, τους έβρισαν και τους εξευτέλισαν.
Οι φρουροί με αποκάλεσαν γαϊδούρι. Ήξεραν ότι ήμουν δικηγόρος και ήθελαν να με ταπεινώσουν. Αλλά όταν είδα τι έκαναν στα νεαρά παιδιά, είπα μέσα μου πάλι καλά, σε σχέση με αυτούς.
Οι φύλακες μου πήραν τα ρούχα και μου έδωσαν ένα λευκό μπλουζάκι, ένα παντελόνι φυλακής και πλαστικές σαγιονάρες. Μου έκαναν σήμα να περάσω από ένα πέρασμα που έμοιαζε με πέρασμα για βοοειδή, το οποίο οδηγούσε σε ένα δωμάτιο όπου μου έδωσαν κάρτα κρατουμένου.
Στη διαδρομή, τα νεαρά παιδιά ξυλοκοπήθηκαν και εξευτελίστηκαν. Όταν φτάσαμε στο δωμάτιο, ανάγκασαν τα νεαρά παιδιά να φιλήσουν μια ισραηλινή σημαία στον τοίχο. Όποιος αρνιόταν, κακοποιούνταν.
Μια από τις γυναίκες φύλακες έβγαλε μάλιστα φωτογραφία έναν από τους κρατούμενους καθώς φιλούσε τη σημαία. Υπήρχαν συνεχείς ξυλοδαρμοί, βρισιές και εξευτελισμοί. Όταν ήρθε η σειρά μου, ο αξιωματικός είπε στους φρουρούς να με προσπεράσουν. Δεν ξέρω γιατί, ίσως επειδή είμαι δικηγόρος και Ισραηλινός πολίτης.
Αφού με φωτογράφησαν, με πήγαν στο κελί 8 της πτέρυγας 10, της πτέρυγας των κρατουμένων ασφαλείας. Ήταν ένα μικρό κελί που χωρούσε ήδη επτά κρατούμενους, χωρίς σχεδόν τίποτα μέσα. Μόνο σιδερένια κρεβάτια, χωρίς στρώματα, μαξιλάρια ή κουβέρτες.
Υπήρχε μια τουαλέτα με έναν μικρό νεροχύτη, η πόρτα ήταν σπασμένη.
Μετά από μένα, έφεραν άλλους δύο κρατούμενους, οπότε ήμασταν 10 άτομα στο κελί. Όλοι εκτός από εμένα ήταν από τη Δυτική Όχθη: Ναμπλούς, Τουλκάρμ και Τζενίν.
Τις πρώτες τρεις ημέρες ήμουν πολύ απογοητευμένος. Δεν μιλούσα σχεδόν με κανέναν και δεν έτρωγα καθόλου. Το φαγητό ήταν πραγματικά απαίσιο και μας έδιναν ελάχιστες ποσότητες.
Είχαμε ένα πιάτο ρύζι την ημέρα για όλο το κελί. Μόνο ρύζι, λίγο λευκό τυρί, φέτες ψωμιού και αγγούρι. Δεν μας έδιναν μαχαιροπήρουνα, οπότε έπρεπε να τρώμε με τα χέρια μας.
Ένιωθα αηδιασμένος, ανήμπορος, απογοητευμένος και ταπεινωμένος. Δεν καταλάβαινα πώς μου συνέβαινε αυτό στην ηλικία μου και ήταν πολύ δύσκολο να βλέπω την κατάντια των γύρω μου. Δεν μπορούσα να το κατανοήσω. Την πρώτη νύχτα δεν κοιμηθήκαμε καθόλου.
Υπήρχε ένα παράθυρο στο κελί, από το οποίο ακούγαμε κρατούμενους να κλαίνε και να φωνάζουν, ενώ οι φρουροί τους χτυπούσαν. Οι φρουροί τους ζητούσαν να κάνουν τα σκυλιά.
Ακούσαμε μερικούς από τους κρατούμενους να γαβγίζουν, αφού τους χτυπούσαν. Οι φρουροί γελούσαν, φυσικά. Ήταν πραγματικά δύσκολο να ακούσεις και να δεις.
Την τέταρτη ημέρα κράτησης, ένας από τους κρατούμενους μου είπε: «Μην τους αφήσεις να σε νικήσουν, φάε, πρέπει να παραμείνεις δυνατός και να επιβιώσεις». Τα λόγια του μου έδωσαν δύναμη, οπότε άρχισα να τρώω.
Ήμουν πραγματικά συγκλονισμένος από αυτούς τους κρατούμενους, από τη δύναμη και την πίστη τους. Ήταν πολύ ευσυνείδητοι όσον αφορά την προσωπική τους υγιεινή και τη διατήρηση του κελιού καθαρού, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν πραγματικά τα μέσα για να το κάνουν.
Καθαρίζονταν για την προσευχή πέντε φορές την ημέρα και φρόντιζαν να καθαρίζουν τα πάντα παρά την έλλειψη χαρτιού υγείας και σαπουνιού. Σπάνια έδιναν σαπούνι, και τότε μόνο σε μικροσκοπικές ποσότητες, παρόλο που το ζητούσαμε ξανά και ξανά.
Μας απέκοψαν από τον έξω κόσμο. Κατάσχεσαν τα πάντα. Δεν υπήρχε τίποτα, ούτε ραδιόφωνο, ούτε κανένα μέσο επικοινωνίας. Κάθε φορά που έφτανε ένας νέος κρατούμενος, όλοι τον ρωτούσαν τι συμβαίνει έξω.
Υπήρχε μια ειδική μονάδα της οποίας ο ρόλος ήταν να χτυπάει τους κρατούμενους. Οι άνθρωποι που ξυλοκοπούνταν κάθονταν για ώρες μετά, χωρίς να μπορούν να μιλήσουν. Όλα αυτά δημιούργησαν φυσικά και σημαντικό ψυχολογικό στρες. Ακούγαμε συνεχώς φωνές. Τη νύχτα χτυπούσαν τις πόρτες, αρκετές φορές κάθε βράδυ, και άναβαν τους φακούς.
Μας μετρούσαν τρεις με τέσσερις φορές την ημέρα. Έκαναν έφοδο στο κελί, 16 άτομα οπλισμένα με γκλομπ, και χτυπούσαν τον καθένα από εμάς χωρίς να έχουμε κάνει τίποτα. Άκουγα συνεχώς τις φωνές των κρατουμένων και τους ξυλοδαρμούς και τις βρισιές από τα κοντινά κελιά.
Ένιωθα ότι ήμουν τελειωμένος, φοβόμουν ότι δεν θα έφευγα ζωντανός από τη φυλακή, η οποία στερούσε κάθε ανθρώπινη αξία. Άκουγα ιστορίες φρίκης από τους άλλους κρατούμενους στο κελί μου για το τι περνούσαν.
Ένας από αυτούς είχε σπασμένο πόδι, το οποίο ήταν δεμένο σε μια πλαστική σακούλα. Η κατάστασή του απαιτούσε καθημερινή φροντίδα, αλλά του έδιναν μόνο ένα χάπι παρακεταμόλης κατά διαστήματα. Ο άλλος είχε μια ανοιχτή πληγή στο μέτωπό του από ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι του.
Όταν ζητούσα από τους φύλακες να τους δώσουν την κατάλληλη θεραπεία, μου φώναζαν ότι δεν καταλαβαίνω και ότι δεν με αφορά. Μου είπαν ότι αυτό συμβαίνει στους υποστηρικτές της Χαμάς.
Την τέταρτη μέρα που ήμουν εκεί, μας έβγαλαν για ένα διάλειμμα στην αυλή. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι όλοι ήξεραν ότι ήμουν από το εσωτερικό του Ισραήλ και ότι είμαι δικηγόρος.
Υπήρχαν ηλικιωμένοι κρατούμενοι εκεί, στα εξήντα τους. Υπήρχαν επίσης πολλοί κρατούμενοι που είχαν συλληφθεί στην αρχή του πολέμου, λόγω των φακέλων τους από προηγούμενες συλλήψεις.
Μέχρι τότε νόμιζα ότι είχα δει όλη τη φρίκη, αλλά οι φρουροί φαίνεται ότι με πρόσεξαν που καθόμουν στην αυλή και μιλούσα με όλους, γιατί την επόμενη μέρα οι συνθήκες μου άλλαξαν. Με μετέφεραν στο κελί απομόνωσης 4.
Υπήρχαν κάμερες στο κελί και ένα παράθυρο και μια πόρτα από τα οποία μπορούσες να δεις τι συνέβαινε έξω. Δίπλα μου ήταν τα κελιά 1 και 2 και άκουγα και έβλεπα από εκεί βρισιές, εξευτελισμούς και ξυλοδαρμούς.
Παρόλο που ήμουν μόνος στο κελί, ερχόντουσαν να με μετρήσουν. Εγώ έλεγα, μα είμαι μόνος μου, αλλά εκείνοι απλά μου φώναζαν.
Τη δεύτερη μέρα που ήμουν στην απομόνωση, τους είδα να χτυπούν σοβαρά έναν άλλο κρατούμενο. Μαζί με τους φρουρούς που τον χτυπούσαν ήταν και μια γυναίκα φρουρός που του φώναζε και τον έβριζε. Εξαιτίας αυτών που έλεγαν, κατάλαβα ότι ήταν από τη Γάζα και ότι μπορεί να ήταν μέλος της Nukhbah.(στρατιωτικό σκέλος Χαμάς-ΣΜ)
Ήταν τέσσερις φρουροί που τον χτυπούσαν και τον κακοποιούσαν. Στο τέλος, ένας από τους φρουρούς είπε στη γυναίκα φρουρό να φύγει γιατί ήθελε να τον κατουρήσει και τότε τον άκουσα να κατουράει και να λέει: «Πιες, κάθαρμα».
Μετά από δύο ημέρες στην απομόνωση, έφεραν στο κελί τον φίλο μου, τον Ahmad Khalifah, ο οποίος είναι επίσης δικηγόρος. Με αγκάλιασε και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι με έβλεπε εκεί.
Είπε ότι ήταν υπό κράτηση για 20 ημέρες και μου διηγήθηκε τι είχε περάσει. Μίλησε όλη τη νύχτα και ζήτησε συγγνώμη που δεν με άφησε να κοιμηθώ.
Μέχρι τότε νόμιζα ότι ήμουν ο Ισραηλινός πολίτης που κρατούνταν στις χειρότερες δυνατές συνθήκες. Αλλά αφού έφτασε εκείνος, ένιωσα ότι τα βάσανά μας ήταν πανομοιότυπα. Την έβδομη μέρα, έφεραν έναν άλλο δικηγόρο, γύρω στα εξήντα, στο κελί. Αρνήθηκε να φάει και να πιει.
Την ίδια μέρα, είχα ακρόαση στο δικαστήριο της Άκρης και με πήγαν εκεί. Τα νύχια της δικαστή ήταν βαμμένα με το σχέδιο της ισραηλινής σημαίας. Αμέσως παρέτεινε την κράτησή μου. Θύμωσα και της έδειξα το δάχτυλο. Όταν οι φρουροί το είδαν αυτό, με χαστούκισαν, με κλότσησαν και με έβρισαν.
Με έβγαλαν από εκεί με τα χέρια και τα πόδια μου δεμένα με χειροπέδες, πιέζοντας το κεφάλι και την πλάτη μου, ώστε να είμαι σκυφτός σαν σκύλος. Με επέστρεψαν στις φυλακές Μεγκίντο και με έβαλαν σε μια πτέρυγα που λεγόταν Τόρα Μπόρα. Καθ’ οδόν, υπήρχαν τρεις ή τέσσερις φρουροί που χτυπούσαν έναν κρατούμενο. Άκουσα φωνές και εκκλήσεις, απίστευτα πράγματα.
Με έβαλαν σε ένα κελί απομόνωσης που ήταν μαύρο και αηδιαστικό, γεμάτο κατσαρίδες και άλλα έντομα. Δεν είχε παράθυρο ή πηγή φωτός, εκτός από ένα μικρό άνοιγμα στην πόρτα.
Την επόμενη μέρα, γύρω στις 11:00 π.μ., έβαλαν έναν νεαρό άνδρα στο κελί απομόνωσης δίπλα στο δικό μου. Ούρλιαζε συνέχεια από τον πόνο. Προσπάθησα να του μιλήσω μέσα από την πόρτα, τον ρώτησα ποια ήταν η ιστορία του και του είπα να ηρεμήσει.
Είπε ότι πονούσε και ότι επρόκειτο να πεθάνει. Ζητούσε συνεχώς να του δώσουν ιατρική φροντίδα και φώναζε τον γιατρό και τον φρουρό. Τους ήξερε και φώναξε τον φρουρό με το όνομά του, Koftan, αλλά κανείς δεν απάντησε.
Μια φορά ήρθε ένας γιατρός και του είπε: «Σου έδωσα ήδη έξι χάπια παρακεταμόλης, δεν έχω τίποτα άλλο να σου δώσω». Ρώτησα τον νεαρό πώς τον έλεγαν και δεν μου είπε. Είπε μόνο ότι υπέφερε και ότι πονούσε πολύ.
Κάθε φορά που ερχόταν ένας φύλακας τους ζητούσα να τον βοηθήσουν, αλλά κάθε φορά με έβριζαν, μου έλεγαν ότι δεν με αφορά και με διέταζαν να το βουλώσω. Συνέχισε να φωνάζει και να ικετεύει για βοήθεια μέχρι νωρίς το πρωί και μετά σιώπησε.
Κατά τη διάρκεια της καταμέτρησης τους άκουσα να φωνάζουν αρκετές φορές: «Mar’i, Mar’i». Εκείνος δεν απάντησε. Τους άκουσα να ανοίγουν την πόρτα του και κρυφοκοίταξα από το άνοιγμα της πόρτας μου. Μπήκαν στο κελί και άρχισαν να τον χτυπούν, άκουσα τις κλωτσιές να προσγειώνονται στο σώμα του.
Τότε άκουσα έναν από αυτούς να ζητάει να φωνάξουν τον γιατρό και να φέρουν ένα κουτί πρώτων βοηθειών. Ο γιατρός έφτασε λίγα λεπτά αργότερα. Έμειναν στο κελί για πάνω από μία ώρα. Αργότερα, άκουσα έναν από αυτούς να λέει στα αραβικά: «Αρκεί να είστε όλοι υγιείς». Όλοι γέλασαν και έκλεισαν την πόρτα. Συνειδητοποίησα ότι ήταν νεκρός.
Μετά από περίπου μία ώρα, επέστρεψαν με ένα φορείο με ρόδες. Έβγαλαν τον νεαρό, τυλιγμένο σε μια μαύρη σακούλα, και έφυγαν. Αργότερα έμαθα ότι το όνομά του ήταν ‘Abd a-Rahman Mar’i, 23 ετών, και ότι ήταν κάτοικος του Qarawat Bani Hassan και πατέρας τεσσάρων παιδιών. Ακόμα δεν μπορώ να ξεχάσω τη φωνή του και τις εκκλήσεις του.
Μετά από λίγες ώρες, ένας γιατρός μου έφερε ένα χάπι για τον διαβήτη μου. Του είπα ότι ο κρατούμενος που πέθανε φώναζε συνεχώς και ζητούσε θεραπεία. Ο γιατρός μου είπε ότι ο Mar’i έπεσε από την πάνω κουκέτα του τσιμεντένιου κρεβατιού στο κελί. Του είπα: «Όχι, εσύ τον σκότωσες», και μου είπε να μην ανακατεύομαι.
Μετά από 30 λεπτά, πέντε φρουροί μπήκαν στο κελί μου, εξαγριωμένοι σαν άγρια θηρία, και είπαν ότι θα με σκοτώσουν. Ένιωσα μια πραγματική απειλή για τη ζωή μου και πήρα το μήνυμα ότι δεν έπρεπε να μιλήσω για αυτό που συνέβη στον Mar’i.
Την επόμενη μέρα, στις 13 Νοεμβρίου 2023, ήρθε ένας φρουρός και μου είπε ότι είχα ακρόαση στο δικαστήριο. Με ρώτησε αν είχα αντίρρηση να παραστώ τηλεφωνικά. Ήμουν σε πολύ δύσκολη ψυχική κατάσταση, οπότε συμφώνησα.
Ο δικαστής μου είπε ότι θα με άφηνε ελεύθερο. Του είπα να μην αστειεύεται εις βάρος μου γιατί ήμουν σε άσχημη κατάσταση. Μου είπε να μη φοβάμαι και ότι θα αποφυλακιστώ. Και αυτό συνέβη.
Η όλη ιστορία ήταν σαν ταινία τρόμου. Είμαι δικηγόρος και ζούσα μια κανονική ζωή. Ξαφνικά, βρέθηκα στο χειρότερο μέρος του κόσμου. Ήταν μια πολύ δύσκολη εμπειρία.
Τώρα, δίνοντας αυτή τη μαρτυρία και ανακαλώντας στη μνήμη μου τι συνέβη εκεί, δυσκολεύτηκα να αναπνεύσω αρκετές φορές. Κατά τη διάρκεια της κράτησής μου, έχασα επτά με οκτώ κιλά σε μόλις 10 ημέρες.
Όταν γύρισα σπίτι, η γυναίκα μου έκλαιγε όταν με έβλεπε και τα παιδιά μου με φοβόντουσαν, επειδή δεν είχα ξυριστεί όλο αυτό το διάστημα και τα μαλλιά μου ήταν ανακατεμένα. Έμοιαζα με διαφορετικό άνθρωπο.
Όταν αφέθηκα ελεύθερος, τα ρούχα μου δεν μου τα έδωσαν πίσω και το τηλέφωνό μου το πήρα πίσω μόνο τρεις μήνες αργότερα.
- Μαρτυρία που δόθηκε στην ερευνήτρια της B’Tselem Salma a-Deb’i στις 29 Μαΐου 2024.
Στην Ελλάδα τα ΜΜΕ που στηρίζουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, χρημαδοτούνται από το ... κράτος. Tο tvxs.gr στηρίζεται στους αναγνώστες του και αποτελεί μια από τις ελάχιστες ανεξάρτητες φωνές στη χώρα. Mε μια συνδρομή, από 2.9 €/μήνα,ενισχύετε την αυτονομία του tvxs.gr και των δημοσιογραφικών του ερευνών. Συγχρόνως αποκτάτε πρόσβαση στα ντοκιμαντέρ και το περιεχόμενο του 24ores.gr.
Δες τα πακέτα συνδρομών >