Όταν ένας «μέσος» αντιφασίστας και αντιρατσιστής ακούει μία από τους αρμούς του πάλαι ποτέ lifestyle, όπως η Άννα Βίσση, να τραγουδά για τον Ζακ Κωστόπουλο, ίσως να νιώσει ένα μούδιασμα, ένα άβολο, πρωτόγνωρο ή ανεπεξέργαστο συναίσθημα. «Α μπα!» μπορεί να αναφωνήσαμε πολλοί και πολλές όταν το post με το video clip “Τρομαγμένο μου’” εμφανίστηκε ενώ σκρολάραμε στο Facebook.

Ads

Ένα τέτοιο συναίσθημα δεν είναι καθόλου τυχαίο. Επίσης δεν είναι αδικαιολόγητο. Το star system που εξέθρεψε και εξετράφη από προσωπικότητες τύπου Βίσση, στις πιο σοβαρές καμπές της ιστορίας της χώρας, έβγαζε πάντα την ουρά του απ’ έξω. Βεβαίως, όταν το κυρίαρχο μιντιακό σύστημα και οι ιθύνοντες της mainstream υποκουλτούρας θεωρούσαν σκόπιμη την παρέμβαση των stars, δεν δίσταζαν να τους σπρώξουν στο προσκήνιο. Αυτό π.χ. έγινε με τις υπογραφές υπέρ του «Μένουμε Ευρώπη» από βαριά ονόματα της πίστας ή με το ανυπόγραφης παραγωγής βίντεο όπου ο Σάκης Ρουβάς μας εξηγούσε λίγο πριν το δημοψήφισμα του 2015 τους λόγους για τους οποίους το ευρώ θα μας σώσει.

Ωστόσο, ο φασισμός και ο ναζισμός δεν χωρούν μισόλογα, φρου φρου κι αρώματα. Ή θέτεις εαυτόν απέναντι ή συμπαρατάσσεσαι, διά της σύμπραξης ή διά της παράλειψης. Ειδικά όταν έχεις δημόσιο βήμα και απεύθυνση που θα ζήλευαν πολλοί πολιτικοί ηγέτες. Λίγες μέρες πριν την ιστορική απόφαση των δικαστών της Χρυσής Αυγής, μία περσόνα-σύμβολο του star system αποφασίζει να ταχθεί στο πλευρό όσων πιστεύουν ότι ο Ζακ Κωστόπουλος δεν πρέπει να ξεχαστεί. 

Στην Ελλάδα του 2020, το να καταγγείλεις επώνυμα την δολοφονία μιας «κραγμένης αδερφής» είναι πολύ πιο δύσκολο από το να συμπαρασταθείς στο πανελλήνιο πια σύμβολο της Μάγδας Φύσσα. Κι αυτό γιατί στην περίπτωση του Ζακ Κωστόπουλου, δεν τα βάζεις με τον ορατό ναζιστή φονιά αλλά με τον αόρατο φονιά, τον ρευστοποιημένο φονιά, τον φονιά με τα πολλά πρόσωπα, τον φονιά-κοινωνία: τον μέσο ανθρωπάκο που σιώπησε, τον μικροαστό που κλωτσούσε, τον επίορκο μπάτσο που έσερνε έναν ημιθανή στην άσφαλτο, τον δικαστή που δεν έτρεξε την διαδικασία και όλο το λοιπό κακό συναπάντημα. Η σύγκριση των περιπτώσεων Φύσσα και Κωστόπουλου μπορεί να φαίνεται αδόκιμη ή και άτοπη, αλλά όπως έχει κατρακυλήσει η ελληνική κοινωνία, η διαφορετική σημειολογία των δύο δολοφονιών έχει τη σημασία της.

Ads

Στον αγώνα κατά του φασισμού, η κοινωνία, ο λαός, τα παιδιά μας, έχουμε ανάγκη κάθε φωνή. Γιατί στο πεδίο του φασισμού δεν συγκρούονται απλά διαφορετικές πολιτικές απόψεις. Στο μαρμαρένιο αλώνι του φασισμού παλεύουν η ζωή με το θάνατο. Γι’ αυτό και ο αντιφασισμός δεν είναι προνόμιο των αντιφασιστών. Είναι υποχρέωση κάθε ανθρώπου που δεν αρκείται στο να περιφέρεται σαν ένα όρθιο δίποδο. 

Εξ άλλου, η Βίσση έχει ένα κοινό κατά κάποια εκατομμύρια μεγαλύτερο από ”εμάς”, τους “από ’δω”. Η φωνή της φτάνει εκεί που δεν τα καταφέρνει η ”δικιά” μας: από εφηβικά δωμάτια, και σχολικά παρτάκια μέχρι πίστες και στάδια χιλιάδων από αυτούς που αλλιώς δεν θα είχαν καν ακούσει για τον Ζακ. Αν η κάθε Βίσση έβγαζε από ένα τραγουδάκι στα κυβικά της για να καταγγείλει την κανιβαλιστική κατρακύλα, ο κάθε νυχτόβιος κρυφός ή φανερός φασίστας (π.χ. Γονίδης, Πλούταρχος, Σφακιανάκης) δεν θα ανέβαινε σε πίστα ούτε για να σφουγγαρίσει. Οι δε γραφικοί Γαϊτάνοι («μου αρέσει ο τσαμπουκάς της Χρυσής Αυγής») θα έψαχναν δουλειά στις ουρές του ΟΑΕΔ όπως χιλιάδες άλλοι κάτοικοι της χώρας που υφίστανται καθημερινά τον ηλικιακό, φυλετικό, σεξουαλικό ή άλλο ρατσισμό, χωρίς να έχουν ακούσει λέξη για τα βάσανά τους από τις πλαστικές φάτσες της show biz.