Στο δημόσιο διάλογο, πρόσφατα, έχουν κυριαρχήσει δυο απόψεις αναφορικά με την παρενθεσία και γενικότερα με την πώληση σεξουαλικών και σωματικών υπηρεσιών. Η μια ισχυρίζεται ότι η εμπορευματοποίηση των υπηρεσιών αυτών είναι θεμιτή, ενώ η άλλη την καταδικάζει ως ηθικό αμοραλισμό. Νομίζω ότι εύκολα μπορεί να απογυμνωθεί και να αναδειχτούν οι ενδογενείς αδυναμίες της πρώτης. Αλλά και η δεύτερη, παρά το γεγονός ότι ακούγεται ορθή, αποτυγχάνει να ενσωματώσει τις σύγχρονες προκλήσεις, που προκύπτουν από την ανάπτυξη των επιστημών και ειδικά της βιοτεχνολογίας, καθώς και την πολυπαραγοντική φύση αυτών των ζητημάτων.

Ads

Η ανακάλυψη του προφυλακτικού και της αντισύλληψης πραγματοποίησε την απελευθέρωση της σεξουαλικής επιθυμίας από την αναπαραγωγή ικανοποιώντας το Φροϋδικό όνειρο. Σήμερα έχουμε την απελευθέρωση της αναπαραγωγής από την σεξουαλική πράξη και τα ζητήματα βιοηθικής και δικαίου γίνονται όλο και πio πολύπλοκα. Συχνά, δημιουργούνται αντιφατικά δικαιώματα μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών, ηθικά και νομικά. Ο Α προβάλλει το δικαίωμα στη χρήση της τεχνολογίας (π.χ. δικαίωμα ενός ζευγαριού στην απόκτηση παιδιού από παρένθετη μητέρα) και η Β, που παρέχει την υπηρεσία (π.χ. η παρένθετη μητέρα) θεωρεί ότι έχει το δικαίωμα να την παρέχει, αλλά όχι από ανάγκη και για αυτό προβάλλει το δικαίωμα της ικανοποίησης των αναγκών της από την πολιτεία. Με ποιο κριτήριο καθορίζεται πιο από τα δυο δικαιώματα είναι σημαντικότερο; Τι είναι το “δικαίωμα” και από που απορρέει;

Ένας ορισμός του “δικαιώματος” είναι του Αμερικανού δικαστικού Wesley Hohfeld (1879-1918). Σύμφωνα με αυτόν, κάποιος έχει δικαίωμα σε σχέση με κάποιον άλλον που έχει  υποχρέωση. Κάποιος έχει ένα προνόμιο σε σχέση με κάποιον άλλον που δεν έχει. Κάποιος έχει εξουσία σε σχέση με κάποιον άλλον που είναι υποταγμένος. Από τη διάκριση αυτή εκπορεύονται αρνητικά και θετικά δικαιώματα. Θετικά είναι αυτά που επιτρέπουν κάποια πράξη, ενώ αρνητικά είναι αυτά που κάνουν υποχρεωτική την αποχή από κάποια πράξη, που ουσιαστικά την απαγορεύουν. Για παράδειγμα, το δικαίωμα στην απόκτηση μωρού μέσω τεχνητών διαδικασιών θεωρείται θετικό δικαίωμα, ενώ η απαγόρευση της παρενθεσίας αρνητικό. Το αρνητικό δικαίωμα στη ζωή αναφέρεται σε απαγόρευση αφαίρεσης της ζωής οποιουδήποτε προσώπου, ενώ το θετικό δικαίωμα στη ζωή αναφέρεται σε ενέργειες παροχής προστασίας της ζωής κάποιου ατόμου.

Σύμφωνα με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν είναι μόνο θεμελιώδες δικαίωμα αυτή καθεαυτή (άρθρο 1), αλλά αποτελεί τη βάση των «θεμελιωδών δικαιωμάτων». Είναι δηλαδή θεμιτό η ανθρώπινη αξιοπρέπεια να συνεπάγεται περιορισμούς στα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ δεν είναι επιτρεπτό το αντίστροφο. Για παράδειγμα, περιορισμός στο δικαίωμα στην ελευθερία και στον αυτοκαθορισμό στην βάση της ασφάλειας του αυτοκαθοριζόμενου ή και του κοινωνικού συνόλου με γνώμονα πάντα την διατήρηση της αξιοπρέπειας.

Ads

Παρόλα αυτά, τίθεται το ερώτημα: μπορεί η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας να αποτελεί λόγο περιορισμού ενός συνταγματικού δικαιώματος; Μπορεί να νοείται αντιθετικά με τα συνταγματικά δικαιώματα, τις θεμελιώδεις αρχές και ιδίως με το στοιχείο του αυτοκαθορισμού, ως έκφανση της προσωπικής ελευθερίας; Το άτομο πρέπει να είναι ελεύθερο, όχι ανεξέλεγκτο, γιατί στην έννοια της ελευθερίας εμπεριέχεται κι ο σεβασμός ορισμένων κοινωνικών κανόνων και αξιών και πρωτίστως της αξιοπρέπειας. Αξιοπρέπεια και ελευθερία συνείδησης είναι έννοιες αλληλένδετες και όχι αντιφατικές, καθώς η πρώτη αποτελεί την κανονιστική βάση κάθε συνταγματικού δικαιώματος. Στερούνται δηλαδή αξιοπρέπειας άτομα που δεν είναι σε θέση να εκφράσουν σαφή βούληση, όπως οι ηλικιωμένοι με άνοια, οι άνθρωποι με νοητική στέρηση ή τα μωρά παιδιά;

Η φιλελεύθερη ιδεολογία, στη βάση της αρχής της ατομικής ευθύνης, πρεσβεύει τη νομιμοποίηση γενετικών ερευνών και βιοϊατρικών πειραματισμών για θεραπευτικούς σκοπούς με τη συναίνεση του υποκειμένου. Πώς όταν κάποιος κάνει ελεύθερη χρήση του εαυτού του είναι δυνατόν αυτό να χαρακτηρίζεται αντίθετο στην αξιοπρέπεια του; Δεν τίθεται κάποιο ζήτημα όταν το υποκείμενο δεν είναι ελεύθερο να συνεκτιμήσει αυτό που είναι σύμφωνο, η όχι, με την δίκη του αξιοπρέπεια; Θα μπορούσε η απάντηση να είναι αρνητική, εάν το ίδιο το υποκείμενο δεν αντιλαμβάνεται την πράξη ως “ανήθικη”. Η “αντικειμενικού” χαρακτήρα προσέγγιση, υπονοεί ότι μια πράξη παρέμβασης μπορεί να θεωρηθεί απάνθρωπη και να απαγορευτεί, στην βάση κοινωνικών, καθολικών κριτηρίων, ανεξαρτήτως της συναίνεσης και της ενδεχόμενης θέλησης του αποδέκτη για συνέχιση της προσβλητικής για αυτόν δραστηριότητας. Η πρώτη προσέγγιση – της συναίνεσης του ατόμου – μπορεί να αντιβαίνει την τήρηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, σε περιπτώσεις αδιαμφισβήτητης προσβολής (πώληση οργάνων, δουλεία, πορνεία κλπ.), ενώ η δεύτερη – της αντικειμενικής προσέγγισης – φαίνεται να στερεί την ελευθερία στον αυτοκαθορισμό.

Σε περίπτωση αντιφατικών δικαιωμάτων, με ποιο κριτήριο καθίσταται σημαντικότερο το ένα από τα δύο. Η ασφάλεια παρένθετης μητέρας ή η επιθυμία του ζευγαριού να αποκτήσει παιδί; Το ζήτημα είναι υποκειμενικό, πολιτισμικό, πηγάζει από το κυρίαρχο ηθικό πλαίσιο, στοιχεία τα οποία ενισχύονται από την χρήση της γλώσσας και τη διαμόρφωση της αντίληψης του κόσμου και του εαυτού μας μέσα σε αυτό. Για παράδειγμα, ποιες είναι οι συνέπειες της χρήσης της έκφρασης “δικό μου είναι το σώμα, θα το κάνω ότι θέλω”, που θα φωνάξει ένα κορίτσι στους γονείς του επιχειρηματολογώντας γιατί δικαιούται να κάνει πιρσινγκ; Ίσως να μην της ανήκει το σώμα της από την στιγμή που αυτό είναι ο εαυτός της. Η χρήση της γλώσσας ενισχύει τον δυϊσμό του εαυτού, το σώμα αποκτά έναν ρόλο εξωτερικού περιβλήματος που φιλοξενεί την άυλη σκέψη. Μέσω του διαχωρισμού αυτού, προάγεται η ιδέα του σώματος ως υλικού αγαθού και άρα η δυνατότητα στην ιδιοκτησία του.

Η γλωσσική χρήση της ιδιοκτησίας επί του σώματος και του δυϊσμού του δημιουργούν την πεποίθηση ότι οι ικανότητες ενός ατόμου είναι διαχωρισμένες από αυτό. Παρόλα αυτά, είναι αδύνατον να υπογραφεί νομίμως μια σύμβαση εργασίας (ακόμα και πνευματικού περιεχομένου π.χ. κριτικός βιβλίων) χωρίς οι ικανότητες που θα ασκήσουμε να είναι δικές μας. Η παρουσία της υλικής υπόστασής μας είναι απαραίτητη προϋπόθεση σε κάθε είδους εργασία, μετατρέποντας έτσι το σώμα σε εμπόρευμα και τώρα η εμπορευματοποίηση είναι ηθικά αποδεκτή. Όπως αποδεκτή είναι και η διακύμανση της αμοιβής αναλόγως του βαθμού της χρήσης του σώματος σε κάθε εργασία.

Εδώ προκύπτουν κάποιες βασικές ενστάσεις. Γιατί άραγε να θεωρείται ότι καταπατάται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια όταν σε μια σωματική συναλλαγή μεσολαβεί το χρήμα ως ανταλλακτικό μέσο, ενώ η δωρεά εξυμνείται; Φυσικά, ένας κόσμος στον οποίο όλοι προσφέρουν δωρεάν αίμα είναι καλύτερος από αυτόν στον οποίο προσφέρεται επί πληρωμή. Εδώ γεννιούνται αμφιβολίες για το αν θα μπορούσε να ισχύει το ίδιο για την ανιδιοτελή και παρεμβατική προσφορά ωαρίων ή νεφρών. Λογικά, ειδικά σε περιπτώσεις όπου απαιτείται σωματική καταπόνηση θα έπρεπε να υπάρχει και αμοιβή, η έλλειψη της οποίας δημιουργεί μια άλλου είδους ανισότητα. Ενδεχομένως σε κάποιες περιπτώσεις, εξαρτωμένου από το όργανο του σώματος ή την υπηρεσία που διατίθεται, να αποδίδεται στη συναλλαγή αυτή λιγότερο ή περισσότερο αρνητικό πρόσημο. Για παράδειγμα, η επί πληρωμή διάθεση νεφρών, ωαρίων ή ενός μωρού από παρένθετη μητέρα, η υπηρεσία σώματος ενός στρίπερ ή μιας πόρνης ενδεχομένως έχει περισσότερο αρνητικό πρόσημο από τη διάθεση σπέρματος, μαλλιών, υπηρεσία σώματος ενός γυμνού αθλητή, χορευτή ή ηθοποιού.

Οδηγούμαστε δε, σε μεγαλύτερα παράδοξα αν το άγγιγμα αποτελούσε κριτήριο για την απαγόρευση ή αποδοχή κάποιας σωματικής υπηρεσίας. Στην περίπτωση αυτή, η φυσιοθεραπεία θα κρίνονταν μη αποδεκτή, ενώ η γέννα από παρένθετη μητέρα το αντίθετο, όπου δεν απαιτείται ιδιαίτερη επαφή. Από την άλλη, η αίσθηση που έχουμε για τους εαυτούς μας απορρέει εξίσου συχνά και από τα επιφανειακά, εξωτερικά χαρακτηριστικά του σώματος (πρόσωπο, επιδερμίδα κλπ) σε σχέση με το εσωτερικό του (έντερο, μήτρα κλπ). Σε κάθε περίπτωση το τι κάνει το σώμα τόσο ιδιαίτερο και σχεδόν θρησκευτικά ιερό, είναι ασαφές.

Η πεποίθηση ότι η ταυτότητα μιας γυναίκας, εξαρτάται περισσότερο από την σεξουαλικότητα της ή την ικανότητα της να γίνει μητέρα, σε σχέση με τις υπόλοιπες ικανότητες που μπορεί να διαθέτει είναι λογικά αβάσιμη. Αυτές οι υπόλοιπες ιδιότητες πρέπει να προστατευτούν από την αγορά εξίσου. Εάν εν τέλη, η αντίθεσή μας με τις βιομηχανίες “σωματικών υπηρεσιών” και ειδικότερα την παρενθεσία, βασίζεται στην αντίθεση προς το σύστημα προσφοράς και ζήτησης των ικανοτήτων που περισσότερο συνδέονται με την ουσία του ποιοι είμαστε, τότε θα έπρεπε να απαγορευτεί και η αμοιβή για συγγραφή βιβλίων, δημιουργία τέχνης, εργασία σε επαγγέλματα με τα οποία πραγματικά κάποιος έχει πάθος κλπ.

Από μια άποψη η αμοιβή κάποιων να κάνουν κάτι που δεν μπορούμε εμείς ακούγεται λογική. Πληρώνουμε άλλους ανθρώπους να εκτελέσουν πολλές εργασίες που εμείς οι ίδιοι δεν θα κάναμε, συνήθως στην βάση του ότι διαθέτουν μια κάποια παραπάνω δεξιότητα από εμάς. Προσλαμβάνουμε μηχανικό να επιδιορθώσει μια βλάβη στην στέγη του σπιτιού μας, γιατί δεν διαθέτουμε την ίδια γνώση, όχι επειδή δεν ενδιαφερόμαστε για την ασφάλεια του. Ωστόσο, για την προσφορά νεφρού ή μωρού από παρένθετη μητέρα δεν ισχύει το ίδιο. Η εθελοντική προσφορά αυτών των υπηρεσιών θα βοηθούσε τον δότη να ταυτιστεί με τον δέκτη (θα πεθάνει εάν δεν προσφέρω το νεφρό μου) και το αντίστροφο (ο δότης δεν διαφοροποιείται από εμένα στην βάση κάποιας ανισότητας, εάν ήμουν στην θέση του ίσως να έκανα το ίδιο). Για μια τέτοια σχέση αμοιβαιότητας θα πρέπει η αμοιβή τους να είναι απλά μια μορφή αποζημίωσης για τον κόπο και την θυσία, ένας διαχωρισμός μεταξύ εμπορευματοποίησης και αμοιβής. Η κάλυψη των εξόδων της εγκυμονούσας είναι αναγκαία καθώς και η αποζημίωση διαχωρισμένη από τους κανόνες προσφοράς και ζήτησης της αγοράς αλλά στην βάση της αναγνώρισης του κόπου. Η νομοθεσία στο σημείο αυτό θα μπορούσε να επιτρέπει και άλλα είδη αποζημίωσης (παροχή σπιτιού, λήψη δανείου, μικρή επένδυση/επιχείρηση κλπ.).

Η αγορά και κάθε βιομηχανία βασίζεται και ανθίζει στην ύπαρξη αναγκών και οι “σωματικές υπηρεσίες” δεν εξαιρούνται. Στην πολιτισμική και ταξική αντίληψη του σύγχρονου κόσμου, οι κοινωνικο-οικονομικά περιθωριοποιημένες ομάδες δεν είναι ατύχημα, αλλά δομική αναγκαιότητα. Εάν κάποιος επεδίωκε πραγματικά να επιλύσει το ζήτημα της παρενθεσίας, θα έπρεπε να το αντιμετωπίσει στην ρίζα του. Σε κάθε άλλη περίπτωση η θεραπεία που προσφέρεται (πλήρης απαγόρευση της παρενθεσίας), αποτελεί μέρος της ασθένειας.

*Πτυχιούχος Γεωγραφίας & Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια Παλαιοντολογίας