Έφτασε στα χέρια μας το βιβλίο ενός άγνωστου συγγραφέα που δεν ξέρουμε αν είναι πρωτοεμφανιζόμενος ή κρύβεται πίσω από ψευδώνυμο. Το ότι ο «Τειρεσίας Λυγερός» «πρωτοείδε το φως κάπου στην Ανατολική Μεσόγειο», όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό του στο αφτί του βιβλίου (στην Κύπρο, άραγε;) δεν λύνει τις πιθανές απορίες μας. Του Φίλιππου Φιλίππου. 

Ads

Και το ότι «Δεν έμαθε να επικοινωνεί με τους ανθρώπους και αρέσκεται στη συντροφιά των αστικών, τετράποδων αιλουροειδών» (εννοεί τις γάτες;), επιτείνει το μυστήριο. Σε κάθε περίπτωση, το μυθιστόρημά του Η μαύρη Κάντιλακ είναι αστυνομικό και ξεκινάει καλά: ένας άντρας ο Ορέστης, βρίσκεται σ’ ένα μπαρ και φλερτάρει με την μπαργούμαν, πίνοντας τεκίλα. Η κοπέλα λέγεται Φρύνη και παρασύρει σχεδόν τον Ορέστη στο ισόγειο διαμέρισμά της κάπου στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Προτού όμως αρχίσουν τις περιπτύξεις, η κοπέλα δολοφονείται κι ο Ορέστης δεν παίρνει χαμπάρι.

Ενημερώνει αμέσως την αστυνομία, αλλά όπως καταλαβαίνει ο καθένας είναι ο πρώτος ύποπτος για το έγκλημα. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο αστυνόμος Αντρέας Σεβαστιανός, ένας περίεργος τύπος που όταν θέλει μια ομολογία χρησιμοποιεί τους δικούς του τρόπους που είναι απαγορευμένοι: τα βασανιστήρια. Ο πατέρας του ήταν ανακριτής την περίοδο της δικτατορίας και ο γιος έχει πάρει τα κουσούρια του.

Στη συνέχεια, ο αναγνώστης γνωρίζει τους υπόλοιπους υπόπτους: τον Σφήκα, ιδιοκτήτη του μπαρ, παλιό σωματέμπορο, τη Μαρία, σερβιτόρα, συνάδελφο της νεκρής, τον Αντώνη, φίλο της νεκρής, τον Θοδωρή, άνθρωπο του υποκόσμου που εμπορεύεται ναρκωτικά, τον Χατζηγεωργίου, εραστή της Φρύνης, την Πυργιώτη, μια πλούσια γυναίκα, φίλη της, ένας περαστικός με το σκύλο του, ονόματι Οδυσσέας με καταγωγή από την Κύπρο. Στην πλοκή υπάρχουν ακόμα ξένοι, πρόσφυγες και μετανάστες, Αλβανοί και Αφρικανοί, παρακολουθήσεις, ανακρίσεις.

Ads

Κι ύστερα δολοφονείται κι ο Ορέστης και τα μυστήρια πολλαπλασιάζονται. Βρισκόμαστε στην Ελλάδα τα κρίσης, όταν «δουλειά δεν υπήρχε ούτε για δείγμα σε ολόκληρη τη χώρα». Επίσης, πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία, μολονότι δεν εμπλέκεται σε εγλήματα, είναι ο Κωστής, ένας καφετζής, φίλος του Σεβαστιανού, παλιός κομμουνιστής (ιδέα παρμένη από τον Πέτρο Μάρκαρη), ο οποίος δίνει συμβουλές στον αστυνόμο και εκφράζει τη γνώμη του για την πολιτική κατάσταση. Λέει, ας πούμε: «Μάθαμε να ζούμε στην ασυδοσία. Με τη μεταπολίτευση βουτηχτήκαμε στην ασυδοσία ονομάζοντάς τη δημοκρατία».

Όλη η ιστορία στηρίζεται στην προσωπικότητα του Σεβαστιανού. Αποτυχημένος στο γάμο του, χωρίς παιδιά, αντικαθεστωτικός, μισάνθρωπος, εθνικιστής, νευρικός και ανισόρροπος, είναι καλός αστυνομικός σιχαίνεται τους κουλτουριάρηδες, καθώς και τις διεθνιστικές και αριστερίστικες θεωρίες. Ίσως στο επόμενο μυθιστόρημα του Λυγερού η ιστορία να είναι πιο αληθοφανής. Διότι ο συγγραφέας, αν αφήσει τις ευκολίες και καταπιαστεί σοβαρά με μια υπόθεση και την αναπτύξει λογοτεχνικά, μπολιάζοντάς της με απόψεις για τη ζωή και τους ανθρώπους, μπορεί να κάνει θαύματα.