Μια πολύ περίεργη δολοφονία νεαρής γυναίκας προβληματίζει τον αστυνόμο Σεβαστιανό ο οποίος ψάχνοντας την άκρη του νήματος έρχεται αντιμέτωπος με παλιούς του γνώριμους που έπιασαν την καλή, με ναρκομανείς και πρόσωπα της υψηλής κοινωνίας. Μια σειρά από περίεργες δολοφονίες αποπροσανατολίζουν τον αστυνόμο ο οποίος αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να ξεφύγει από τις πολιτικές του εμμονές και το οικογενειακό του παρελθόν προκειμένου να φτάσει στο τέλος της υπόθεσης.

Ads

Η «Μαύρη Κάντιλακ» του Τειρεσία Λυγερού είναι αστυνομική λογοτεχνία με εγκληματική ατμοσφαιρικότητα, αίμα, κυνισμό και… σαρκασμό για μια ξεπεσμένη κοινωνία των δήθεν και των κάπως με μια ρετρό αισθητική… O Tειρεσίας Λυγερός σαφώς επηρεασμένος από την πένα του Γιάννη Μαρή, συνθέτει τον αστυνόμο Σεβαστιανό ως μια συνέχεια του Γιώργου Μπέκα, σε μια πιο κυνική και σαρκαστική εκδοχή με πολύ χιούμορ.

Ο Τειρεσίας Λυγερός γεννήθηκε και μεγάλωσε στην ανατολική Μεσόγειο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα περνάει στο Αιγαίο σε σκονισμένα γραφεία, ανάμεσα σε βιβλία και χειρόγραφες σημειώσεις. Έπειτα από διάφορες δημοσιεύσεις σε έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ, εκδίδει το πρώτο του μυθιστόρημα Η Μαύρη Κάντιλακ.

imageν 

Ads

Σε πρώτο πρόσωπο για τη «Μαύρη Κάντιλακ»…

Η Μαύρη Κάντιλακ εκτυλίσσεται στην Αθήνα της σημερινής εποχής όπου τα πάντα υπολειτουργούν, όπου οι ρόλοι (κοινωνικοί – πολιτικοί) είναι πια συγκεχυμένοι, όπου υπάρχει έκδηλη πια η ανάγκη ανεύρεσης μιας νέας ταυτότητας και όπου όλοι είναι αρμόδιοι γνώστες των πάντων. Το έγκλημα ή μάλλον τα εγκλήματα που υπάρχουν στο βιβλίο δεν είναι τίποτα άλλο παρά η πρόφαση για να γίνει μια προσπάθεια τομής της κοινωνίας μας. Πρόκειται για ένα ελληνικό αστυνομικό έργο χωρίς μεγάλα αστυνομικά μυαλά, χωρίς εργαστήρια και αστυνομικές ομάδες που αναλώνονται σκεφτόμενες μέσα σε κλειστά γραφεία με καλοκουρδισμένους κλιματισμούς. Είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που δεν θα μπορούσε να εκτυλιχθεί πουθενά αλλού παρά μόνο στη Μεσόγειο και στην Ελλάδα με όλα τα στραβά, τις ανισότητες, τις «δηθενιές» αλλά και με ένα άπλετο φως που μας υπόσχεται ότι το σκοτάδι, το έγκλημα και το αίμα θα εξαγνιστούν. 

Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από το μεσήλικα, αντιήρωα αστυνόμο Αντρέα Σεβαστιανό χαμένο στα δικά του πολιτικά και κοινωνικά στερεότυπα (είναι αυτό που θα λέγαμε ΜΠΑΤΣΟΣ) και που σίγουρα η διανοητική του κατάσταση δεν εμπνέει εξ αρχής καμία εμπιστοσύνη για τις ικανότητες του.  Σε κάθε του βήμα τον ακολουθούν τα φαντάσματα του παρελθόντος, του δικού του παρελθόντος αλλά και όσα του φόρτωσαν. Τον σώζει, όμως, το χιούμορ του, ο σαρκασμός και ο κοινωνικός κυνισμός του. Δεν έχει το ψυχρό χαρακτήρα του Γιώργου Μπέκα ούτε θα προκαλέσει τη συμπάθεια στον αναγνώστη όπως ο αστυνόμος Χαρίτος.  Δεν μπορεί και ίσως να μην θέλει.  Το μόνο βέβαιο είναι ότι ξέρει να κρατάει το νήμα του εγκληματικού λαβύρινθου προκειμένου να φτάσει στο Μινώταυρο. Όσον αφορά στο δικό του Μινώταυρο, αυτό συνήθισε να τον αντέχει καγχάζοντας…

Γιατί αστυνομική λογοτεχνία;

Θα μπορούσα να πω ότι μεγάλωσα με την αστυνομική λογοτεχνία. Μέχρι την ηλικία των 10 είχα ήδη διαβάσει όλες τις παιδικές σειρές μυστηρίου και είχα δει δεκάδες ταινίες θρίλερ «απολαμβάνοντας»  λίτρα αίματος στην οθόνη της τηλεόρασης (τότε βλέπετε δεν υπήρχαν απαγορευτικά σήματα) σε σημείο που για αρκετά χρόνια το σκοτάδι αποτελούσε ένα άβατο για μένα. Οι αστυνομικές ειδήσεις, οι εξαφανίσεις και τα αστυνομικά δελτία ήταν ο δικός μου κόσμος γεμάτος σκιές που κάποτε με φόβιζαν αλλά συνήθως με καλούσαν να τις γνωρίσω.

Μπορώ να πω ότι όταν μπήκα σε αυτόν τον κόσμο δεν θέλησα να ξαναβγώ.  Διατηρώ, ακόμη, ένα τεράστιο αρχείο από παλιά εγκλήματα. Ίσως κάποτε το χαρίσω στην αστυνομία. Σίγουρα κάποια απ’ αυτά δεν τα θυμούνται καν.

Μεγαλώνοντας έμαθα να αγαπώ τις παιδικές μου φοβίες, τον τρόμο που μού προκαλούσε το απόκοσμο (το ανθρώπινο απόκοσμο) και άρχισα σταδιακά να παρατηρώ τους ανθρώπους ως ήρωας αστυνομικού βιβλίου. Κάποιες φορές σκεφτόμουν σε τρίτο πρόσωπο και προσπαθούσα να διαισθανθώ όσα ανομολόγητα έκρυβε αυτός που με κοιτούσε και τον κοιτούσα. Το γεγονός αυτό με βοήθησε να φτιάχνω χαρακτήρες στο μυαλό μου. Να ταξινομώ τους ανθρώπους ανάλογα με την εμφάνιση τους, με τον τρόπο που μιλούσαν, με τον ήχο της φωνής τους, με τον τρόπο που κινούνταν κλπ. Όλα αυτά όμως μέσα στα πλαίσια του εγκλήματος. Κοιτούσα τον κόσμο (πλέον δεν το κάνω άμεσα διότι μετά την παιδική ηλικία είναι κάπως περίεργο) και ήθελα να δω τι σκέφτονται. Να μπω στον κόσμο τους.
 Ίσως πάλι άρχισα να γράφω αστυνομική λογοτεχνία διότι στους «Κλέφτες κι Αστυνόμους» πάντα γούσταρα να είμαι ο μπάτσος του παιχνιδιού.

Έχει επηρεάσει η κρίση τη συγγραφή;

Σε πολύ μεγάλο βαθμό. Αυτή είναι η καλύτερη περίοδος για να γράψουμε αστυνομική λογοτεχνία αφού τα ανθρώπινα ένστικτα βγαίνουν πια βόλτα ελεύθερα. Οι ηθικοί μας φραγμοί έχουν διαρραγεί και το πιο απλό μας φαίνεται αρκετό για να ξυπνήσει το ασυνείδητο και η βία.

Ο κόσμος του βιβλίου μου ούτως ή άλλως είναι ο κόσμος της κρίσης. Πλέον η βία έχει γίνει τρόπος ζωής. Πρέπει, όμως, όλοι να ξέρουμε ότι το τέλειο έγκλημα (υπάρχει ό, τι κι να λένε οι αποστειρωμένοι εγκληματολόγοι που γειώνουν τα πάντα υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει) δεν γίνεται σε περιόδους κρίσης αλλά σε περιόδους ηρεμίας από εντελώς φυσιολογικούς τύπους που δεν έχουν ξεσπάσματα και κυρίως έχουν μια νοσηρή σχέση με το βαθύτερο τραύμα τους. Αυτοί οι εγκληματίες πάντα με σαγήνευαν. Το μυαλό τους, η γοητεία τους, τα πάθη τους και η μονομανής αγάπη τους για το τραύμα τους.

Γι’ αυτό και δεν υπάρχουν ικανοί κατά συρροή δολοφόνοι στην αστυνομική λογοτεχνία. Ο αστυνομικός συγγραφέας πρέπει στο τέλος να προδώσει το δολοφόνο και ένας πραγματικός κατά συρροή δολοφόνος δεν θα το επιτρέψει αυτό.

Λογοτεχνικές επιρροές…

Δεν θα κρύψω τις επιρροές μου αφού ούτως ή άλλως όποιος διαβάσει το βιβλίο μου ή τα διηγήματα μου που δημοσιεύτηκαν σε συνέχειες σε ενημερωτικό site και υπάρχουν στην προσωπική μου σελίδα στο φατσοβιβλίο θα δει τις φανερές επιρροές από τον αγαπημένο Γιάννη Μαρή.  Ο συγκεκριμένος συγγραφέας με έκανε να έχω επισκεφτεί όλες τις περιοχές που περιγράφει, να ψάξω να βρω τις οδούς, να φανταστώ τα πτώματα σε αυτούς τους δρόμους, να αγαπήσω (όσο δεν έχω αγαπήσει την πλειοψηφία των χωρών που επισκέφθηκα) την Αθήνα του 50 του 60 του 70 και να έχω σκεφτεί άπειρες φορές ότι ένας ελληνικός καφές με το Γιάννη Μαρή στην Αθήνα του 60 θα έφερνε τη δική μου γαλήνη.

Η γλώσσα της γραφής μου, όμως, δεν έχει ιδιαίτερη σχέση με αυτή του Μαρή. Δέχτηκα σημαντικές επιρροές από το Μπουκόφσκι και το Γκουτιέρες (αυτή η κυνική τους αμεσότητα με αιχμαλωτίζει) και από σύγχρονους αμερικανούς συγγραφείς νουάρ ιστοριών που καταφέρνουν να αποδομούν τον ήρωα τους ο οποίος είναι και το alter ego τους.

Ιδιαιτέρως, όμως, με επηρέασε, ως προς τον τρόπο που δομούνται οι ιστορίες μου, η ψυχανάλυση. Πάντα ψάχνω να βρω αυτό που κρύβουν οι άνθρωποι μέσα τους. Δεν αναζήτησα ποτέ τον τρόμο και το μυστήριο πέρα από το ανθρώπινο ασυνείδητο. Τα εγκλήματα για μένα πλάθονται από ανθρώπους για τους ανθρώπους.  Κάθε εγκληματίας αλλά και κάθε άνθρωπος είναι δέσμιος του τραύματός του. Γι’ αυτό ας αφήσουμε τη μεταφυσική στους φιλοσόφους.  Οι εγκληματίες και γενικά οι άνθρωποι είναι θύματα του κομματιασμένου ασυνείδητου καθρέφτη τους…

Επόμενα συγγραφικά σχέδια…

Πάντα υπάρχει κάτι στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Μού αρκεί μια βόλτα στην πόλη, στη γειτονιά μου, στη θάλασσα και αμέσως δεκάδες ιστορίες ανθρώπινων εγκλημάτων μού γεννιούνται στο μυαλό. Πολλές φορές σκέφτομαι ότι ζω ως ήρωας αστυνομικού βιβλίου που αναζητά το επόμενο έγκλημα.

Αρκεί ένα τηλεφωνικό λάθος λίγο μετά τη δύση του ήλιου για να γεννηθεί η ιδέα της δικής μου δολοφονίας (εάν ήμουν το πρώτο θύμα σε μια από τις δικές μου ιστορίες) και τότε ο Αστυνόμος Σεβαστιανός αρχίζει να με συνοδεύει για ολόκληρες εβδομάδες…