Το tvxs παρουσιάζει ένα απόσπασμα από το κεφάλαιο «Πρόσφυγες του ’22 στη ‘μητέρα-πατρίδα’», που περιλαμβάνεται στο νέο βιβλίο του ιστορικού Βλάση Αγτζίδη με τίτλο «Από τις Σέβρες στη Λωζάννη. Πλευρές της Μικρασιατικής Τραγωδίας» (εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2024), το οποίο μόλις κυκλοφόρησε.

Ads

«Πρόσφυγες κι Αριστερά

Πριν την έλευση στην Ελλάδα

Διαπραγματευόμενοι το θέμα αυτό θα πρέπει πρωτίστως να διακρίνουμε τις διάφορες εκδοχές της Αριστεράς, καθώς και τη σχέση των πληθυσμών πριν την προσφυγοποίηση με τα ρεύματα αυτά. Οι Έλληνες του Πόντου, της Σμύρνης, της Νότιας Ρωσίας και του Καυκάσου, όπως και της Κωνσταντινούπολης ήρθαν σε επαφή με τα σοσιαλιστικά ιδεολογικά ρεύματα πολύ πριν μετατραπούν σε πρόσφυγες. Κατά συνέπεια διαμορφώθηκαν προσωπικότητες και ταυτότητες μέσα από την άμεση βίωση και συμμετοχή στις εξελίξεις στην ίδια τη Ρωσία κατά τη μακρά επαναστατική περίοδο που διήρκεσε από το 1905 και ολοκληρώθηκε με την κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους το 1917. Αντίστοιχες προσωπικότητες θα διαμορφωθούν και στο εργατικό κίνημα που είχε ήδη αναπτύξει δράση τόσο στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη, όσο και σε άλλες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όπου υπήρχαν εργοστάσια και εργατική τάξη.

Ads

Η ελληνική διανόηση της Ρωσίας, ήταν δέκτης δύο διαφορετικών ρευμάτων: αφενός των επαναστατικών απόψεων που εμφανίστηκαν στο ρωσικό χώρο και αφετέρου των ιδεών που ήδη διαμορφώνονταν στον ελλαδικό χώρο. Η σημαντικότερη καταγραφή του επηρεασμού από τις φιλελεύθερες αντιαπολυταρχικές ιδέες εντοπίζεται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όταν δεκάδες Έλληνες εθελοντές από τον Καύκασο θα κατέβουν να πολεμήσουν κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον ατυχή πόλεμο του 1897, μαζί με καρμπονάρους και Ιταλούς αναρχικούς. Η εξάπλωση των επαναστατικών ιδεών στους Έλληνες φοιτητές στα ρωσικά πανεπιστήμια εκφράστηκε με τη συμμετοχή τους στην αυθόρμητη εξέγερση του 1905. Η ρωσική επανάσταση του 1905 υπήρξε τομή στην ιστορία των ιδεών των Ελλήνων διανοουμένων της Ρωσίας και ειδικότερα του Καυκάσου. Κατ’ αρχάς, η ελληνική κοινότητα αντιλήφθηκε άμεσα τα γεγονότα τόσο με την επιστροφή των ελληνικής καταγωγής στρατιωτών που υπηρετούσαν στα επαναστατημένα συντάγματα, όσο και με τη συμμετοχή στα γεγονότα Ελλήνων φοιτητών στη Μόσχα ή στην Αγία Πετρούπολη. Πρόσωπα που θα διαδραματίσουν αργότερα σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα τόσο της ελληνικής κοινότητας, όσο και της Ελλάδας θα προέλθουν από αυτή την ιστορική διαδικασία.

Στον απόηχο εκείνης της πρώτης Επανάστασης του 1905 θα γραφτεί το πρώτο ελληνικό αντικαπιταλιστικό θεατρικό έργο με τίτλο «Ο Λαζάραγας» ή «Τα σκοτάδια» από τον μεγάλο διανοούμενο του ελληνισμού του Καυκάσου Γιώργο Φωτιάδη, που από τους σοσιαλιστές – μακρακιστές θα περάσει στους μπολσεβίκους, για να υιοθετήσει μια αναρχική αντίληψη λίγο πριν τον θάνατό του (1909) στο Βατούμι του Καυκάσου. Από την ίδια την Οκτωβριανή Επανάσταση προέρχεται ο Ανδρόνικος Χαϊτάς, γραμματέας του ΚΚΕ από το 1927, τον οποίον θα αντικαταστήσει μετά τη σύλληψή του ο επίσης πρόσφυγας Νίκος Ζαχαριάδης.

Από την πρώτη ομάδα Ελλήνων σοσιαλιστών προέρχεται ο μετέπειτα πρόεδρος της ΕΔΑ Γιάννης Πασαλίδης, επηρεασμένος από τον Πλεχάνοφ και τις αρχές της Β’ Διεθνούς. Όπως και ο Γεώργιος Σκληρός, ο οποίος έλαβε μέρος στην Επάνασταση του 1905 και εισήγαγε για πρώτη φορά τη μαρξιστική μέθοδο στη μελέτη της ελληνικής κοινωνίας. Οι αναλύσεις των δύο μαρξιστών διανοουμένων του μικρασιατικού ελληνισμού Γεωργίου Σκληρού (από Τραπεζούντα) και του μαθητή του Δημήτρη Γληνού (από Σμύρνη) για τη φύση του νεοτουρκικού κινήματος, υπήρξαν υπόδειγμα εφαρμογής της διαλεκτικής μεθόδου σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, κάτι που απουσίαζε παντελώς από τους διανοούμενους του ελλαδικού χώρου. Και στα δύο κείμενα των Μικρασιατών σοσιαλιστών -που συντάχθηκαν το 1909- το νεοτουρκικό κίνημα του 1908, αντιμετωπίζεται ως ένα απειλητικό εθνικιστικό κίνημα μιας στρατιωτικής γραφειοκρατίας, η οποία απειλούσε τα ζωτικά συμφέροντα των υπόδουλων λαών.

Την ίδια εποχή (Αύγουστο του 1908 έως τον Απρίλιο του 1909) εκδίδεται στη Σμύρνη η σοσιαλιστική εφημερίδα «Ο Eργάτης», την κυκλοφορία της οποίας θα απαγορεύσουν λίγους μήνες αργότερα οι Νεότουρκοι. Με την ίδια ονομασία θα κυκλοφορήσει τον Ιούλιο του 1910 στην Κωνσταντινούπολη μια επαναστατική δεκαπενθήμερη εφημερίδα για την ενημέρωση των εργατών. Η εκδοτική ομάδα συγκροτήθηκε από τους Νίκο Γιαννιό, που υπήρξε διευθυντής της εφημερίδας, Στέφανο Παπαδόπουλο, Ζαχαρία Βεζεστένη, και Β. Κουντούρη. Εκτός από Έλληνες, στην έκδοση της εφημερίδας συμμετείχαν Τούρκοι, Αρμένιοι και Εβραίοι. Το Δεκέμβρη του ίδιου έτους, με αφορμή ένα άρθρο του Ν. Γιαννιού που ασκούσε κριτική στην κυβέρνηση, οι Νεότουρκοι απαγόρευσαν την έκδοση της εφημερίδας κλείνοντας παράλληλα και το Σοσιαλιστικό Κέντρο Τουρκίας που είχε δημιουργηθεί. Τα μέλη της εκδοτικής ομάδας συνελήφθησαν ενώ ο Β. Κουντούρης φυλακίστηκε, και ο Ν. Γιαννιός απελάθηκε στην Ελλάδα. Ο Ζαχαρίας Βεζεστένης, συνέχισε την πολιτική του δράση μετονομάζοντας το Σοσιαλιστικό Κέντρο Τουρκίας σε Ομάδα Κοινωνικών Μελετών. Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη συμμετοχή των Νεότουρκων στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας, κάθε πολιτικά δράση σταμάτησε. Στη συνέχεια, μετά το τέλος του πολέμου, ο Βεζεστένης θα πάρει μέρος στις διαδικασίες συγκρότησης της Διεθνούς Πανεργατικής Ένωσης στην Κωνσταντινούπολη. Προοδευτικοί σύλλογοι ιδρύθηκαν μετά το 1908 σε διάφορα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο «Παλλεσβιακός Δημοδιδασκαλικός Σύνδεσμος». Ο Σύνδεσμος ήταν προοοδευτικών απόψεων, υπέρ της δημοτικής γλώσσας κλπ. Η λειτουργία του απαγορεύτηκε από τους Νεότουρκους και ανασυστάθηκε το 1912 με την απελευθέρωση της Λέσβου.

Βορειότερα, οι Έλληνες της Νότιας Ρωσίας και του Καυκάσου θα βρεθούν στο μέσο της επαναστατικής κοσμογονίας που ξεκίνησε με την Φεβρουαρινή αστική αντιαπολυταρχική Επανάσταση του 1917 έως την Οκτωβριανή Επανάσταση των μπολσεβίκων. Οι Έλληνες εντοπίζονται σε όλες της ποικίλες τάσεις που εμφανίστηκαν εκείνη την περίοδο. Ο Χρ. Σαμουηλίδης στο έργο του για τον ελληνισμό του Καρς, καταθέτει μια σημαντική μαρτυρία: ότι το κυρίαρχο ιδεολογικό ρεύμα στους Έλληνες δασκάλους του Καρς και Αρνταχάν υπήρξε το σοσιαλεπαναστατικό (Εσέροι) ρεύμα. Το κόμμα των Αριστερών σοσιαλεπαναστατών έγινε ο εταίρος των Μπολσεβίκων στη Σοβιετική Κυβέρνηση έως το Καλοκαίρι του 1918, όταν επήλθε ρήξη λόγω της φιλογερμανικής στροφής του Λένιν. Πολλοί από τους σοσιαλεπαναστάτες θα προσχωρήσουν στους μπολσεβίκους. Πάντως με την προσφυγοποίηση στην Ελλάδα των Ελλήνων δασκάλων του Καυκάσου, η φιλομπολσεβικική τους τάση θα είναι διακριτή, όπως και η συνδικαλιστική τους ενεργοποίηση στο χώρο της Μακεδονίας ήδη από το 1925. Χαρακτηριστική περίπτωση σοσιαλεπαναστάτη που θα ενταχθεί τελικά στους μπολσεβίκους θα είναι ο Βλαδίμηρος Τριανταφύλλωφ, πρόσφυγας από το Καρς, ο οποίος θα ανελιχθεί στο σοβιετικό στρατό. Θα γίνει θεωρητικός του πολέμου και δάσκαλος του Ζούκωφ και Οκτώβριο του 1928 θα αναλάβει κεντρική θέση στην ηγεσία του σοβιετικού στρατού ως υπαρχηγός στο Γενικό Επιτελείο.

Στο χώρο του Καυκάσου εμφανίστηκαν ακόμα και ελληνικά πολιτικά κόμματα. Στο Βατούμι από την επανάσταση του Φεβρουαρίου ιδρύθηκε το σοσιαλδημοκρατικό Ελληνικό Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο δραστηριοποιήθηκε έως και την κατάληψη της περιοχής από τους μπολσεβίκους. Η πολιτική του στάση θα είναι αντίθετη τόσο κατά των μπολσεβίκων, όσο και κατά των Λευκών. Κατά την Οκτωβριανή Επανάσταση θα παρατηρηθεί η δράση ελληνικών επαναστατικών οργανώσεων και φιλομπολσεβικικών πυρήνων σ’ όλες τις περιοχές που κατοικούσε η ελληνική κοινότητα. Βέβαια, στο χώρο της Υπερκαυκασίας –κυρίως στη Γεωργία- η πλειονότητα των Ελλήνων επαναστατών εκφραζόταν μέσα από το σοσιαλεπαναστικό ή το μενσεβικικό κίνημα.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση του φτωχού ελληνικού αγροτικού πληθυσμού κατά την περίοδο μεταξύ της Φεβρουαρινής και της Οκτωβριανής. Ο ελληνικός αγροτικός πληθυσμός της Νότιας Ρωσίας και του ρωσικού Καυκάσου –καταπιεσμένος έως τότε από την οικονομική πολιτική του φεουδαλικού τσαρισμού- θα επιλέξει κατά τις εκλογικές αναμετρήσεις πριν την επανάσταση του Οκτώβρη, σε μεγάλο ποσοστό, το κόμμα των μπολσεβίκων. Και αυτή η επιλογή έγινε παρότι στις περιοχές αυτές κυριαρχούσε το εθνικό στοιχείο πάνω στο διεθνιστικό. Η αιτία ήταν οι φιλαγροτικές εξαγγελίες των μπολσεβίκων και τα συνθήματα όπως: «Οι γη στους αγρότες». Οι προτάσεις για δήμευση προς όφελος των φτωχών αγροτών της γης των γαιοκτημόνων, της Εκκλησίας και του κράτους θα οδηγήσουν τους Έλληνες αγρότες στην υπερψήφιση του κόμματος των μπολσεβίκων στις εκλογές για την Συντακτική Συνέλευση. Τότε θα διαμορφωθούν οι δημοκρατικές πολιτικές τάσεις στον πληθυσμό. Τάσεις που θα εκφραστούν πολύ συγκεκριμένα λίγο αργότερα στην Ελλάδα, όταν θα έρθουν ως πρόσφυγες πλέον για να βρεθούν αντιμέτωποι με το αντιπροσφυγικό κλίμα που επικρατούσε τότε, την όχι και τόσο φιλική συμπεριφορά του ελληνικού κράτους και την ύπαρξη μεγάλων τσιφλικιών στη Μακεδονία.

Γενικά, η στάση του μέσου Έλληνα της Ρωσίας –παρότι υπήρξαν πολλές περιπτώσεις ένταξης στους μπολσεβίκους, τους μενσεβίκους και τους σοσιαλεπαναστάτες- υπήρξε γενικά ουδέτερη, ενώ ποίκιλε κατά περιοχή. Ο ιστορικός Κώστας Αυγητίδης, που έχει μελετήσει την περίπτωση της Οδησσού. Γράφει: «Πολλοί ήταν οι Πόντιοι, οι Έλληνες γενικά, που, παρά τις δύσκολες συνθήκες, πύκνωσαν τις τάξεις του Κόκκινου Στρατού, υπηρέτησαν στα διάφορα όργανα της τοπικής σοβιετικής εξουσίας καταρρίπτοντας κατά τον πιο πανηγυρικό τρόπο τη θέση και άποψη ορισμένων Ελλήνων ιστορικών, ότι ο ελληνικός πληθυσμός της Ρωσίας κράτησε παθητική ή ουδέτερη στάση στα επαναστατικά γεγονότα. Οι Έλληνες της Ρωσίας υπερασπίστηκαν τη σοσιαλιστική επανάσταση….» Στην περιοχή της Οδησσού, εκείνη την εποχή κατοικούσαν 30.000 Ελληνες, παράλληλα με άλλες μειονότητες: βουλγαρική, εβραϊκή, γερμανική. Ο Αυγητίδης υποστηρίζει ότι «Οι Έλληνες συμμετείχαν όχι μόνο στα όργανα της Τοπικής Σοβιετικής εξουσίας, αλλά και στα κομματικά όργανα ήταν αισθητή η δράση τους». Αναφέρει ότι «Οι παράνομες σοβιετικές οργανώσεις σχεδίασαν και εκτέλεσαν διάφορες ενέργειες σαμποτάζ κατά εχθρικών ευαίσθητων συγκοινωνιακών αρτηριών. Μια τέτοια σαμποταριστική ενέργεια εκτέλεσαν οι Έλληνες Νικόλαος Σκαρλάτος και Κοτσούλης ανατινάζοντας αμαξοστοιχία τραίνου στα προάστια της Οδησσού.»

Στις προκηρύξεις της Ελληνικής Κομμουνιστικής Ομάδας Οδησσού, που είχε ως καθοδηγητή έναν Πόντιο πρόσφυγα από το Καρς, τον Παναγιώτη Τομπουλίδη, θίγεται και το εθνικό ζήτημα των Ελλήνων του Εύξεινου Πόντου. Σε προκήρυξη υπό τον τίτλο «Προς τους Έλληνας στρατιώτας εις τους οποίους ανέθεσε η πλουτοκρατία να πνίξουν την κοινωνική επανάσταση στην Ρωσσία» διαβάζουμε ότι τη: «μεγάλη ιδέα της απελευθερώσεως των ανθρώπων από το ζυγό του Σατανά, του πλούτου” πρώτα δίδαξε ο Πυθαγόρας και ο Πλάτων και τη σφράγισε με το αίμα του ο Χριστός. Κατόπιν την επεξεργάστηκαν με επιστημονικό τρόπο ο Μαρξ και ο Ένγκελς και “τώρα για πρώτη φορά με επιτυχία αποφασιστική” την πραγματοποιούν ο Λένιν και ο Τρότσκι.» Ένα από τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησε για να πείσει τους στρατιώτες να συνταχθούν με την επανάσταση ήταν ότι η τσαρική Ρωσία, τα συμφέροντα της οποίας υποστήριζαν, «…ήθελε να πάρει την Τραπεζούντα, την Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη ακόμα.» Θεωρούσε αυταπόδεικτα τα ελληνικά δικαιώματα στις περιοχές αυτές. Η εφημερίδα Κομμουνιστής, όργανο της κομματικής οργάνωσης μπολσεβίκων Οδησσού, εκδιδόταν και στην ελληνική γλώσσα τόσο για τους ντόπιους Έλληνες κατοίκους, όσο και για τους στρατιώτες. Με την ήττα των στρατευμάτων της Αντάντ, οι Έλληνες της ομάδας Οδησσού μπαίνουν από τους πρώτους στην πόλη. Την ίδια περίπου εποχή άρχισε να εκδίδεται και η πρώτη ελληνική μπολσεβικική εφημερίδα στο Βατούμι του Καυκάσου με την επωνυμία Χαραυγή και λίγο αργότερα ο Σπάρτακος στο Νοβοροσίσκ της Νότιας Ρωσίας. Τη διεύθυνση του Σπάρτακου θα αναλάβει το 1921 ο Σεραφείμ Μάξιμος αντικαθιστώντας τον Σακαρέλο.

Στο χώρο της Νότιας Ρωσίας ήταν σκληρές οι συγκρούσεις μεταξύ των μπολσεβίκων και των κοζάκων. Η ασυδοσία των αντικομμουνιστικών στρατευμάτων του Ντενίκιν και η πίεση που ασκούσαν στους πληθυσμούς, κατάφεραν να μεταστρέψουν μεγάλες μάζες εναντίον τους. Πολλοί στρατιώτες λιποτακτούσαν και συντάσσονταν με τα στρατεύματα των μπολσεβίκων. Παντού δημιουργούνταν ένοπλες επαναστατικές επιτροπές. Πολλές φορές, την υπαγωγή ενός χωριού στη σοβιετική εξουσία αποφάσιζαν οι τοπικές συνελεύσεις. Για παράδειγμα: Στις 18 Δεκεμβρίου 1917 έγινε συνέλευση των μπολσεβίκων της ελληνικής κωμόπολης Κριμσκ στην κοιλάδα του ποταμού Κουμπάν, οι οποίοι βρίσκoνταν στην παρανομία. Στη συνέλευση -όπου συμμετείχαν στρατιώτες που είχαν επαναστατικές τάσεις και των κοζάκων του 1ου Συντάγματος του Ταμάν- αποφασίστηκε η σοβιετική κυριαρχία. Εκλέχτηκε επταμελής Επαναστατική Επιτροπή (Rev. Kom.). Τέτοια επιτροπή είχε δημιουργηθεί και στο επίσης ελληνικό χωριό Μερτσάν, με πρωτοβουλία στρατιωτών που είχαν λιποτακτήσει από το γερμανικό και καυκασιανό μέτωπο.

Έλληνες όμως εντοπίζονται να πολεμούν και με το στρατό των Λευκών κατά των μπολσεβίκων. Εχθρική στάση κρατούν και οι μενσεβίκοι. Ο Γιάννης Πασαλίδης καυτηριάζει την πολιτική που ακολούθησαν οι μπολσεβίκοι: «…Ένα μόνο πράγμα ξέρουμε, πως οι μπολσεβίκοι, όχι μόνο τώρα, δεν αντιπροσώπευαν τη γνώμη και τη θέληση της πλειοψηφίας του ρωσικού λαού. Αυτοί με την τετράχρονη δικτατορία τους ρημάξανε αλύπητα την πλούσια χώρα της Ρωσίας και μεταβάλανε σε ερείπια που καπνίζουν ακόμα τις ανθισμένες πόλεις της…»

Μια παράλληλη συμμετοχή των Ελλήνων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στις εξελίξεις κατά την ταραγμένη εκείνη περίοδο, ήταν η διακριτή συμμετοχή τους στην περιοχή της Αζοφικής, στο αναρχο-αγροτικό κίνημα του Νέστορα Μαχνό που αναπτύχθηκε και έδρασε κυρίως στην περιοχή της Μαριούπολης. Στην περιοχή αυτή οι Έλληνες αποτελούσαν μια σημαντική πληθυσμιακή ομάδα. Ήταν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κοινωνικά κινήματα βάσης που έδρασε εναντίον όλων των εξουσιών που επιχειρησαν να επιβληθούν στην περιοχή. Από τους Γερμανούς του Καϊζερ και τους Ουκρανούς εθνικιστές έως τους Μπολσεβίκους (οι οποίοι είχαν παραδώσει επισήμως τις περιοχές τους στους Γερμανούς με τη Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ). Ο Αρσίνωφ που έγραψε για το Μαχνοβίτικο Κίνημα αναφέρει ότι οι Έλληνες θεωρούνταν από τα πιο αξιόμαχα κομμάτια των ανταρτών και πολλοί από τους αξιωματικούς ήταν ελληνικής καταγωγής. Ο Δημήτρης Καταϊφτσής που μελέτησε το κίνημα αυτό αποδέχεται το συμπέρασμα του Αρσινωφ και γράφει οτι: «… αυτό μάλλον αληθεύει, από τη στιγμή που οι στρατιωτικές επιτυχίες των ελληνικών συνταγμάτων διαδέχονταν η μία την άλλη.» Αναφέρει ότι το 9ο Σύνταγμα της 3ης Μεραρχίας του Ζαντνεπρόβσκ (Μεραχία «Μπάτκο Μαχνό»), ήταν αμιγώς ελληνικό. Σημαντική ήταν και η συμμετοχή Ελλήνων στα υπόλοιπα αντάρτικα τάγματα. Υπήρχε και δεύτερο ελληνικό σύνταγμα για το οποίο δυστυχώς δεν υπάρχουν σαφείς αναφορές, πέρα από τα γραφόμενα του Β. Μπιελάς (Οι Δρόμοι του Νέστορ Μαχνό).

Όσον αφορά τους Έλληνες σοσιαλιστές της Κωνσταντινούπολης, η ενεργοποίησή τους ξανάρχισε μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η νεοτουρκική δικτατορία παραδόθηκε άνευ όρων στην Αντάντ. Μετά το τέλος μετά την κατάληψη της Πόλης από τα συμμαχικά στρατεύματα η πολιτική ζωή άρχισε να επανέρχεται στους προ των Νεότουρκων ρυθμούς. Με επίκεντρο τον Βεζεστένη, τα παλαιά συνδικαλιστικά στελέχη και η παρέα των σοσιαλιστών άρχισε να επανεργοποιείται. Μέσω της αφήγησης του Σεραφείμ Μάξιμου, γίνεται γνωστή η ιστορία της σοσιαλιστικής οργάνωσης της Κωνσταντινούπολης, οι σχέσεις με το μπολσεβικικό κέντρο και η επιρροή που ασκούν τα μέλη της στο υπό διαμόρφωση ελλαδικό ΚΚ. Ο ίδιος ο Μάξιμος είχε έρθει σε επαφή με τις επαναστατικές εξελίξεις στη Ρωσία πριν την άφιξή του στην Κωνσταντινούπολη, καθώς δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά μεταξύ Οδησσού και Σοχούμι (Καύκασος). Για τον ίδιο, η εφημερίδα Μακεδονία σε πρωτοσέλιδό της την 19η Δεκεμβρίου του 1957 γράφει τα εξής τον Μάξιμο: «Άλλοτε αρχηγός της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΚΚΕ. Υπήρξε από τους πρώτους οργανωτάς του κομμουνιστικού κόμματος και από τους πρώτους ηγέτας αυτού.»

Την ίδια εποχή οι σοσιαλιστές της Σμύρνης που βρισκόταν πίσω από την έκδοση της εφημερίδας Ο Εργάτης, που η κυκλοφορία της είχε σταματήσει από τους Νεότουρκους, συντάσσονται με το μεταπολεμικό εγχείρημα για ενσωμάτωση της Ιωνίας στην Ελλάδα, όπως φαίνεται από επιστολή του εκδότη Δ. Κοτζαμάνη στον Βενιζέλο. Εκπρόσωποι από τη Σμύρνη συμμετέχουν και στο Ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ στις 4 Νοεμβρίου του 1918 (17 με το νέο ημερολόγιο), όπου διατυπώνεται η θέση για την αυτονομία όλων των κοινοτήτων σε Βαλκάνια και Μικρά Ασία με την ταυτόχρονη επιστροφή των προσφύγων στις πατρίδες τους. Η θέση αυτή θα αλλάξει πλήρως μέσα στο 1920, όταν θα έρθει η ντιρεκτίβα από την Κομιντέρν. Η εμπειρία της εθνικής εκκαθάρισης στη Δυτική Μικρά Ασία, που είχαν ακολουθήσει οι Νεότουρκοι καθ’ όλη τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, προσανατόλιζε τους σοσιαλιστές της Σμύρνης σε θέσεις των Γληνού, Σκληρού, που εκείνη την περίοδο εξέφραζε στο ΣΕΚΕ ο Νίκος Γιαννιός.

Στην Κωνσταντινούπολη, οι σοσιαλιστές παρεμβαίνουν πολιτικά με την συγκρότηση της Διεθνούς Πανεργατικής Ένωσης (ΔΠΕ), κατά το πρότυπο αμερικανικού επαναστατικού αναρχοσυνδικαλισμού. Η ΔΠΕ, που γύρω της συσπειρώνονται περί τα 5.000 άτομα, εκδίδει την εφημερίδα Νέος Άνθρωπος στα ελληνικά και αναπτύσσει σχέσεις με το ΣΕΚΕ. Ο Μάξιμος αναλαμβάνει γραμματέας της Εκτελεστικής Επιτροπής. Όπως αναφέρει ο Κωστής Καρπόζηλος, τον Οκτώβριο του 1920, η είδηση δημοσιεύεται υπό τη μορφή επιστολής στο περιοδικό One Big Union Monthly του Σικάγου με την υπογραφή του Μάξιμου: «…οι ταξικά συνειδητοί εργάτες της Κωνσταντινούπολης ίδρυσαν μια οργάνωση… με στόχο την κατάργηση της μισθωτής εργασίας και την κοινωνικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων…» Η Διεθνής Πανεργατική Ένωση θα είναι η πρώτη οργάνωση που θα ενταχθεί ο νεαρός τότε Νίκος Ζαχαριάδης.

Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια ρευστή εποχή, όπου ακόμα είναι αδιαφοροποίητες οι τελικές μορφές. Στο χώρο του σοσιαλισμού, η διάλυση της Β’ Διεθνούς προκάλεσε μια «απελευθέρωση» ομάδων και ιδεών, που κλήθηκε να προσαρμοστεί στη νέα κανονικότητα που επέβαλαν οι απόψεις του Λένιν μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων. Το γεγονός ότι στη Ρωσία επικράτησαν οι κομμουνιστικές φιλεργατικές απόψεις, προκάλεσε μεγάλη έλξη στους σοσιαλιστές της ΔΠΕ. Η ιδέα ότι μπορεί να υπάρξει μια παγκόσμια οργάνωση που θα αγωνιζόταν για ένα μεταεθνικό κόσμο υποστηρίζοντας τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, γοήτευε τους νεαρούς σοσιαλιστές. Όλο το μοντέλο εκείνη τη στιγμή εκλαμβανόταν ως ένα παγκόσμιο οικουμενικό σχέδιο για την χειραφέτηση και την ειρήνη. «….ο κοµµουνισµός ήταν µια εναλλακτική αφήγηση του κόσµου πέρα από τα όρια του έθνους-κράτους. Στο πλαίσιο αυτό, οι κοµµουνιστές δεν ήταν πιόνια ή όργανα κανενός. Στα δικά τους µάτια υπηρετούσαν µια παγκόσµια υπόθεση, την παγκόσµια επανάσταση. Βεβαίως, η ιδέα του «Σοσιαλισµού σε µια χώρα» µετακινεί το κέντρο βάρος από το παγκόσµιο στο εθνικό, και στην πράξη από την Κοµιντέρν στην ΕΣΣΔ.»

Ο Σεραφείμ Μάξιμος θα μεταβεί το Μάρτιο του 1921 στη Σοβιετική Ρωσία εκπροσωπώντας την Ένωση στο ιδρυτικό συνέδριο της Κόκκινης Διεθνούς των Εργατικών Συνδικάτων της Μόσχας. Εκεί γνώρισε τον Νίκο Δημητράτο ο οποίος εκπροσωπούσε το ΣΕΚΕ. Η αποδοχή από τους μπολσεβίκους θα οφείλεται στην ήδη υπάρχουσα ένταξη στους κόλπους τους Ελλήνων της Ρωσίας. Και στο συγκεκριμένο θέμα ο ενδιάμεσος κρίκος ήταν ο Ηλιόπουλος, ένας κομμουνιστής από τις ελληνικές κοινότητες της Μαύρης Θάλασσας. Μέσω του Ωρίωνα Αλεξάκη, ενός ντόπιου Έλληνα μπολσεβίκου θα έρθει σε επαφή με την Κομιντέρν ο Δημοσθένης Λιγδόπουλος, εκπροσωπώντας μαζί με τον Νίκο Δημητράτο την πλέον ακραία τάση του ΣΕΚΕ -που είχε καταφέρει να επικρατήσει σε συνεργασία με την εβραϊκή Φεντερασιόν. Ο Λιγδόπουλος μαζί με τον Αλεξάκη που τον συνόδευε, θα χάσει τη ζωή τους από «Τουρκολαζούς» πειρατές κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα.

Με την επικράτηση των κεμαλιστών στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, 30 από τα μέλη της ΠΔΕ αποφασίζουν να φύγουν είτε για Ελλάδα είτε για Σοβιετική Ρωσία λόγω του εθνικιστικού κλίματος που άρχισε να επικρατεί στην Κωνσταντινούπολη. Ο Μάξιμος συνελήφθη το Νοέμβριο του 1922 από τις τουρκικές αρχές και μετά την απελευθέρωσή του, μαζί με χιλιάδες πρόσφυγες, έφτασε στην Ελλάδα, όπου μέσα σε σύντομο διάστημα εκλέχθηκε στην Κ.Ε. του ΣΕΚΕ(Κ).

Όσοι κατέληξαν στη Μόσχα, ως πολιτικοί πρόσφυγες μπήκαν υπό την προστασία της Διεθνούς Οργάνωσης για τη Βοήθεια των Αγωνιστών της Επανάστασης. Εκεί ήρθαν σε επαφή με τους μπολσεβίκους από τις ελληνικές κοινότητες της Μαύρης Θάλασσας, οι οποίοι παρακολουθούσαν στη Μόσχα μαθήματα στις διάφορες κομματικές σχολές. Ήδη από τον Αύγουστο του 1921, οι μπολσεβίκοι είχαν δημιουργήσει το Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των Λαών της Ανατολής (ΚΟΥΤΒ). Τότε κατέθεσε την πρόταση ένας από τους Έλληνες κομμουνιστές της Οδησσού, ο Ε. Γρυπάρης, να δημιουργηθεί ελληνικό τμήμα ώστε να βοηθηθούν οι προπαγανδιστικές προσπάθειες για τις ελληνικές κοινότητες της Νότιας Ρωσίας και του Καυκάσου. Και ένα επί πλέον όφελος θα ήταν η αποστολή αυτών των εκπαιδευμένων πλέον επαγγελματικών στελεχών Ελλήνων της Ρωσίας στην Ελλάδα ως εκπροσώπων της Κομιντέρν. Με το σχέδιο αυτό του Γρυπάρη συμφώνησε τόσο ο Βασίλ Κολάροφ ηγέτης της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας (ΒΚΟ) και άρα και του ΚΚΕ, όσο και ο τότε γραμματέας του ελληνικού κόμματος Νίκος Δημητράτος. Από το 1923 άρχισε να λειτουργεί στους κόλπους του ΚΟΥΤΒ και ελληνικό τμήμα, το οποίο αρχικά επανδρώθηκε με Έλληνες από τη Νότια Ρωσία και τον Καύκασο, καθώς και πρόσφυγες από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως ήταν η περίπτωση του Νίκου Ζαχαριάδη. Περισσότεροι από είκοσι Έλληνες φοίτησαν από το Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο, μεταξύ τους και μέλη της ΔΠΕ. Μετά το 1925, Έλληνες από την Ελλάδα και τις άλλες βαλκανικές χώρες άρχισαν να φοιτούν στο Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο Εθνικών Μειονοτήτων Δύσης (KUNMZ). Αλλά και εκεί, η πλειονότητα των Ελλήνων σπουδαστών προερχόταν από τους Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης.

Από τους σπουδαστές του ΚΟΥΤΒ προήλθε η ομάδα που στάλθηκε στην Ελλάδα το 1924. Είχε προηγηθεί, στα τέλη του 1922, μια πρώτη ομάδα εκπαιδευμένων στελεχών. Φαίνεται ότι η Κομιντέρν αποφάσισε να ελέγξει απολύτως το Παράρτημα που είχε στην Ελλάδα και αυτό μπορούσε να το πετύχει μόνο με τα επαγγελματικά στελέχη που είχαν εκπαιδευτεί στις κομματικές σχολές και ήταν απολύτως αφοσιωμένα στην παγκόσμια υπόθεση μιας ενιαίας επαναστατικής έκφρασης χωρίς ενδοιασμούς και περισπασμούς από τοπικές ιδιομορφίες.

Έτσι, τον Απρίλιο του 1924 αναχώρησαν από την Οδησσό από την παρέα της Πανεργατικής οι Νίκος Ζαχαριάδης, Ανατολικοθρακιώτης, Κώστας Σκλάβος, από τη Σμύρνη, Νίκος Νικολαϊδης, Τήνιος, Κρητικός και Μεναγάκης για να αναλάβουν καθοδηγητικό ρόλο. Στην ομάδα που θα ηγηθεί του ΚΚΕ θα είναι και άλλοι απεσταλμένοι από την Κομιντέρν, όπως ο Τραπεζούντιος Ανδρόνικος Χαϊτάς, ο επίσης Πόντιος από το Καρς Κώστας Ευτυχιάδης, ο Γιάννης Μιχαηλίδης κ.ά. Το 1923 φτάνει στην Ελλάδα και ο Σεραφείμ Μάξιμος, ο οποίος στην αρχή ως μέλος της Κ.Ε. του ΣΕΚΕ, αναλαμβάνει κομματική δράση στην Καβάλα, και ως καπνεργάτης συμβάλλει στην ριζοσπαστικοποίηση των εργατών. Οι Ανατολικοθρακιώτες Σεραφείμ Μάξιμος και Ελευθέριος Σταυρίδης είναι τα πρώτα δύο τέτοια στελέχη, που από τον Σεπτέμβριο του 1923 εκλέγονται μέλη της Κεντρικής Επιτροπής. Ο Ν. Μαραντζίδης σημειώνει: «Η παρουσία του Μάξιμου σηματοδοτούσε την ανάδειξη στο εσωτερικό του κόμματος μιας κομματικής ελίτ προερχόμενης από την ελληνική διασπορά της Μικράς Ασίας και της Ρωσίας.» Ο δε Νίκος Ζαχαριάδης, αφού ήδη το 1922 έγινε μέλος του Κόμματος των Μπολσεβίκων και εκπαιδεύτηκε στο ΚΟΥΤΒ, στάλθηκε στην Ελλάδα όπου κατ’ αρχάς ανέλαβε ρόλο καθοδηγητή στην Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας (ΟΚΝΕ) στην Αθήνα, όπου σύντομα έγινε γραμματέας της.

Το καλοκαίρι του 1924 ο Μάξιμος, εκπροσωπώντας το ελληνικό τμήμα (ΚΚΕ) στο 5ο Συνέδριο της Κομιντέρν ζήτησε την άμεση αποστολή στην Ελλάδα κομμουνιστών από τις ελληνικές κοινότητες της Νότιας Ρωσίας και του Καυκάσου, ώστε να επιταχυνθεί η μπολσεβικοποίηση του Κ.Κ. Η άνοδος των απεσταλμένων από την Κομιντέρν στο ελλαδικό ΚΚ θα είναι ραγδαία. Το 1927, στο τρίτο συνέδριο, τέσσερα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής προέρχονταν από τον κύκλο των «κούτβηδων». Έτσι θα υπάρξουν κάποια κοινά στελέχη μεταξύ του Κομμουνιστικού Κόμματος και των προσφύγων, τα οποία θα διευκολύνουν αργότερα την ένταξη των πλέον πολιτικοποιημένων προσφύγων σ’ αυτό. Το 1927 ο Ανδρόνικος Χαϊτάς αναλαμβάνει γενικός γραμματέας στο ΚΚΕ, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του ’30 η πλειονότητα της ηγεσίας αποτελούνταν από άτομα προσφυγικής καταγωγής: «η πλειονότητα των μελών της Κεντρικής Επιτροπής και των μελών του Π.Γ. είναι πρόσφυγες Μικρασιάτες, Πόντιοι, Βαλκάνιοι, Έλληνες της Ρωσίας και γενικώς Έλληνες των παροικιών».

Η διαφορά των Ελλήνων σοσιαλιστών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τους Ελλαδίτες ομοϊδεάτες τους, έγκειται στο γεγονός ότι η διαμόρφωσή τους και η χειραφέτησή τους σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην προσφυγική εμπειρία. Αφενός η έλευση ηγετικών στελεχών στο ΚΚΕ που προέρχονταν από τον προσφυγικό ελληνισμό και από την άλλη η έλευση στην Ελλάδα ως πρόσφυγες, πλήθους πολιτικά συγκροτημένων προσώπων, επηρέασε την αρχική αντιπροσφυγική στάση του ΚΚΕ και την μετέβαλε άρδην όσον αφορά την αποδοχή των προσφυγικών αιτημάτων.

Τα συνέδρια των Ελλήνων προσφύγων από τον Καύκασο που άρχισαν να πραγματοποιούνται στην Ελλάδα από το 1923 αποκαλύπτουν την ύπαρξη μιας πρωτοποριακής και προοδευτικής σκέψης. Για παράδειγμα Γιάννης Πασαλίδης, αντιπρόεδρος του Συλλόγου Καυκασίων Καλαμαριάς γράφει ως ανεξάρτητος σοσιαλιστής βουλευτής το 1925 ότι το πρώτο ζήτημα που θα έπρεπε να επιλυθεί ήταν το προσφυγικό μέσω μιας τολμηρής αγροτικής μεταρρύθμισης και ότι η κύρια αντίθεση βρίσκεται μεταξύ των ακτημόνων ή μικρογεωργών αγροτών γηγενών και προσφύγων με τους πλούσιους , που κρατούν παρανόμως «ακόμη και ανταλλάξιμα μουσουλμανικά κτήματα».

Χαρακτηριστική ήταν και η τοποθέτηση του Μηνά Πατρίκιου, από την Καλλικράτεια της Ανατολικής Θράκης, ο οποίος σε παρέμβασή του 3ο Παμπροσφυγικό Συνέδριο τον Απρίλιο του 1925 είχε δηλώσει: «Με κυβερνήσεις συντηρητικάς και απολυταρχικάς δεν λύεται το αγροτικόν ζήτημα… Μη ελπίσωμεν από τας σημερινάς κυβερνήσεις λύσιν. Προτείνω λοιπόν όπως ο προσφυγικός κόσμος συσσωματωθή εις κόμμα Εργατοαγροτικόν […] Από απόψεως οικονομικής είμεθα προλετάριοι. Οι πόλεμοι μάς διεμόρφωσαν ούτως, ώστε είνε αδύνατον να ταχθώμεν με την τάξιν των κεφαλαιοκρατών».