Ένα καινοφανές χαρακτηριστικό στην ποιητική παραγωγή του ΚΑ’ αιώνα είναι η εμφάνιση ποιητών σε προχωρημένη ηλικία χωρίς οποιαδήποτε προηγούμενη παρουσία[1].

Ads

Τούτοι έρχονται να συνυπάρξουν πλάι σε δημιουργούς που εξέδωσαν πριν από πολλά έτη και επανεμφανιστήκαν μετά από δεκαετίες[2] και προστίθενται σε νεαρότερους δημιουργούς, μεσήλικες ή νέους, και βεβαίως σε ποιητές προηγούμενων γενεών[3]. Και τούτο ακριβώς είναι που καθιστά δύσκολη τη γενεαλογική ταξινόμηση αφού η πρώτη εμφάνιση στα γράμματα και η ηλικία δε συμβαδίζουν με τις γνωστές λογικές ταξινόμησης. Για αυτό κάνουμε λόγο και για “ποιητές της αγανάκτησης[4] (κι όχι για “γενιά”[5]).
 

image

Έτσι και τον Ασημάκη Ασημακόπουλο -που εμφανίστηκε πρόσφατα με την ποιητική συλλογή «στην έλξη του αίματος» (Γαβριηλίδης, 2015)- οφείλουμε κριτικά να τον εντάξουμε στην ποίηση της αγανάκτησης, ενώ ηλικιακά θα έπρεπε να ενταχθεί στη γενιά του ’70. Αν και απουσιάζουν επικαιρικά στοιχεία (κρίση, ένδεια, προσφυγικό κλπ) είτε ως βίωμα είτε ως αγωνία, ο δημιουργός αναπόφευκτα λόγω του κοινωνικού και υπαρξιακού χαρακτήρα της ποιητικής του εντάσσεται ακριβώς στους ποιητές της αγανάκτησης.

Ads

Η ποίηση του Ασημακόπουλου παρά τον χαρακτήρα εκμυστήρευσης κινείται σε εξωτερικούς χώρους και ενσωματώνει κοινωνικές παραστάσεις κι εμπειρίες καθημερινές. Η συλλογή κινείται μεταξύ υπαρξιακής αναζήτησης και ερωτικής εκμυστήρευσης. Το κοινωνικό στοιχείο και η μνήμη (του έρωτα, της ανέμελης παιδικής ζωής, των χαμένων ονείρων) επανέρχονται συχνά στην ποιητική του Ασημακόπουλου. Και ο έρωτας πάντα παραμένει στο προσκήνιο είτε σαν βουβό πρόσωπο ή σαν υποκριτής.

Ο ποιητής δίνει τη δική του απάντηση στην πατρικοκαπηλεία της εποχής (πατρίδα μου,  παρτίδα), εκθέτει κοινωνικές ανησυχίες (καλός νους, ανεξάλειπτα, από απόσταση, απόμαχοι, ξηρασία, μια φορά κι έναν καιρό). Μιλά για τον ανθρώπινο πόνο (λιγοστά, σκοποί καταποτήρες) και τις δικές του εσωτερικές αμφιβολίες (τσιγαράκι;), εκφράζει οικολογικές ανησυχίες (self death, όχι στο χέρι).

Ο χρόνος και η μνήμη αποτελούν μία σταθερή θεματική (αιωνιότητα, εικόνα παιδικού ματιού, βήμα, χωρισμός, να μη μας προλαβαίνει ο χρόνος, στις καρδιές που δεν αφουγκράστηκε ποτέ κανείς, οι πρόγονοι, στα κενά της συνήθειας και της αγάπης). Ομοίως και ο έρωτας (Μαίρη Λ., στη ροή του ποταμού, προτροπή, δεσμός, Σοφία, ερωτικό, ταραντούλα, ξεχωριστή, ο θάνατος του ανταγωνισμού) με την αγάπη (αδυναμία, ώρα πολύ ακριβή, χωρισμός) και τη μοναξιά (εφιάλτες).

Ο ποιητής αναζητά την ποιητική έκφραση· ελεύθερος πειραματίζεται με τις λέξεις και τα νοήματα (εικόνα παιδικού ματιού, με την πλήρη απουσία ρήματος). Την αφήγηση διαδέχεται το εξομολογητικό (Μιράντα, χωρισμός, ώρα πολύ ακριβή, Μαίρη Λ.) ή απομνημονευματικό ύφος (αιωνιότητα, βήμα, δίκην παρόντος, μάθηση) και η μονολογική αποφθεγματικότητα (ανεξάλειπτα, από απόσταση, πατρίδα μου, αχτίδα ερωτική, προς όλες τις γυναίκες αυτού του κόσμου, να μη μας προλαβαίνει ο χρόνος), ενώ άλλοτε υιοθετεί την πολύστιχη φόρμα (άλογα, τσιγαράκι;, κάπου κάπου τρίζει η κλειδαριά, ξηρασία, σε παρακαλώ). Οι ερωτικές του συνθέσεις μοιάζουν με ραβασάκια που αποκαλύπτουν τα αισθήματά του στο αντικείμενο του έρωτά του (σε παρακαλώ).

Η προφορική διάσταση της έκφρασής του διατηρεί μία ξεχωριστή αμεσότητα και ζωντάνια που συνάγεται από το ύφος της ποιητικής “προχειρότητας”. Σε συνδυασμό με το στιχουργικό ρυθμό και τα ενικά υποκείμενα ή αντικείμενα, αποκτά μία ιδιαίτερη αναπαραστατική δύναμη. Ένας ψευδομονόλογος αναπτύσσεται από το δημιουργό προς τον αναγνώστη· ένα ποιητικό μονόπρακτο αποκάλυψης κοινωνικών αγωνιών και υπαρξιακών αναζητήσεων.

Η εικονοπλασία εξάγεται μέσα από την αφήγηση. Το ανεπιτήδευτο ύψος επιτρέπει την ανάδυση εικόνων καθημερινών, οικείων στον αναγνώστη. Ο ποιητής αντιστέκεται στην πολυδαίδαλη και πλουραλιστική εικαστική ενισχύοντας τη ζωντάνια και τη φυσικότητα στις συνθέσεις. Στοχεύει μόνο στο γεγονός και το μήνυμα, χωρίς να υστερεί στο συναίσθημα, δίχως να αποπροσανατολίζεται από δευτερεύουσες παραστάσεις. Η “φτωχή” εικονοπλασία αναπόφευκτα αφήνει στο επίκεντρο το υπαρξιακό και κοινωνικό μήνυμα και την ερωτική εξομολόγηση. Ωστόσο τούτο δε λειτουργεί ανασταλτικά για το συναίσθημα.
 
Η εμφάνιση δημιουργών σε προχωρημένη ηλικία δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει. Συνδέεται άμεσα με την ανάγκη καλλιτεχνικής έκφρασης ατομικών ή συλλογικών αγωνιών. Και η κατάρρευση των προσωπικών ονείρων και των κοινών οραμάτων σε μια εποχή κρίσης είναι η αναγκαία χρονική στιγμή, σε συνδυασμό μάλιστα με την υψηλή μόρφωση και την διαδικτυακή επαφή των ατόμων με τις τέχνες.

Το βιβλίο

[1] πχ Μιχαήλ Παπαδόπουλος, Μαρία Σκουρολιάκου, Πέτρος Θεοδωρίδης κ.ά.

[2] πχ ο Ιάσων Λειδινός, ο Χάρης Μελιτάς κ.ά

[3] Αντώνης Παπαδόπουλος, Χαρά Χρηστάρα, Τόλης Νικηφόρου, Μιχάλης Κακίσης κ.ά

[4] βλ. Δήμος Χλωπτσιούδης, Οι ποιητές της αγανάκτησης, τοβιβλίο (12/05/2015) και Δήμος Χλωπτσιούδης, Η ποίηση της γενιάς της κρίσης/ποιητές της αγανάκτησης, τοβιβλίο (03/01/2015).

[5] βλ. Δήμος Χλωπτσιούδης, προβληματική για την ποιητική γενεαλογία και τον όρο “γενιά”, τοβιβλίο (30/04/2015)