Απόσπασμα από το βιβλίο – μαρτυρία Jinan, Σκλάβα του Ισλαμικού Κράτους, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη

Ads

[…] Τα νέα μου αφεντικά: ο μπάτσος Αμπού Ανάς και ο ιμάμης Αμπού Ομάρ
 
Δεν είμαι πια παντρεμένη, αλλά σκλάβα. Τα αφεντικά μου κάθονται στα μπροστινά καθίσματα του αυτοκινήτου που με οδηγεί στην αιχμαλωσία. Ορμάμε σ’ έναν ευθύ κι έρημο εξοχικό δρόμο. Το κοντέρ έχει κολλήσει στα 160 χλμ./ώρα.
 
Ο Αμπού Ανάς πατάει γκάζι, ενώ ο Αμπού Ομάρ χτυπάει τις χάντρες του κομπολογιού του. Στη διαδρομή φλυαρούν, χωρίς να μου απευθύνουν το λόγο. Ζαρωμένη στο πίσω κάθισμα, είναι σαν να μην υπάρχω γι’ αυτούς.
 
Εκείνη την Παρασκευή, βγαίνοντας από το τζαμί, οι δύο μαχητές πήγαν σ’ ένα από τα σπίτια του εμίρη Αμπού Μούσα, όπου ο Αμπντάλα ο «ζωέμπορος» εκθέτει το εμπόρευμά του.
 
Αγόρασαν έξι γυναίκες. Οι πέντε πρώτες βρίσκονται ήδη στη βίλα του αστυνομικού και του θρησκευτικού εκπροσώπου. Μ’ εμένα συμπληρώνεται η παρτίδα.
 
Ο Αμπού Ανάς και ο Αμπού Ομάρ κουβεντιάζουν στα αραβικά. Είναι σίγουροι ότι μια νεαρή Κούρδα καταλαβαίνει μόνο κουρδικά. Δεν κάνω τίποτα για να τους διαψεύσω.
 
«Σήμερα ήταν η μέρα της διανομής, δόξα να ’χει ο Αλλάχ!» λέει περιχαρής ο Αμπού Ανάς.
 
«Το πήραμε το μερίδιό μας: από τρεις ο καθένας! Εδώ, ένας άντρας δεν μπορεί να έχει πάνω από τρεις γυναίκες. Μόνο αν ζει στη Συρία, την Τουρκία ή σε κάποια χώρα του Κόλπου.
 
Έτσι είναι», σχολιάζει ο Αμπού Ομάρ.
 
«Δεν καταλαβαίνω γιατί αυτοί δικαιούνται περισσότερες γυναίκες από εμάς. Εσύ το πιάνεις;»
 
«Όχι. Πρέπει να ρωτήσεις στην υπηρεσία έρευνας και φετφάδων,( Φετφάς: Επίσημη γνωμοδότηση ή ερμηνεία, από μουφτή ή από ιμάμη, σχετική με θρησκευτικά ή νομικά ζητήματα του ιερού μουσουλμανικού δικαίου. Κατ’ επέκταση, επίσημη διαταγή. (Σ.τ.Μ.) 
 
«Κατά τη γνώμη μου, το κάνουν για να ευνοούν τις μπίζνες. Ο Σαουδάραβας αγοραστής έχει τα μέσα να πληρώσει για τη μεταφορά και τη διατροφή, σε αντίθεση με τα μέλη του Ισλαμικού Κράτους από τη Μοσούλη. Επωφελείται από το μεγαλύτερο μερίδιο, κι έτσι μπορεί να βγάζει κέρδος από τις αγορές του.
 
Είναι καλή συμφωνία: το Υπουργείο Οικονομικών του Ισλαμικού Κράτους αυξάνει τα έσοδά του για να συντηρεί τους μουτζαχεντίν και οι ξένοι αδερφοί μας ανθούν».
 
«Είναι απαραίτητο να υπάρχουν χρήματα στα ταμεία για την ενίσχυση του χαλιφάτου αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι πρόκειται για κανόνα χαλάλ». (Επιτρεπόμενος, σύννομος. (Σ.τ.Μ.)
 
Είδες που θα έχουμε σύντομα το δικό μας νόμισμα; Χρυσά, ασημένια και χάλκινα κέρματα. Το έχει αναλάβει το Ντιβάν Μπαΐτ αλ-Μαλ, το Δημόσιο Ταμείο.
 
Απ’ ό,τι λέγεται, πάνω στο χρυσό δηνάριο θα αναπαριστώνται επτά στάχυα. Τη Σούρα αλ Μπάκαρα την ξέρεις;»
«Όχι».
«Όσοι ξοδεύουν από τις περιουσίες τους για τη χάρη του Αλλάχ, μοιάζουν σαν τον κόκκο του σταριού, που από έναν φύτρωσαν επτά στάχυα, και που το καθένα δίνει εκατό κόκκους.
Έτσι και ο Αλλάχ, πολλαπλασιάζει τα αγαθά σε όσους θέλει.
Γιατί ο Αλλάχ είναι Απέραντος, Παντογνώστης».
 
«Αίνος και δόξα για το Θεό, και δεν υπάρχει άλλος Θεός εκτός απ’ το Θεό το Μέγιστο, και δεν υπάρχει άλλη προστασία και δύναμη παρά στο Θεό. Για να ξαναγυρίσουμε στο θέμα μας, νομίζω πως κάναμε καλή επιλογή. Δεν έπρεπε να καθυστερήσουμε. Πολλές κοπέλες έφυγαν για τη Συρία ή τις μοίρασαν στους μαχητές την επομένη της νίκης μας στη Σιντζάρ.
 
Σύντομα, θα απομείνουν μόνο οι δευτέρας διαλογής, κάτι άσχημες και σιτεμένες, ή τίποτα πολυμεταχειρισμένες, που μέχρι και τα αδέρφια τους θα τις πουλούσαν για να τις ξεφορτωθούν».
 
«Δίκιο έχεις, αδερφέ μου. Τώρα θα στρώσουμε τις δικές
μας! Δες, φτάσαμε κιόλας στο Ράστι»(Προάστιο της πόλης Ιρμπίλ, στο Βόρειο Ιράκ. (Σ.τ.Ε.)
 
Το αυτοκίνητο της αστυνομίας πέρασε αργά ένα οδόφραγμα που φρουρούσαν δύο πολιτοφύλακες, κι έπειτα διέσχισε μια συνοικία-φάντασμα. Το σπίτι των δύο τζιχαντιστών «ανήκει» στο Ισλαμικό Κράτος. Έχει μια επιγραφή στην πύλη, που το λέει με μεγάλα γράμματα, και από κάτω γράφει «Ιδιοκτησία Αμπού Ανάς».
 
Ο αστυνόμος βάζει το αυτοκίνητο στο γκαράζ.
Ένας φρουρός σηκώνει την μπάρα για να περάσουμε στην εσωτερική αυλή. Κουτσαίνει από το δεξί του πόδι, συνέπεια είτε τραυματισμού του σε μάχη είτε κάποιας ασθένειας. Τον λένε Χουσάμ. Τον ακολουθώ ξυπόλυτη.
 
Μες στο σπίτι, οι κοπέλες Γεζίντι μού επιφυλάσσουν θερμή υποδοχή. Φιλιόμαστε. Με βάζουν να καθίσω στον καναπέ ενός μεγάλου σαλονιού και μου προσφέρουν ένα ποτήρι νερό. Τους εξηγώ όσα έχω τραβήξει: τους λέω για τη φυλακή, τα κτίρια συγκέντρωσης, τα σπίτια, το νοσοκομείο.
 
«Πολύ φοβάμαι ότι θα έχουμε άπλετο χρόνο στη διάθεσή μας να γνωριστούμε καλύτερα», με διακόπτει η Ναλίν, μια μεγαλύτερή μου γυναίκα, με σκούρα γκρίζα μάτια.
 
«Θα σε ξεναγήσω στο ισόγειο. Απαγορεύεται να ανεβαίνουμε τη σκάλα χωρίς άδεια. Ο επάνω όροφος είναι μόνο για τους άντρες. Όταν λείπουν, τον κλειδώνουν».
 
Η Ναλίν έχει γίνει «η κυρία της φυλακής». Την ακολουθώ. Το ισόγειο αποτελείται από πέντε δωμάτια, κουζίνα και λουτρό. Στο σαλόνι δεσπόζουν πολυτελείς δερμάτινοι καναπέδες και ανάκλιντρα με υφασμάτινα ριχτάρια.
 
Στον τοίχο κρέμεται μια τηλεόραση πλάσμα τεραστίων διαστάσεων. «Μην μπεις στον κόπο να ψάξεις προγράμματα, μόνο ένα ισλαμικό κανάλι πιάνει». Το μικρό σαλόνι έχει και αυτό μια συσκευή συντονισμένη σε θρησκευτικές εκπομπές. «Σαν να είμαστε σε φυλακή είναι».
 
Το πρώτο δωμάτιο είναι το κοινό μας. Η επίπλωση του δεύτερου περιορίζεται σε ένα σομιέ και μια ξεπατωμένη ραφιέρα.
 
Το τρίτο έχει κάτι στρώματα από αφρολέξ και κουβέρτες για τους φιλοξενούμενους. Το λουτρό έχει τρεχούμενο νερό, η κουζίνα είναι εξοπλισμένη με μια σχεδόν καινούρια εστία υγραερίου κι έναν τεράστιο καταψύκτη, που χωράει άνετα δύο ολόκληρα σφαγμένα αρνιά.
 
Το σπίτι στέγαζε μια οικογένεια Γεζίντι. Προτού το δώσει το Ισλαμικό Κράτος στους οπαδούς του, είχε λεηλατηθεί. Οι ληστές αδιαφόρησαν για την επίπλωση και τον εξοπλισμό, αλλά φρόντισαν να εξαλείψουν κάθε ίχνος των προηγούμενων ενοίκων.
 
Τα προσωπικά αντικείμενα, τα ρούχα, τα διακοσμητικά έχουν εξαφανιστεί όλα. Μόνο από κάποιες διάσπαρτες ενδείξεις μαντεύει κανείς ότι προϋπήρξε ανθρώπινη παρουσία: μια βούρτσα μαλλιών, κάτι γυαλιά με χοντρούς φακούς μέσα σ’ ένα συρτάρι και –οποία έκπληξη για εμένα!– ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια στο βάθος ενός ντουλαπιού. Τα δοκιμάζω και αναστενάζω με ανακούφιση, γιατί είναι στο νούμερό μου.
 
«Μπορεί να είμαστε αιχμάλωτες, αλλά τουλάχιστον έχουμε μια στοιχειώδη άνεση σε αυτό το σπίτι που το έκλεψαν από τους Γεζίντι. Υπάρχει και ηλεκτρικό. Η περιοχή είναι βυθισμένη στο σκοτάδι, αλλά αυτοί εδώ έχουν κάνει αυθαίρετη σύνδεση και τραβάνε ρεύμα από ένα τηλεγραφόξυλο, μου εξήγησε ο φρουρός. Απ’ ό,τι φαίνεται, πιάνει ο αυτοσχεδιασμός.
 
Πάρε ένα στρώμα και μια κουβέρτα και βολέψου όπου σ’ αρέσει στο κοινό δωμάτιο. Από χώρο, άλλο τίποτα! Ξεκουράσου. Θα μιλήσουμε αργότερα. Έχω πολλά σημαντικά πράγματα να σου πω».
 
Έβαλα το στρώμα μου στον κοιτώνα και ξάπλωσα. Νιώθω καλύτερα, αλλά η υγεία μου παραμένει εύθραυστη. Γλίτωσα τα χειρότερα. Το νεφρό μου είναι σώο και αβλαβές, αλλά οι επανειλημμένες λοιμώξεις μ’ έχουν εξουθενώσει. Το ηθικό μου είναι πολύ πεσμένο. Έτρεφα την ελπίδα ότι θα έμενα με τους γιατρούς, αλλά το όνειρό μου διαλύθηκε.
 
Η επιστροφή στη σκλαβιά μαραζώνει. Είμαι αιχμάλωτη στο άντρο δύο τζιχαντιστών πολεμιστών. Σκέφτομαι τον Ουαλίντ και κλαίω όσο δεν έχω κλάψει απ’ όταν μας πήραν σηκωτούς από το δρόμο, στις 4 Αυγούστου. Έχω χάσει την αίσθηση του χρόνου, αλλά έχουν κυλήσει τουλάχιστον δύο εβδομάδες από την απαγωγή. Είμαι απελπισμένη.
 
«Τα δάκρυα ανακουφίζουν, αλλά δε βοηθούν σε τίποτα. Φοβάμαι ότι τα αφεντικά μας είναι ανελέητα».
 
Η Ναλίν έχει καθίσει σταυροπόδι δίπλα μου, χαμογελώντας καλοπροαίρετα. Της λέω για το γάμο μου με τον Ουαλίντ και πόσο μου λείπει. Αυτή είναι ανύπαντρη, αν και είκοσι πέντε χρόνων, ηλικία όπου οι κοπέλες Γεζίντι είναι, γενικά, από καιρό αποκαταστημένες. Ζούσε με τους γονείς της στην Ιρμπίλ, αλλά δεν επεκτείνεται περαιτέρω. Ο αδερφός της, με τον οποίο επικοινωνούσε συχνά μέσω του διαδικτύου, ζει μόνιμα στη Γερμανία.
 
 «Ήμαστε εκατοντάδες φυλακισμένες και τώρα απομείναμε μόνο έξι. Πρέπει να καταλάβουμε ότι, αν μείνουμε η καθεμιά απομονωμένη, η κατάστασή μας θα γίνει ακόμα πιο δραματική. Αν θέλουμε να βρούμε την ευκαιρία να φύγουμε από εδώ μέσα, πρέπει να είμαστε αλληλέγγυες. Πρέπει να αντισταθούμε όλες μαζί. Με τις κοπέλες έχουμε κάνει συμμαχία. Είσαι έτοιμη να συνταχθείς μαζί μας;»
 
«Συμφωνώ».
«Ορκίσου».
«Ορκίζομαι».
«Νομίζω ότι θα γίνουμε καλές φίλες», λέει χαρούμενη η Ναλίν.
 
Η ισχυρή της προσωπικότητα με καθησυχάζει. Είναι από εκείνο το, σπάνιο στα μέρη μας, είδος γυναικών που αντιστέκονται σθεναρά στους άντρες. Η Ναλίν έχει τη στόφα αρχηγού.
 
Γνωρίζω τις συγκρατούμενές μου, τις «κοπέλες της συμμαχίας». Οι περισσότερες έχουν μεταφερθεί από το «Galaxy Center» της Μοσούλης, μια κινηματογραφική αίθουσα όπου είχαν στοιβαχτεί χίλιες γυναίκες, όπως και στη φυλακή Μπαντούς.
 
Η Τζαμίλα είναι μυστηριώδης και μοναχική. Ήταν τεταρτοετής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μοσούλης. Η σχολή εκκενώθηκε τον Ιούνιο, λίγο πριν την πλήρη κατάληψη της πόλης από το Ισλαμικό Κράτος.
 
Από το άντρο των τζιχαντιστών την έβγαλαν, μαζί με τετρακόσιες συμφοιτήτριές της Γεζίντι, Ιρακινοί κομάντο που είχαν κινητοποιηθεί επειγόντως από τη βουλευτή μας, τη Βιάν Ντάχιλ. Επέστρεψε στο χωριό της, όπου τη συνέλαβε το Ισλαμικό Κράτος τον Αύγουστο.
 
Η Χεβί είναι κομμώτρια. Δούλευε στο κομμωτήριο του αδερφού της. Τα μακριά της μαλλιά πέφτουν στην πλάτη της σε δύο χοντρές κοτσίδες. Είναι μικροκαμωμένη. Έχει μελιά μάτια, χρυσαφένιο δέρμα και γαμψή μύτη.
 
Στα είκοσι επτά της, η Μπούχρα είναι η μεγαλύτερη της ομάδας. Ντροπαλή και συνεσταλμένη. Δεκαπέντε χρόνων, η Εβάρα είναι η μικρότερη και η κλαψιάρα της παρέας μας. Πολύ ευσυγκίνητη, δέχεται τα κακά νέα, που δε λείπουν ποτέ, με καταρράκτες δακρύων.
 
Η Ναλίν την κοροϊδεύει. «Είναι χειρότερη από εσένα», μου λέει. «Πρέπει να αποφεύγει να κλαψουρίζει μόλις της δίνει ένα χαστούκι ο Αμπού Ανάς, γιατί, την επόμενη φορά, θα της αστράψει δύο.
 
Οι επαγγελματίες κλαψιάρες είναι σαν τις πόρνες: ασκούν το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου. Τα αφεντικά μας θέλουν να μας βλέπουν να κλαίμε και να κάνουμε σεξ. Αυτό είναι το κόλπο τους. Μην πέσουμε, λοιπόν, στην παγίδα τους. Δε θα τους δώσουμε αυτή τη χαρά.
Θα αντισταθούμε!»
 
Το βράδυ, δεν προλαβαίνω να κλείσω τα μάτια, και αποκοιμιέμαι. Δεν άκουσα τον Αμπού Ανάς και τον Αμπού Ομάρ που επέστρεψαν. Ανέβηκαν κατευθείαν στον επάνω όροφο και ξανάφυγαν το πρωί από τα χαράματα. Είναι οκτώ το βράδυ όταν εμφανίζονται ξάφνου στο δωμάτιό μας […]

image

(2015) Jinan, Σκλάβα του Ισλαμικού Κράτους, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη

Ads

Το Νοέμβριο του 2014, η Τζινάν συναντάει τυχαία το Γάλλο δημοσιογράφο της εφημερίδας Le Figaro Τιερί Ομπερλέ. Του διηγείται την ιστορία της δειλά, με αιδώ και ειλικρίνεια. Τα λόγια της, ακριβή και σταράτα, κρύβουν τη δυστυχία της. Η Τζινάν έχει διασωθεί.

Η αδύναμη φωνή της έρχεται σε αντίθεση με τη δύναμη του χαρακτήρα και την αποφασιστικότητά της.

Πουλήθηκε σε δύο “μαχητές”, οι οποίοι τη βασάνισαν και την κρατούσαν έγκλειστη.

Την ανάγκασαν, επίσης, να προσηλυτιστεί στο Ισλάμ, όπως έγινε και με όλες τις αιχμάλωτες των τζιχαντιστών. Το Ισλαμικό Κράτος θεωρεί ότι το μόνο που αξίζει σε αυτές τις άπιστες είναι η σεξουαλική σκλαβιά.

Η Τζινάν στάθηκε τυχερή. Κατάφερε να διαφύγει.

Τούτη η μαρτυρία θα βοηθήσει να γιατρευτούν οι πληγές οι δικές της, αλλά και όλων των γυναικών που είχαν την ίδια τύχη και κατάφεραν να επιζήσουν.

“Μπήκε το Ισλαμικό Κράτος στο χωριό! Μας επιτίθεται το Ισλαμικό Κράτος!”

Η Τζινάν το περίμενε ότι από μέρα σε μέρα θ’ αναγκαζόταν να φύγει άρον άρον. Ήδη από τις αρχές του καλοκαιρού του 2014 είχε εξαπλωθεί στην περιοχή ένα αίσθημα επικείμενου κινδύνου και μαζί η τρομακτική αίσθηση ότι ένας κόσμος επρόκειτο να καταρρεύσει: ο δικός της, o κόσμος των Γεζίντι που ζούσαν στους πρόποδες του όρους Σιντζάρ, στο βόρειο τμήμα του Ιράκ, κοντά στα σύνορα με τη Συρία.

“Μπήκε το Ισλαμικό Κράτος στο χωριό! Μας επιτίθεται το Ισλαμικό Κράτος!”

Η επίθεση των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους είχε στόχο τις θρησκευτικές και εθνοτικές μειονότητες.

Πού να φανταζόταν η Τζινάν ότι στις 4 Αυγούστου οι μαχητές του Ισλαμικού Κράτους θα έπιαναν αιχμαλώτους την ίδια και την οικογένειά της και ότι σύντομα θα τη χώριζαν από τους συγγενείς της, για να ζήσει τρεις μήνες στην κόλαση της δουλείας…