Η είδηση του θανάτου του Γιώργου Κοτανίδη έχει σκορπίσει θλίψη στο χώρο τεχνών. Με αφορμή το θάνατο του το tvxs.gr παρουσιάζει απόσπασμα από το βιβλίο του Στέλιου Κούλογλου «Μαρτυρίες για τη δικτατορία και την αντίσταση» (Εκδόσεις Εστία), για το «Ελεύθερο Θέατρο» μέσα στη χούντα.

Ads

Ήμασταν μια εξαιρετική συντροφιά πάνω στην Θεσσαλονίκη, πριν τη δικτατορία.. Μια μεγάλη φοιτητική παρέα όπου είχαμε κάνει και τον Φ.Ο.Θ.Κ., Φοιτητικό Όμιλο Θεάτρου Κινηματογράφου. Κάναμε θεατρικές παραστάσεις, κινηματογραφική λέσχη. Ήταν μια εξαιρετική περίοδος για το φοιτητικό κίνημα, που με την χούντα δέθηκε χειροπόδαρα. Πάρα πολλοί φοιτητές πιάστηκαν και στάλθηκαν κατευθείαν στην εξορία,. Με το παρά μικρό γίνονται συλλήψεις, βασανιστήρια κλπ. Στη Θεσσαλονίκη, υπήρχε μια «πολύ καλή» ομάδα βασανιστών: ο Δίπλας, ο Τετραδάκος, κάτι τέρατα. Επίσης, υπήρχαν πολλοί χαφιέδες οι οποίοι μας παρακολουθούσαν συνέχεια. Βέβαια, για μένα όλα αυτά ήταν μια αφορμή να τα παρατήσω και να έρθω στην Αθήνα να γίνω ηθοποιός. Διότι αυτό ήθελα να κάνω.

Στις 3 Σεπτέμβρη 1970 ήταν η πρώτη μας πρεμιέρα με το «Ελεύθερο Θέατρο» που το δημιουργήσαμε μόλις βγήκαμε από τη σχολή. Το έργο ήταν η «Όπερα του Ζητιάνου» του John Gay το πρωτότυπο έργο το οποίο ο Μπρεχτ διασκεύασε και έκανε την «Όπερα της πεντάρας». Η παράσταση ήταν, στην ουσία, η πρώτη δημόσια πράξη αμφισβήτησης της δικτατορίας, δεν έλεγε τίποτα άμεσα για δικτατορίες κλπ αλλά στη σκηνή συνέβαιναν δράσεις που συμβόλιζαν την καταπίεση και την αντίσταση και το κοινό καταλάβαινε τι υπονοούνταν. Την είχε σκηνοθετήσει με τέτοιο τρόπο ο Γιώργος Μιχαηλίδης ώστε να αναδείξει την απειλή που υπήρχε απ’έξω, απειλή που μπορεί να ήταν και μια κατοχή από ξένη δύναμη. Η παράσταση βαθμιαία αποδομούνταν και στο τέλος γινόταν ένα ξέσπασμα όπου εμείς οι ηθοποιοί διαλύαμε τα πάντα. Ήταν ένα λυτρωτικό ξέσπασμα και για μας επάνω στη σκηνή αλλά και για τους θεατές. Στην πρεμιέρα της «Όπερας του ζητιάνου» είχε έρθει η Ασφάλεια και έπιασε τον Γιάννη Λεκκό, τον σκηνογράφο μας, ψάχνανε να βρουν και τον Δημήτρη Κωτσάκη που είχε κάνει τη στατική μελέτη του σκηνικού μας, και ο οποίος ήταν καταζητούμενος γιατί είχε μπλεχτεί με μια βομβιστική απόπειρα στην αμερικάνικη πρεσβεία.

Το 1971 μετά από τις παραστάσεις της «Όπερας» στη Θεσσαλονίκη, αρχίσαμε να δουλεύουμε την ιστορία του Αλή Ρέτζο, του Πέτρου Μάρκαρη. Ήταν ένα έργο μπρεχτικό στο ύφος αλλά και πολύ ενδιαφέρον σε ό,τι αφορά την υπόθεσή του. Πρόκειται για ένα χωριό στην Τουρκία όπου όλοι δουλεύουν για τον Αλή Ρέτζο που είναι ο αγάς του χωριού.  Βέβαια, αυτός τους εκμεταλλεύεται άγρια και στο τέλος φτάνει στο σημείο να γκρεμίσει το χωριό, να το κάνει χωράφι.

Ads

Χρησιμοποιήσαμε στοιχεία εξπρεσιονιστικά στο σκηνικό, αλλά και στοιχεία «σαλτιμπάγκων» μπορώ να πω. Δηλαδή τα περίφημα «πατάρια», θέατρο μέσα στο θέατρο. Δεν είχαμε πάρα πολλές προσλαμβάνουσες τότε, μόνο τη φαντασία μας. Κάτι από φωτογραφίες Living theater ξέραμε μόνο, δεν ξέραμε πάρα πολλά πράγματα. Βέβαια είχαμε κάποια κείμενα από το θέατρο στο Βερολίνο, στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική, και προχωρούσαμε σε αυτή την κατεύθυνση. Εκείνο που αξίζει τον κόπο να πω είναι ότι κάναμε ομαδική σκηνοθεσία και ανοιχτές πρόβες. Στις πρόβες συμμετείχε βέβαια ο Πέτρος Μάρκαρης. Ήταν τόσο το ομαδικό πνεύμα που δεν βάλαμε ούτε καν το όνομά του στην αφίσα. Είχαμε φτάσει στην άλλη άκρη. Ήταν ο Σπύρος Βραχωρίτης ο οποίος ήταν σκηνοθέτης αλλά ήταν ενταγμένος στην ομάδα ως απλό μέλος της, δεν σκηνοθετούσε δηλαδή. Ήταν και αρκετοί άλλοι άνθρωποι στην ομάδα, φοιτητές, μουσικοί, εργάτες, ζωγράφοι. Υπήρχε μια παρέα εργατών φίλων μας από το Περιστέρι που έρχονταν στις πρόβες και παρακολουθούσανε. Θέλαμε τη γνώμη τους πριν ανέβει η παράσταση.

Πριν αποφασίσουμε να κάνουμε ομαδική σκηνοθεσία, προηγήθηκε η ρήξη με τον σκηνοθέτη της πρώτης παράστασής μας. Η «Όπερα του ζητιάνου» ήταν μια πολύ επιτυχημένη παράσταση επειδή ακριβώς από ένα σημείο και μετά εμείς υπηρετήσαμε το όραμά του σκηνοθέτη Γιώργου Μιχαηλίδη, άλλοτε διαφωνώντας άλλοτε συμφωνώντας, δεν έχει σημασία.  Έπειτα, όμως, η ιδέα μας ήταν ότι δεν θέλουμε να υπηρετούμε το όραμα ενός σκηνοθέτη, αλλά σαν ο λαός του Θεάτρου, σαν εργάτες του θεάτρου, εμείς οι ηθοποιοί δεν θέλουμε να μας λέει ο σκηνοθέτης από κάτω, «κάνε αυτό ή κάνε εκείνο» και να το κάνουμε σαν τυφλά όργανα. Θέλαμε να έχουμε απόλυτη συνείδηση της συμμετοχής μας. Και βαθμιαία οδηγηθήκαμε στην ομαδική δουλειά. Ονομάσαμε τον σκηνοθέτη «δικτάτορα» και το εισέπραξε βέβαια αδίκως ο Μιχαηλίδης. Φτάσαμε σε ακραία σημεία.

Την 21η Απριλίου του ‘72 που ήταν η πέμπτη επέτειος της Χούντας, είχαμε κανονίσει, όχι κατά σύμπτωση βέβαια, να κάνουμε μια παράσταση του Αλή Ρέτζο για την «ΕΚΙΝ», την Ευρωπαϊκή Κίνηση Νέων, στην οποία ήμουνα κι εγώ μέλος όπως κι άλλα παιδιά από το Ελεύθερο. Όμως το μεσημέρι, στις δώδεκα η ώρα, είχαμε συνεννοηθεί και μαζευτήκαμε κάπου είκοσι, τριάντα άτομα στα Προπύλαια κι εκεί, σε ένα κυκλικό σημείο που είχε μπροστά, προτείνω να κάτσουμε γύρω-γύρω για ξεκάρφωμα. Κάποια στιγμή που περνούσε αρκετός κόσμος, φωνάζουμε «κάτω η χούντα», «Δημοκρατία», και άλλα τρία, τέσσερα συνθήματα, και ξεπροβάλλουν από όλες τις γωνιές οι μπάτσοι. Είχαμε δώσει στίγμα. Και αρχίζει το κυνηγητό, στη Σόλωνος, στα στενά. Το δεύτερο σημείο που είχαμε ορίσει να μαζευτούμε ήταν το Ζάππειο. Μετά ξανά στα Προπύλαια, ξανά στην Νομική, το κυνηγητό ήταν τρομερό. Γιατί πετάγαμε ένα σύνθημα και φεύγαμε.

Το βράδυ όμως είχε πλάκα γιατί στην παράσταση για την Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων το θέατρο ήταν γεμάτο φοιτητές. Εμείς οι ηθοποιοί φοβόμασταν. Υπήρχε, βέβαια, και ένα σημείο στο οποίο όλα κορυφώνονταν. Ήταν το σημείο του έργου όπου ο Αλή Ρέτζο είχε αποφασίσει να γκρεμίσει το χωριό για να το κάνει χωράφι.  Είχαμε φτιάξει, λοιπόν, ένα φιλμάκι το οποίο ξεκινούσε από το τρακτέρ και παρεμβάλαμε ένα καρέ όπου έβγαινε ένα τανκ και σιγά-σιγά το καρέ μεγάλωνε και στο τέλος κυριαρχούσε το τανκ πάνω στην σκηνή. Αυτό ήταν ένα σημείο το οποίο δημιουργούσε «έκρηξη» στην πλατεία. Αν, τώρα, στις κανονικές παραστάσεις που κάναμε προκαλούσε φοβερό χειροκρότημα, ας σκεφτεί κανείς τι θα γινόταν εκείνη την ημέρα. Έτσι, προσπαθήσαμε να πούμε στους φοιτητές που γνωρίζαμε να είναι συγκρατημένοι γιατί αν ήταν να γίνει διαδήλωση, ας γινόταν μετά το τέλος.

Ξεκινάει, λοιπόν, η παράσταση, εγώ έκανα τον ένα από τους δυο αφηγητές, τον ρεπόρτερ που στην ουσία ήταν από την πλευρά του Ρέτζο –ήταν ένας τεχνοκράτης. Κάνοντας λοιπόν την πρώτη μου εμφάνιση, κατέβαινα στην πλατεία. Και βρίσκω αφορμή να βγω προς τα έξω, να δω τι γίνεται. Εκεί τι να δω; Όπου υπήρχε σημείο να σταθεί όρθιος άνθρωπος, ήταν γεμάτο χαφιέδες, φάτσες γνωστές, φιδίσιες, έτοιμες να δαγκώσουν και να χύσουν δηλητήριο. Οι ίδιοι που μας κυνηγούσαν το μεσημέρι στη διαδήλωση. Μετά ανεβαίνω στον εξώστη να κοιτάξω από πάνω και ξαφνικά εκεί που στεκόμουν, βλέπω αριστερά μου έναν ψηλό τύπο. Δεν του δίνω σημασία, είχε και πολύ κόσμο.  Γυρνάω και ποιος ήταν; Ο Καραπαναγιώτης, του σπουδαστικού της Ασφάλειας, από τους πιο κυνικούς ασφαλίτες.

Σιγά-σιγά, την κοπάνησα, πήγα στα παρασκήνια που ήταν και η θέση μου άλλωστε. Ευτυχώς, η παράσταση εξελίχτηκε χωρίς συλλήψεις μέσα στο θέατρο. Έπεσαν χειροκροτήματα, έγινε της τρελής, ήταν μια επιτυχημένη παράσταση. Βγαίνοντας το κοινό φώναξε καναδυό συνθήματα, αλλά δεν έγινε διαδήλωση, γιατί ήταν τόσοι πολλοί οι ασφαλίτες με τις κλούβες, που ήταν αδύνατον. Βέβαια μας περίμεναν έξω από το θέατρο και μας φωτογράφιζαν όλους μαζί και έναν-έναν.