Γεννημένος στις 27 Δεκεμβρίου του 1925, ο Μισέλ Πικολί δεν υπήρξε απλά ένας καλός ηθοποιός, αλλά ένας από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους καλλιτέχνες στην Ιστορία του Κινηματογράφου. Ένας πιστός υπηρέτης της Έβδομης Τέχνης, ο οποίος πρωταγωνίστησε στις ταινίες των καλύτερων σκηνοθετών της εποχής του, από τον Λουίς Μπουνιουέλ και τον Κώστα Γαβρά, μέχρι τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, τον Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, τον Αλέν Ρενέ και τον Θόδωρο Αγγελόπουλο.

Ads

Ο Μισέλ Πικολί έφυγε από τη ζωή στις 18 Μαΐου του 2020, αλλά το έργο που αφήνει πίσω του, θα μας θυμίζει για πάντα την αξεπέραστη προσφορά του στο Σινεμά. Στο Αφιέρωμα που ακολουθεί, γυρνάμε τον χρόνο πίσω και αποτίουμε έναν ελάχιστο φόρο τιμής στον ξεχωριστό Γάλλο ηθοποιό, καθώς θυμόμαστε καρέ καρέ, δώδεκα από τις σημαντικότερες ερμηνείες του, στην μεγάλη οθόνη.

Διαβάστε επίσης:

«Δεν είμαι εγώ, που επιλέγω τον ρόλο, είναι ο σκηνοθέτης ο οποίος επιλέγει έναν ρόλο και τον κατάλληλο για εκείνον ηθοποιό. Μόνο ένας πολύ εμπορικός και ταλαντούχος ηθοποιός, μπορεί να επιλέγει και να επιβάλλεται. Για μένα, ο ηθοποιός είναι πάνω απ’ όλα στην υπηρεσία του συγγραφέα και στην υπηρεσία του σκηνοθέτη. Δεν επιλέγει εκείνος τον σκηνοθέτη, τον συγγραφέα και τον μοντέρ. Δεν είμαι, τέτοιος ηθοποιός…» – Μισέλ Πικολί

Ads

image

«Η Περιφρόνηση» (Le Mepris – 1963) του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ

Ο Αμερικανός παραγωγός Τζέρεμι Πρόκος (Τζακ Πάλανς) προσλαμβάνει τον γνωστό Αυστριακό σκηνοθέτη Φριτς Λανγκ (υποδύεται τον εαυτό του στην ταινία) προκειμένου να μεταφέρει στον κινηματογράφο την Οδύσσεια του Ομήρου. Δυσαρεστημένος όμως με την «καλλιτεχνική» προσέγγιση που ακολουθεί ο σκηνοθέτης, προσλαμβάνει τον Πωλ Ζαβάλ (Μισέλ Πικολί), συγγραφέα αστυνομικών ιστοριών και θεατρικών έργων, για να επεξεργαστεί το σενάριο.

Η σύγκρουση μεταξύ καλλιτεχνικής έκφρασης και εμπορικής απήχησης ακολουθεί μια παράλληλη πορεία με την προοδευτική αποξένωση του Πωλ από τη σύζυγο του Καμίλ (Μπριζίτ Μπαρντό – φωτογραφία άρθρου) η οποία φαίνεται να ξεκινά από τη στιγμή που ο Πωλ αφήνει την Καμίλ μόνη με τον εκατομμυριούχο παραγωγό.

Η «Περιφρόνηση» του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ είναι ένα από τα κορυφαία αριστουργήματα του σύγχρονου κινηματογράφου. Η ταινία ενέπνευσε παθιασμένους παιάνες και επηρέασε μία ολόκληρη γενιά κινηματογραφιστών. Είναι βέβαια κοινό μυστικό πλέον, πως υπήρχαν πολλά προβλήματα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Από τους φωτογράφους που ακολουθούσαν παντού την Μπαρντό, μέχρι την κακή σχέση του σκηνοθέτη με τον Αμερικανό ηθοποιό Πασκάλ Πάλανς.

Λέγεται μάλιστα ότι ο μόνος με τον οποίο τα πήγαινε καλά ο Γκοντάρ ήταν ο Φριτζ Λανγκ, τον οποίο είχε ως είδωλο. Παρ’ όλα αυτά κανένα ίχνος των προβλημάτων στα γυρίσματα δεν διαφαίνεται στο εξαίρετο τελικό αποτέλεσμα. Η «Περιφρόνηση» είναι δομημένη ως μία άρτια και σύγχρονη τραγωδία.

«Βαγόνι Δολοφόνων» (Compartiment Tueurs – 1965) του Κώστα Γαβρά

Σε ένα νυχτερινό τρένο που εκτελεί το δρομολόγιο Μασσαλία – Παρίσι, έξι επιβάτες μοιράζονται την ίδια καμπίνα, όμως στο τέλος της διαδρομής μία εξ αυτών θα βρεθεί νεκρή στην κουκέτα της. Την υπόθεση αναλαμβάνει να διαλευκάνει η αστυνομία του Παρισιού, όμως το μυστήριο μεγαλώνει καθώς ο ένας μετά τον άλλο οι συνεπιβάτες του θύματος καταλήγουν επίσης νεκροί.

Επηρεασμένο από το κατανυκτικό φιλμ νουάρ Σινεμά του Ζαν-Πιέρ Μελβίλ και με εκπληκτικό επιτελείο ηθοποιών, ο Κώστας Γαβράς ζωντανεύει επί της οθόνης το πρώτο μυθιστόρημα μυστηρίου που έγραψε ο Σεμπαστιέν Ζαπριζό. Ένας συγγραφέας που σύντομα θα γινόταν ιδιαίτερα δημοφιλής στο πεδίο της γαλλικής αστυνομικής λογοτεχνίας.

Ο Γαβράς, έχοντας συγκεντρώσει δίπλα του κορυφαίους Γάλλους ηθοποιούς της εποχής – Ιβ Μοντάν, Σιμόν Σινιορέ, Ζαν Λουί Τρεντινιάν, Κατρίν Αλεγκρέ, Μισέλ Πικολί – πραγματοποιεί το σκηνοθετικό του ντεμπούτο: «Βαγόνι Δολοφόνων».

«Η Ωραία της Ημέρας» (Belle de Jour – 1967) του Λουίς Μπουνιουέλ

Η Σεβερίν (Κατρίν Ντενέβ – Catherine Deneuve), είναι η όμορφη, αλλά ψυχρή ερωτικά, σύζυγος του γιατρού Πιερ (Ζαν Σορέλ), η οποία σταδιακά εξελίσσεται σε πόρνη πολυτελείας στον οίκο ανοχής της Μαντάμ Αναΐ (Ζενεβιέβ Παζ), χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Ωραία της Ημέρας». Εκεί εκπληρώνει όλες τις σεξουαλικές φαντασιώσεις της, αλλά και αυτές των πελατών της. Όσο περισσότερο επιδίδεται σε αυτές, τόσο πιο τρυφερή γίνεται με τον άντρα της.

image

Η ταινία αρχίζει όπως ακριβώς τελειώνει, μ’ ένα όνειρο. Μήπως και το μεσοδιάστημα αποτελεί ένα όνειρο, μια σεξουαλική φαντασίωση της Σεβερίν; Μήπως όλα όσα βιώνει εκτυλίσσονται στη φαντασία της και δε λαμβάνουν ποτέ χώρα; Ποιος μπορεί να πει με σιγουριά ότι ο αρχικά «ανίκανος» σύζυγος δεν είναι κατασκεύασμα της φαντασίας της;

Η «Ωραία Της Ημέρας» αποτελεί μία κλασσική δημιουργία, ενός εκ των κορυφαίων σκηνοθετών όλων των εποχών. Ο πατέρας του σουρεαλιστικού κινηματογράφου Λουίς Μπουνιουέλ μας παραδίδει για μία ακόμη φορά απλόχερα ένα αριστοτεχνικό παιχνίδι ανάμεσα στο πραγματικό και το φαντασιακό, από έναν μοναδικό καλλιτέχνη, χλευαστικό απέναντι στα αστικά ερωτικά πάθη και τις πρόσκαιρες απολαύσεις της σάρκας.

«Τοπάζ» (Topaz – 1969) του Άλφρεντ Χίτσκοκ

image

Ένας Γάλλος κατάσκοπος πηγαίνει για λογαριασμό της C.I.A. στην Κούβα για να ερευνήσει σοβιετικές δραστηριότητες στην περιοχή. Οι Κουβανοί δολοφονούν την ερωμένη του και πληροφοριοδότισσά του, μα τελικά η αποστολή του επιτυγχάνει. Η διαρροή των πληροφοριών γίνεται μέσα στο ΝΑΤΟ, υπαίτιος είναι ένας Γάλλος διπλωμάτης, που είναι και εραστής της συζύγου του κατασκόπου. Το δίκτυο κινδυνεύει να αποκαλυφθεί.

Η ταινία βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Λεόν Γιούρις. Επρόκειτο για ένα μυθιστόρημα κατασκοπείας, βασισμένου σε μια αληθινή ιστορία, την παρουσία ενός κομμουνιστή πράκτορα στο στενό περιβάλλον του ντε Γκολ. Στις Η.Π.Α ήταν μπεστ-σέλερ αλλά στη Γαλλία είχε απαγορευθεί από την γκωλική λογοκρισία. Το μυθιστόρημα έπασχε από έλλειψη γρήγορης πλοκής αφού αναφερέται σε πολλές τοποθεσίες και σε πολλά πρόσωπα χωρίς προσωπικότητα. Τα δικαιώματα του βιβλίου αγοράστηκαν πανάκριβα, ενώ το συμβόλαιο προέβλεπε την κινηματογραφική διασκευή να την κάνει ο ίδιος ο Λεόν Γιούρις. Η ταινία είναι ψυχροπολεμική και αντικομμουνιστική με εμφανέστατη την κριτική κατά του Φιδέλ Κάστρο. Μερίδα των κινηματογραφικών κριτικών υποστήριξε ότι «πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά φιλμ που έγιναν πάνω στον τρόπο με τον οποίο η πολιτική επεξεργάζεται τους ανθρώπους και στον τρόπο με τον οποίο συνήθισαν να βλέπουν την πολιτική σαν ένα θέαμα ή ένα ματς».

Την χαρακτηριστική μουσική υπογράφει ο Μωρίς Ζαρ, ενώ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους συναντάμε τους ηθοποιούς: Φρέντερικ Στάνφορντ, Ντάνι Ρόμπιν, Κλοντ Ζαντ, Τζον Βέρνον και Μισέλ Πικολί.

«Το Φάντασμα της Ελευθερίας» (The Phantom of Liberty / Le fantôme de la liberté – 1974) του Λουίς Μπουνιουέλ

Ένα γεγονός που απεικονίζεται στον πίνακα του Γκόγια, «3 Μαΐου 1808», ζωντανεύει στην μεγάλη οθόνη. Μεταφερόμαστε στην Ισπανία του 1808, όπου στρατιώτες του Ναπολέοντα εκτελούν μια ομάδα επαναστατών, που δεν θέλουν τη γαλλική κυριαρχία και την «ελευθερία» που τους επιβάλλεται. Πριν πεθάνουν φωνάζουν «Κάτω η Ελευθερία». Από την Ισπανία, ταξιδεύουμε στη Γαλλία και στην σημερινή εποχή. Παρακολουθούμε μια σειρά από ασύνδετα, παράδοξα, τυχαία και πολλές φορές, κωμικά γεγονότα στη ζωή των αστών. Ένας άντρας φαίνεται να πουλάει πορνογραφικά καρτ-ποστάλ σε κοριτσάκια, τα οποία όμως τελικά απεικονίζουν αξιοθέατα. Στην εξοχή, στρατιώτες επιδίδονται στο κυνήγι αλεπούς. Σε ένα επαρχιακό ξενοδοχείο, μια νοσοκόμα παίζει χαρτιά με μια παρέα καλόγερων, που χρησιμοποιούν εκκλησιαστικά αντικείμενα για μάρκες!

image

Το 1974, ο Λουίς Μπουνιουέλ παρουσιάζει την προτελευταία δημιουργία του. Πρόκειται για έναν ξεχωριστό φιλμικό περίπατο, που βαδίζει δεξιοτεχνικά στο μεταίχμιο μεταξύ κωμωδίας και τραγωδίας. Ο κορυφαίος σουρεαλιστής σκηνοθέτης, έχει στην διάθεσή του ένα σπουδαίο σύνολο ηθοποιών, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν, ο Ζαν Κλοντ Μπριαλί, η Μόνικα Βίττι και Μισέλ Πικολί. Το σενάριο ακολουθεί την λογική σκυταλοδρομίας. Είναι διατετμημένο σε επί μέρους ιστορίες. Χαρακτηριστικό του έργου είναι, ότι ο κύριο ρόλος της επόμενης στιγμής είναι πάντα κάποιος πλάγιος ρόλος της παρούσας σκηνής. Οι σκηνές εξελίσσονται ξαφνικά σε υπερρεαλιστικές εξιστορήσεις, που ξεμπροστιάζουν το κατεστημένο της γαλλικής κοινωνίας.

«Η Περαστική του Σαν-Σουσί» (The Passerby / La passante du Sans Souci – 1982) του Ζακ Ρούφιο

Η ταινία καταγράφει την περιπετειώδη ζωή, του διωγμένου από το χιτλερικό καθεστώς Μαξ Μπομστέιν, ο οποίος 30 χρόνια αργότερα είχε σκοτώσει έναν ναζί. Μέσα στη γοητευτική ατμόσφαιρα της Μονμάρτης, λίγο πριν το σκοτεινό πέπλο του πολέμου καλύψει και πάλι την Ευρώπη, η Έλσα Βίνερ, η περαστική του Σαν-Σουσί, μια Γερμανίδα κυνηγημένη από τη ναζιστική θηριωδία, θα αποτελέσει το υλικό με το οποίο ο συγγραφέας θα πλέξει μια ιστορία απόλυτης αφοσίωσης, με φόντο καθημερινούς και επώδυνους συμβιβασμούς.

image

Γυρισμένη το 1982 σε σκηνοθεσία του Ζακ Ρούφιο, η ταινία είναι βασισμένη στο ομότιτλο διήγημα του Ζόζεφ Κέσελ (1936), με πρωταγωνιστές, την γοητευτική Γερμανίδα ηθοποιό Ρόμι Σνάιντερ στον τελευταίο κινηματογραφικό της ρόλο και τον σπουδαίο Γάλλο ηθοποιό, Μισέλ Πικολί.

«Η Δική μας Νύχτα» (Mauvais Sang / The Night Is Young – 1986) του Λεό Καράξ

Στο Παρίσι του κοντινού μας μέλλοντος, ο Μαρκ (Μισέλ Πικολί) και ο Χανς (Hans Meyer), δύο ώριμοι αλλά μπαρουτοκαπνισμένοι, ληστές, χρωστάνε χρήματα σε μία μυστηριώδη και σκληρή Αμερικανίδα. Η μόλις δυο εβδομάδων, αυστηρή, προθεσμία που έχουν στη διάθεσή τους, τους πιέζει εξαντλητικά για την εξόφληση των ανοικτών λογαριασμών που έχουν. Χωρίς πολλές επιλογές, οι δύο άνδρες θα σκεφτούν την τέλεια κομπίνα. Να κλέψουν και να πουλήσουν στην αγορά, το αντίδοτο μιας υπέρ-ασθένειας κι ενός θανατηφόρου ιού της εποχής ονόματι «STBO», που προσβάλλει και σκοτώνει τους εραστές! Μόνο που γι’ αυτή τη δουλειά θα χρειαστούν κάποιον με σταθερά και ευέλικτα χέρια, οπότε και θα επιστρατεύσουν τον Άλεξ (Ντενί Λαβάν).

image

Ο Άλεξ, είναι ένας οργισμένος και νεαρός επαναστάτης, ο οποίος έχει μόλις χωρίσει με την κοπέλα του, τη δεκαεξάχρονη Λιζ (Ζουλί Ντελπί). Όμως λίγες μέρες πριν τη μεγάλη κλοπή, ο Άλεξ μοιραία πέφτει θύμα της γοητείας της νεαρής ερωμένης του Μαρκ, της Άννας (Ζιλιέτ Μπινός). Οι δυο τους συζητούν, παίζουν και τραγουδούν μαζί, όμως η Άννα του ξεκαθαρίζει ότι είναι ερωτευμένη με τον Μαρκ. Παράλληλα η δεκαεξάχρονη Λιζ είναι αποφασισμένη να ξανακερδίσει τον Άλεξ και δεν σκοπεύει να εγκαταλείψει την προσπάθεια τόσο εύκολα.

Το 1986, σε ηλικία εικοσιπέντε μόλις ετών, ένας από τους πλέον υποσχόμενους Γάλλους σκηνοθέτες μας παραδίδει την αναπάντεχη κινηματογραφική έκπληξη που ακούει στο όνομα «Η Δική μας Νύχτα» (Mauvais Sang / The Night Is Young). Η ταινία έμελλε να εισβάλλει στο κινηματογραφικό σκηνικό της δεκαετίας του ’80, αναδεικνύοντας το πρωτοφανές σκηνοθετικό ταλέντο του «φοβερού παιδιού» του γαλλικού σινεμά.

«Ο Μιλού τον Μάη» (May Fools / Milou en Mai – 1990) του Λουί Μαλ

Ο Μιλού δεν έχει αφήσει ποτέ το πατρικό του σπίτι, παρότι έχει πατήσει τα εξήντα. Η μητέρα του, με την οποία ζουν μαζί, πεθαίνει τη στιγμή που ξεσπά ο Μάης του ‘68 στο Παρίσι. Όλη η οικογένεια μαζεύεται στο εξοχικό για την κηδεία, η οποία γίνεται με φόντο τα ιστορικά γεγονότα. Ο αδερφός του Μιλού, είναι ανταποκριτής της Le Monde στο Λονδίνο και περνάει την περισσότερη ώρα στο ράδιο. Μια ανιψιά, η οποία ενδιαφέρεται για το σπίτι κι ένα δαχτυλίδι της γιαγιάς που το έχει η ξαδέλφη της, Καμίγ, κόρη του Μιλού. Ένας οδηγός φορτηγού, ο οποίος μεταφέρει ντομάτες και δεν μπορεί να φτάσει μέχρι το Παρίσι λόγω των γεγονότων, φτάνει με τον ανιψιό του Μιλού, ο οποίος συμμετείχε ενεργά στην εξέγερση. Ο καθένας φτάνει στο εξοχικό με τις δικές του έγνοιες, αλλά προοδευτικά, είναι η άνοιξη στην εξοχή αυτή που θα κυριαρχήσει, χαλαρώνοντας τους πάντες, ακόμη κι όταν η κηδεία αναβληθεί γιατί ο κληρικός της περιοχής απεργεί. Ο Λουί Μαλ φιλοτεχνεί έναν γοητευτικό μικρόκοσμο της γαλλικής κοινωνίας στα τέλη της δεκαετίας του ’60.

«Η Ωραία Καβγατζού» (La Belle Noiseuse / The Beautiful Troublemaker – 1991) του Ζακ Ριβέτ

Ένας διάσημος ζωγράφος προσπαθεί να κάμψει την αντίσταση του γυμνού του μοντέλου και να ολοκληρώσει έναν πίνακα, που πιστεύει ότι θα είναι το αριστούργημά του.

image

Η ταινία «Ωραία Καβγατζού», είναι μία ρομαντική δραματική ταινία, βασισμένη στο διήγημα «Le Chef-d’œuvre inconnu» (The Unknown Masterpiece) του Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Η σκηνοθεσία είναι του Ζακ Ριβέτ και πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί: Μισέλ Πικολί, Εμμανουέλ Μπεάρ και Τζέιν Μπίρκιν.

Η ταινία πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της στον επίσημο Διαγωνιστικό Τμήμα του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ των Καννών, όπου και τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής.

«Ο Ισορροπιστής» (Walking a Tightrope / Les Equilibristes – 1991) του Νίκου Παπατάκη

image

Ο Μαρσέλ Σπαντίς, διάσημος ομοφυλόφιλος συγγραφέας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 στο Παρίσι, προσπαθεί να κάνει ένα νεαρό Άραβα τον καλύτερο σχοινοβάτη του κόσμου. Πίσω από τη μορφή του Σπαντίς, συγγραφέα, ποιητή και λάτρη του τσίρκου, αναγνωρίζουμε τον Ζαν Ζενέ και εκείνη την περίοδο της ζωής του που σημαδεύτηκε από την εφήμερη σχέση του με τον Άραβα Αμπνταλά, περίοδος μη λογοτεχνικά παραγωγική, όπου ο Ζενέ χρησιμοποιεί την τέχνη του για να οδηγεί στον περφεξιονισμό τους εφήμερους εραστές του. Με τους «Ισορροπιστές» το 1991 ο Νίκος Παπατάκης υπέγραψε ένα αιχμηρό πορτρέτο του Ζενέ, τον οποίο υποδύθηκε αξεπέραστα ο κορυφαίος Γάλλος ηθοποιός, Μισέλ Πικολί.

«Ο Αμπνταλά δούλευε ως βοηθός σε κάποιο τσίρκο του Παρισιού, κι εκεί τον γνώρισε ο Ζαν Ζενέ. Καθώς ο Αμπνταλά ήθελε να ασχοληθεί με τη σχοινοβασία εκείνος τον βοήθησε. […] Και ο Αμπνταλά που τον είχε τιμήσει όλο το Παρίσι, που σύχναζε στου Gallimard μαζί με τον Ζενέ, που τον κανάκευαν… από τη μία μέρα στην άλλη εγκαταλείφθηκε, ο Ζενέ τον απαρνήθηκε, του γύρισε την πλάτη όλος ο κόσμος. Και τούτη την ταπείνωση δεν μπόρεσε να την αντέξει: αυτοκτόνησε. […] Γιατί έκανα αυτή την ταινία; Μετά την αυτοκτονία του, την παραμονή της μέρας που θα τον κήδευαν, μου τηλεφώνησε ο Ζαν και μου είπε: «Αύριο κηδεύουν τον Αμπνταλά, θα σας πείραζε να έρθετε στην κηδεία του;». […] Ο Ζενέ, που του άρεσαν οι τελετές, ανεξαρτήτως φύσεως, συναίνεσε στη μουσουλμανική κηδεία. Κάλεσε έναν σεΐχη, έβαλε ένα πέπλο πάνω στο κεφάλι του, αν θυμάμαι καλά και έριξε το πρώτο χώμα πάνω στον τάφο. Όσο διαρκούσε όμως η τελετή, υπήρχαν δυο γυναίκες που στέκονταν αρκετά πέρα, κάπου είκοσι μέτρα μακριά. Στη συνέχεια έμαθα ότι ήταν η μητέρα του Αμπνταλά και μια φίλη της και τούτη η μητέρα δεν είχε δικαίωμα να πλησιάσει τον τάφο του γιου της παρά μόνον όταν είχαν φύγει όλοι. Επειδή δεν την άντεχε ο Ζενέ. Κι αυτή η εικόνα με κεραυνοβόλησε, ήξερα ότι θα έκανα κάτι πάνω σ’ αυτό, κάποια μέρα.» – Νίκος Παπατάκης

image

«Η Σκόνη του Χρόνου» (The Dust of Time – 2008) του Θόδωρου Αγγελόπουλου

Πρόκειται για μια ιστορία χωρίς σύνορα. Ένας απολογισμός του περασμένου αιώνα, μέσα από έναν έρωτα που προκαλεί τον χρόνο. O Α (Γουίλεμ Νταφόε), Αμερικανός σκηνοθέτης ελληνικής καταγωγής, γυρίζει μια ταινία πάνω στην ιστορία τη δική του και των γονιών του. Κεντρικό πρόσωπο, η Ελένη (Ιρέν Ζακόμπ), ανάμεσα στον Γιάκομπ (Μπρούνο Γκανζ) και τον Σπύρο (Μισέλ Πικολί) διεκδικείται και διεκδικεί το απόλυτο της αγάπης. Το ταξίδι της Ελένης κινείται παράλληλα με την Ιστορία και μπλέκεται στα γεγονότα των τελευταίων πενήντα χρόνων, που σημάδεψαν τον 20ο αιώνα. Εξελίσσεται στην Ιταλία, την Γερμανία, τη Ρωσία, το Καζακστάν, τον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σημεία κομβικά στις εξελίξεις του πρόσφατου παγκόσμιου πολιτικοκοινωνικού σκηνικού, αλλά και συμβολικά. Τα πρόσωπα της ταινίας κινούνται σαν σε όνειρο, η σκόνη του χρόνου μπερδεύει τις μνήμες. Ο Α τις αναζητά και τις ζει στο παρόν.

Παρουσιάζοντας με συνέπεια και μεθοδικότητα έναν πολύ προσωπικό κινηματογράφο, ο βραβευμένος με Χρυσό Φοίνικα σκηνοθέτης, Θόδωρος Αγγελόπουλος, που προσεκτικά ενσωμάτωσε τον ήρωα του στο φυσικό περιβάλλον αναδεικνύοντας τη σημασία της ιστορικής πορείας μέσα από τις αλλεπάλληλες πολιτικοκοινωνικές επαναστάσεις, με τη «Σκόνη του Χρόνου» επαναπροσδιορίζει ουσιαστικά την οπτική του. Η αγαπημένη του θεματική παραμένει ως σταθερή βάση, ενσωματώνει όμως νέες αναζητήσεις, περισσότερο ανθρώπινες και οικουμενικές. Έτσι, από την «πρόταση Μπρεχτ», επιστρέφει στον «Αριστοτέλη» και τον ορισμό της τραγωδίας, ιδωμένο όμως μέσα από ένα σημερινό και μοντέρνο πρίσμα. Με πρωτοφανή τρυφερότητα και μια ιδιαίτερη ανθρώπινη ματιά, καταγράφει την απόλυτη ιστορία αγάπης που δεν επιτρέπει στον χρόνο να αφήσει στα συναισθήματα των ηρώων, σημάδια φθοράς.

«Έχουμε Πάπα!» (Habemus Papam / We Have a Pope – 2011) του Νάνι Μορέτι

Ο νεοεκλεχθείς Πάπας (Μισέλ Πικολί), παθαίνει κρίση πανικού λίγο πριν βγει στο μπαλκόνι του Άγιου Πέτρου για να χαιρετήσει τους πιστούς, οι οποίοι περιμένουν ώρες ατελείωτες για να τον δούνε. Οι σύμβουλοι του, ανίκανοι να τον πείσουν ότι είναι ο σωστός άντρας για τη δουλειά, αναζητούν βοήθεια σε ένα καταξιωμένο, αλλά και άθεο ψυχολόγο (Νάνι Μορέτι ). Όμως, ο φόβος της τεράστιας ευθύνης που του ανατέθηκε ξαφνικά, είναι κάτι που πρέπει να αντιμετωπίσει μόνος του.

image

Ο Μορέτι, στη νέα του ταινία, όμορφη μα ιδιάζουσα, καταφέρνει μέσα στην ίδια ιστορία, να συνδυάσει το οντολογικό δράμα, τη σάτιρα, τη συνύπαρξη υλισμού και πνεύματος και φυσικά, το θέατρο.

«Σκοπός μου ήταν να αναμείξω κωμωδία και δράμα σε μια ταινία, τον γκροτέσκο τόνο με τον ρεαλιστικό. Το συμβούλιο των καρδιναλίων προέκυψε εξ ολοκλήρου από τη φαντασία μας, αλλά σεβαστήκαμε τις πραγματικές τελετουργίες ενός αληθινού συμβουλίου. Ο Πάπας αποδρά από το Βατικανό, και βρίσκει τον εαυτό του σε καταστάσεις που είχε χρόνια να ζήσει. Εν τω μεταξύ, ο ψυχοθεραπευτής είναι εγκλωβισμένος στο Βατικανό, όπου ενώ αρχικά ένοιωθε αποπροσανατολισμένος, ξαφνικά αισθάνεται σχεδόν βολικά. Τα συναισθήματα πίσω από την ταινία, είναι αυτοβιογραφικά. Κι αν θέλουμε να μπούμε σε λεπτομέρειες, υπάρχει ένα κομμάτι μου στον ψυχαναλυτή και στο συναίσθημα της ανεπάρκειας του Μελβίλ, για το ρόλο που του ανατέθηκε.» – Νάνι Μορέτι

Στα συν βέβαια της ταινίας και η παρουσία ενός από τους μεγαλύτερους Γάλλους (και όχι μόνο) ηθοποιούς, στην ιστορία του Κινηματογράφου, του Μισέλ Πικολί. Ενός ζωντανού θρύλου της υποκριτικής, που έχει πρωταγωνιστήσει σε ταινίες ορόσημα της Έβδομης Τέχνης.