Μετά τις περιπέτειες του Τζέιμς Μποντ, με «Skyfall» και «Spectre», ο Σαμ Μέντες αλλάζει τα καλλιτεχνικά του σχέδια και μας ταξιδεύει στην πρώτη γραμμή του Ά Παγκοσμίου Πολέμου. Ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης («American Beauty»), έχει στο πλευρό έναν από τους κορυφαίους διευθυντές φωτογραφίας της εποχής μας, τον σπουδαίο Ρότζερ Ντίκινς και το αποτέλεσμα είναι ένα εντυπωσιακό, αντιπολεμικό, κινηματογραφικό έπος: «1917»

Ads

Στην καρδιά του Ά Παγκοσμίου Πολέμου, δύο νεαροί Βρετανοί στρατιώτες, ο Σκόφιλντ (Τζορτζ Μακέι) και ο Μπλέικ (Ντιν-Τσαρλς Τσάπμαν) αναλαμβάνουν μια σχετικά δύσκολη και επικίνδυνη αποστολή. Σε μια μάχη ενάντια στον χρόνο, πρέπει να περάσουν στα εδάφη του αντιπάλου και να παραδώσουν ένα μήνυμα που θα σταματήσει μια θανάσιμη επίθεση σε εκατοντάδες στρατιώτες. Ανάμεσα σε αυτούς είναι και ο αδερφός του Μπλέικ.

«Την πρώτη φορά που κατάλαβα την έννοια του πολέμου ήταν τότε που ο παππούς μου μου διηγήθηκε τις εμπειρίες του από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή η ταινία δεν είναι μια ιστορία για τον παππού μου, περισσότερο είναι για το πνεύμα του – όλο αυτά που πέρασαν εκείνοι οι άντρες, τις θυσίες, η αίσθηση του να πιστεύεις σε κάτι ανώτερο από τον εαυτό σου. Στους δύο βασικούς μας χαρακτήρες ανατίθεται μια επικίνδυνη αποστολή στο στρατόπεδο του αντιπάλου όπου και θα παραδώσουν ένα πολύ σημαντικό γράμμα που θα σώσει 1,600 στρατιώτες. Η κάμερά μας δεν τους αφήνει ποτέ. Ήθελα να κάνω μαζί τους κάθε βήμα και να νιώθω τις ανάσες τους. Μαζί με τον Ρότζερ Ντίκινς συζητήσαμε να κάνουμε την ταινία με ένα άκρως ξεχωριστό τρόπο. Την σχεδιάσαμε έτσι ώστε να φέρουμε το κοινό όσο πιο κοντά στην δική τους εμπειρία. Αυτό είναι το πιο συναρπαστικό πράγμα που έχω κάνει ποτέ μου.» – Σαμ Μέντες

image

Ads

Γυρισμένο σαν μονοπλάνο σε πραγματικό χρόνο από τον σκηνοθέτη του «Skyfall», Σαμ Μέντες, σε συνεργασία με τον βραβευμένο με Όσκαρ διευθυντή φωτογραφίας Ρότζερ Ντίκινς και με ένα αξιόλογο καστ, το «1917» είναι μία επική πολεμική ταινία που υπόσχεται να αφήσει το στίγμα της και να μείνει κλασική. Πρωταγωνιστούν: Τζορτζ Μακέι, Ντιν-Τσαρλς Τσάπμαν, Μαρκ Στρονγκ, Άντριου Σκοτ, Ρίτσαρντ Μάντεν, Κλερ Ντιμπούρκ, Κόλιν Φερθ, Μπένεντικτ Κάμπερμπατς.

Μία μοναδική κινηματογραφική εμπειρία που βάζει τον θεατή μέσα στο πεδίο της μάχης, βιώνοντας την ταινία από την αρχή ως το τέλος με κομμένη την ανάσα. Το «1917» έχει ήδη βραβευτεί ως μία από τις δέκα καλύτερες ταινίας του 2019, από το National Board of Review και το AFI (American Film Institute), ενώ έχει συγκεντρώσει τρεις Υποψηφιότητες για τις Χρυσές Σφαίρες του 2020, συμπεριλαμβανομένης και αυτής στην Κατηγορία, Καλύτερης Ταινίας.

Η αρχική ιδέα για την ταινία

image

Η ιδέα για τη δημιουργία του «1917» προήλθε από τον παππού του σκηνοθέτη, τον Άλφρεντ Μέντες, ο οποίος μοιράστηκε τις εμπειρίες του από την περίοδο που υπήρξε υποδεκανέας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και από τους ενδιαφέροντες χαρακτήρες που γνώρισε εκεί. Το 1917, ο 19χρονος τότε Άλφρεντ μπήκε στο Βρετανικό Στρατό. Εξαιτίας του σωματότυπου του, επελέγη να γίνει αγγελιαφόρος στο Δυτικό Μέτωπο.

«Από πάντα με ενθουσίαζε ο Μεγάλος Πόλεμος, ίσως επειδή ο παππούς μού έλεγε γι’ αυτόν όταν ήμουν μικρός», λέει ο Μέντες. «Η ταινία μας πρόκειται για μυθοπλασία αλλά ορισμένες σκηνές και πτυχές είναι βασισμένες στις ιστορίες που μου έλεγε και άλλες σε ιστορίες που του είπαν οι υπόλοιποι στρατιώτες». Ο απλός πυρήνας της ιστορίας – ένας άνθρωπος να μεταφέρει ένα μήνυμα από ένα μέρος σε ένα άλλο – έμεινε στο μυαλό του Μέντες και έμελλε να σταθεί αφετηρία για το «1917».

Ο Σαμ Μέντες, πραγματοποίησε αρχικά έρευνα γύρω από πρωτογενείς μαρτυρίες της εποχής, περισσότερες από τις οποίες βρίσκονται στο Αυτοκρατορικό Πολεμικό Μουσείο, στο Λονδίνο. Συγκεντρώνοντας πολλές πληροφορίες και παίρνοντας αρκετές σημειώσεις, ο Μέντες άρχισε να μαζεύει τα διάφορα μέρη για να τα χωρέσει σε μια ιστορία. Σε αυτή την εξερεύνηση, ο σκηνοθέτης διαπίστωσε ότι ο Ά Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν εξ ολοκλήρου εδραιωμένος σε μικρό γεωγραφικό χώρο που είχε ελάχιστα μακρινά ταξίδια:

«Ήταν ένας πόλεμος που ουσιαστικά έφερνε την παράλυση, ένας πόλεμος στον οποίο χάθηκαν εκατομμύρια άνθρωποι μέσα σε λίγα μόνο στρέμματα γης», σχολιάζει ο βραβευμένος με Όσκαρ δημιουργός. «Υπό αυτό το σκεπτικό, έθεσα στον εαυτό μου το ερώτημα πώς είναι δυνατόν να διηγηθώ μια ιστορία για ένα επικό ταξίδι όταν βασικά κανείς δεν πηγαίνει μακριά».

Εμπνευσμένος από τις διηγήσεις του παππού του και από τις πρωτογενείς μαρτυρίες, ο Μέντες κατόρθωσε και έφτιαξε τη δομή της ιστορίας του «1917». Ο ίδιος σχολιάζει: «Όπως θαυμάζω πολεμικές ταινίες σαν το «Ουδέν Νεότερον από το Δυτικό Μέτωπο» και «Αποκάλυψη Τώρα!», ήθελα να κάνω μια μυθοπλασία βασισμένη σε γεγονότα». Για τη συγγραφή του σεναρίου, στράφηκε στην σταθερή του συνεργάτιδα Κρίστι Γουίλσον-Κερνς («Penny Dreadful»), με την οποία συνεργάστηκε στο σενάριο δίχως ο ίδιος να γνωρίζει πως η Κερνς είναι οπαδός της ιστορίας. Έτσι, η συνεργασία αυτή έμελλε να έχει πολύ ενδιαφέρον από την αρχή.

Στο μεταίχμιο Αλήθειας και Μνήμης

image

Ως μέρος της έρευνας της, η Γουίλσον-Κερνς μαζί με τη μητέρα της, ταξίδεψαν στη βόρεια Γαλλία και τον ποταμό Σομ, τοποθεσίες που χαρακτήρισαν ιδιαίτερα σημαντικές. «Ταξίδεψα στις τοποθεσίες αυτές που διαδραματίζεται η ταινία, ήταν μια συγκινητική εμπειρία», λέει η ίδια. Η εμπειρία της αυτή υπήρξε καταλυτική για τη συγγραφή του σεναρίου. «Με βοήθησε να καταλάβω σε πραγματική κλίμακα το ταξίδι που θα έκαναν οι χαρακτήρες, όπως και το ότι χιλιάδες νεαροί άντρες πέθαναν για ένα κομμάτι γης. Όλο αυτό το αντιλαμβάνεται κάποιος διαφορετικά από τη στιγμή που πάτησε σε αυτές τις τοποθεσίες που συνέβησαν τότε όλα αυτά τα γεγονότα».

Εκτός της συν-σεναριογράφου της ταινίας, στη Γαλλία ταξίδεψε και ο Σαμ Μέντες, ο διευθυντής φωτογραφίας Ρότζερ Ντίκινς, η location manager Έμμα Πιλ («Spectr») και ο υπεύθυνος σχεδιασμού παραγωγής Ντένις Γκάσνερ («Ο Δρόμος της Απώλειας») ώστε να επισκεφτούν τις πραγματικές τοποθεσίες. Η ομάδα περιπλανήθηκε στα χαρακώματα και βυθίστηκε μέσα στα απέραντα τοπία και χωριά όπου θα ζούσαν οι χαρακτήρες της ταινίας. Θεώρησαν όμως ότι δεν θα ήταν σωστό να κάνουν γυρίσματα στις ιστορικές πολεμικές ζώνες στη Γαλλία, διότι αυτές οι τοποθεσίες είναι ιερές. «Τα περισσότερα σημεία εδώ είναι πραγματικές πολεμικές ζώνες. Υπάρχουν ακόμα πυρομαχικά αλλά και νεκροί στα εδάφη αυτά. Δεν θα μπορούσαμε να το κάνουμε, δεν θέλαμε να προσβάλλουμε κανέναν», δηλώνει η Πιλ.

Πίσω στο Ηνωμένο Βασίλειο, η μοναδική λύση ήταν να βρουν μια παρόμοια τοποθεσία ίδιας κλίμακας – με λιγοστά δέντρα και ελάχιστα σημάδια ζωής – και αυτό ήταν μακριά από το Λονδίνο και τις γύρω περιοχές. Σκοπός της Πιλ ήταν να ψάξει και να βρει ιδανικές τοποθεσίες που θα έφερναν στο νου εκείνες πίσω στη Γαλλία καθώς και σε ποια σημεία θα μπορούσαν να κατασκευαστούν σκηνικά. Αποτέλεσμα της αναζήτησης αυτής ήταν η ομάδα της να ψάξει για τις ιδανικές τοποθεσίες. Μεταξύ των τοποθεσιών είναι το Σαλίσμπουρι, η Γλασκώβη, το Στόουνχεντς και το Μπόβινγκτον. Στο τέλος, η ταινία όχι μόνο καταφέρνει να αποτίνει φόρο τιμής στους στρατιώτες του Ά Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και σε όσους θυσιάστηκαν και θυσιάζονται, για το κοινό καλό και την ελευθερία.

Οι Πρωταγωνιστές της Ταινίας

image

Οι υποδεκανείς Σκόφιλντ και Μπλέικ του 8ου τάγματος, αναπτύσσουν μια φιλία και ένα αίσθημα συντροφικότητας που μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα δοκιμάζεται περισσότερο από όσο κανείς μπορεί να φανταστεί. Οπλισμένοι μονάχα με φακούς, χάρτες, φωτοβολίδες και χειροβομβίδες – και ελάχιστο φαγητό – πρέπει να διασχίσουν τα χαρακώματα με στόχο να βρουν τον μεγαλύτερο αδερφό του Μπλέικ. Οι οδηγίες τους: να παραδώσουν ένα γράμμα και να σώσουν χιλιάδες στρατιώτες από μια ενδεχόμενη επίθεση των Γερμανών. Αυτή η αναπάντεχη, τρομακτική αποστολή θα τους αλλάξει για πάντα.

Όταν ο Μέντες έφτασε στο σημείο επιλογής για το πρωταγωνιστικό δίδυμο, ήταν ξεκάθαρο πως ήθελε δυο νέα πρόσωπα. Έτσι, επέλεξε τον Τζορτζ ΜακΚέι («Captain Fantastic») για τον ρόλο του Σκόφιλντ και τον Ντιν-Τσαρλς Τσάπμαν («Game of Thrones») για τον ρόλο του Μπλέικ. «Η ταινία βασίζεται στο ταξίδι των δύο νέων αυτών στρατιωτών και ήθελα εξ αρχής το κοινό να μην έχει προηγούμενη γνωριμία μαζί τους», λέει ο Μέντες. «Ήταν κατόρθωμα να γίνει μια ταινία τέτοιου βεληνεκούς με δύο σχετικά άγνωστους πρωταγωνιστές».

Στο πρόσωπο του ΜακΚέι, ο Μέντες βρήκε όχι μόνο έναν ανερχόμενο νέο ηθοποιό αλλά και τον ερμηνευτή με τα προσόντα και τις ευαισθησίες πού έψαχναν ο Μέντες και η Κερνς. «Υπάρχει κάτι στον Τζορτζ που θυμίζει έντονα κάτι από το παρελθόν. Ενσωματώνει υπέροχα στον χαρακτήρα του αρετές – εντιμότητα, αξιοπρέπεια και ηρωισμό – που σχεδόν είναι από άλλη εποχή. Μέσα στην ιστορία μας, διαφαίνεται και ένα στοιχείο περί τάξεων. Ο Σκόφιλντ έχει ανατραφεί να είναι ευγενικός, συγκρατημένος, αρκετά κοντά στα αγγλικά πρότυπα. Όμως, την ίδια στιγμή μέσα του υπάρχει ένα απέραντο τοπίο, ένας άλλος κόσμος. Ο Τζορτζ είναι τρομερά ευφυής και έχει μια ικανότητα να συνδυάζει μοναδικά αυτά τα στοιχεία στον χαρακτήρα που υποδύεται».

Ο Τζορτζ ΜακΚέι λέει για τον ρόλο του: «Ο Σκόφιλντ είναι ένας κατά βάση ήρεμος άνθρωπος. Είναι κάποιος που μπορεί να αντιμετωπίσει αυτό που βιώνει και αυτό που του συμβαίνει μπορεί άνετα να το καταπολεμήσει. Πίσω στο σπίτι του έχει μια οικογένεια που αγαπάει πάρα πολύ. Όλα αυτά που περνάει στο μέτωπο του πολέμου καταφέρνει να τα ισορροπήσει μέσα του πολύ εύστοχα, κάτι που μου αρέσει πολύ όταν υποδύομαι αυτόν τον χαρακτήρα». Μεταξύ των δύο στρατιωτών, ο Σκόφιλντ είναι εκείνος που έχει περισσότερη εμπειρία από πόλεμο και είναι καλύτερα εκπαιδευμένος. «Βέβαια όταν τους ανακοινώνεται η αποστολή είναι λίγο επιφυλακτικός στην αρχή», προσθέτει ο ΜακΚέι. Επίσης, ο ίδιος ο ηθοποιός πραγματοποίησε την πλειοψηφία των επικίνδυνων σκηνών του με εξαίρεση μια σκηνή όπου πέφτει ανάποδα στις σκάλες ενός σπιτιού. «Ανησυχούσα για τη σωματική του ακεραιότητα. Χάρη στην επιμονή του, πίστευα πως θα το έκανε δίχως δεύτερη σκέψη!», λέει ο Μέντες για τον πρωταγωνιστή του.

Για τον ρόλο του Μπλέικ, ο σκηνοθέτης ήθελε κάποιον που να διαθέτει την αθωότητα και την απλότητα του χαρακτήρα αυτού. «Τον Ντιν-Τσαρλς δεν τον ήξερα καθόλου μέχρι που ήρθε και διάβασε μερικές γραμμές για τον ρόλο. Τον διακατέχει μια γλυκύτητα και μια ευαισθησία. Είναι πράγματι καλός ηθοποιός και βασίζεται στο ένστικτό του», λέει ο Μέντες. Ο Μπλέικ ξέρει να χειρίζεται άψογα τους χάρτες και είναι πάντα πρόθυμος για οποιαδήποτε αποστολή θέλοντας να είναι στην πρώτη γραμμή. «Όταν διάβασα το σενάριο, αμέσως ταυτίστηκα με τον Μπλέικ», λέει ο Τσάπμαν. «Είναι ένας άνθρωπος της επαρχίας που αγαπάει τη μητέρα του, τον αδερφό του και τον σκύλο του. Είναι αδύνατον κάποιος να μη συμπαθήσει τον Μπλέικ!».

Καθώς η ταινία επικεντρώνεται σε αυτή τη φιλία, ο Μέντες γνώριζε από την αρχή πως έπρεπε οι δυο πρωταγωνιστές να είναι δεμένοι και να σέβονται ο ένας τον άλλον. «Σε αυτόν τον πόλεμο, όλοι οι άντρες αφήνουν πίσω τις διαφορές τους και είναι ίσοι μεταξύ τους. Δεσμοί αναπτύσσονται και φιλίες δημιουργούνται που διαρκούν σε όλη τη ζωή τους. Ήθελα, λοιπόν, να ανακαλύψω αυτή την απρόσμενη φιλία αυτών των δύο αντρών», λέει ο Μέντες.

Πέρα όμως από τους ανθρώπους που πλαισιώνουν την παραγωγή, αυτό που εντυπωσίασε τους δυο πρωταγωνιστές ήταν η κατασκευή της ταινίας. «Η κάμερα δεν απομακρύνεται ποτέ από τους δύο αυτούς ήρωες», σχολιάζει ο Τσάπμαν. «Όλοι όσοι συμμετείχαν στην ταινία ήταν συνεχώς προετοιμασμένοι για κάθε τι που θα συνέβαινε. Περιμέναμε όλοι μας να φύγει το σύννεφο από τον ήλιο για να αρχίσουμε τη σκηνή μας σωστά. Ήταν μοναδική εμπειρία». «Πρόκειται για δύο νεαρούς στρατιώτες, θα μπορούσε να είναι ο καθένας στη θέση τους. Ο Μπλέικ και ο Σκόφιλντ αντιπροσωπεύουν όλους μας, είναι οι ήρωες ανάμεσα μας», υποστηρίζει ο ΜακΚέι.

Το Υπόλοιπο Καστ

Ακριβώς επειδή η αφήγηση της ταινίας είναι ευθύγραμμη – δύο αγόρια που μεταφέρουν ένα μήνυμα – οι υπόλοιποι χαρακτήρες της ταινίας αποτελούνται από εκείνους που ο Σκόφιλντ και ο Μπλέικ συναντούν στη διάρκεια της αποστολής τους. Για αυτούς τους σημαντικούς χαρακτήρες, από τους οποίους αρκετοί είναι αξιωματικοί, ο Μέντες θεώρησε αναγκαίο να βρεθούν ηθοποιοί που θα έδιναν το στίγμα τους με την ελάχιστη παρουσία τους επί της οθόνης.

«Αρκετούς από αυτούς τους βλέπουμε για πέντε ή δέκα λεπτά το πολύ, μετά φεύγουν», λέει ο σκηνοθέτης. «Θέλαμε να δώσουν μια αίσθηση ιστορίας, ότι τους συνάντησε ο θεατής στον δρόμο της αποστολής των ηρώων μας. Για αυτούς τους ρόλους, χρειαζόμαστε άτομα υπεύθυνα με κοινωνική αποδοχή και ικανότητες. Πολλοί από αυτούς τους ηθοποιούς, με τους οποίους συνεργάστηκα είτε στο θέατρο είτε στο σινεμά πριν, πίστεψα πως μπορούν να αποδώσουν μια ζωντάνια στους ρόλους τους παρά τα λίγα λεπτά που εμφανίζονται στην ταινία».

Ο Στρατηγός Έρινμορ (Κόλιν Φερθ)

image

Παρά τη σύντομη σκηνική παρουσία του, ο Φερθ ήταν εντυπωσιασμένος από την τεχνική ακρίβεια του Μέντες και της ομάδας του. «Ήταν απόλυτα συναρπαστική εμπειρία να παρακολουθείς τις ικανότητες και την ευφυΐα όλης της ομάδας που γύριζε κάθε σκηνή της ταινίας», λέει ο Φερθ. «Η προετοιμασία από όλα τα τμήματα ήταν πραγματικά αδιανόητη».

Ο Λοχαγός Σμιθ (Μαρκ Στρονγκ)

Όταν οι άντρες του λοχαγού Σμιθ συναντούν τον Σκόφιλντ και τον Μπλέικ σε έναν εγκαταλελειμμένο αχυρώνα, ο ίδιος είναι εξουθενωμένος. Ως σοφός, διορατικός και ευγενικός, δίνει στον Σκόφιλντ συμβουλές στρατηγικής σχετικά με τον σκληρό συνταγματάρχη Μακένζι: «Αν φτάσεις σε αυτόν, φρόντισε να υπάρχουν μάρτυρες».

Ο Συνταγματάρχης Μακένζι (Μπένεντικτ Κάμπερμπατς)

image

Ως διοικητής του 2ου τάγματος, ο συνταγματάρχης Μακένζι είναι πεπεισμένος πως έχει τους Γερμανούς στο χέρι του και μπορεί να τους καταστρέψει. Αγνοώντας εισερχόμενες εντολές να σταματήσει αυτή την επίθεση, ο Μακένζι είναι απόλυτα βέβαιος πως αυτή του η ενέργεια θα ανατρέψει τη ροή του πολέμου. Ωστόσο, ο στρατηγός Έρινμορ είναι βέβαιος πως ο συνταγματάρχης – ο οποίος έχει χάσει κάθε επαφή με τις διαταγές του – δεν είναι καλά ενημερωμένος και έχει έλλειψη σε όπλα.

Ο Υπολοχαγός Μπλέικ (Ρίτσαρντ Μάντεν)

Ο αδερφός του υποδεκανέα Μπλέικ, ο υπολοχαγός Μπλέικ, είναι αξιωματικός και έχει ακολουθήσει τον Μακένζι στην άκρη του Χίντενμπεργκ. Δεν έχει καμία απολύτως ιδέα ότι έχει ανατεθεί στον αδερφό του να σταματήσει αυτή την αποστολή. Όπως και ο διοικητής του, δεν ξέρει τι κρύβεται πίσω από το νέο μπλόκο των Γερμανών: ένα οπλοστάσιο καταστροφής βάθους τριών μιλίων – με οχυρώσεις πεδίου, αμυντικές γραμμές και βαθύ πυροβολικό, κάτι που δεν έχουν ξαναδεί ποτέ οι Βρετανοί.

Διεύθυνση Φωτογραφίας

image

Το όραμα του Μέντες να αποτυπώσει την ιστορία του σε πραγματικό χρόνο με έναν τέτοιο τρόπο που να μοιάζει με ένα συνεχές μονοπλάνο απαιτεί από το κοινό να γίνει ένα με τους χαρακτήρες και να βυθιστεί σε αυτό το ταραχώδες ταξίδι. Για την ακρίβεια, το «1917» δεν γυρίστηκε σε μία μόνο λήψη, αλλά γυρίστηκε σε μια σειρά από μεγάλες λήψεις χωρίς cut που θα μπορούσαν αβίαστα να φαίνονται σαν να είναι μια συνεχόμενη λήψη. Επειδή δεν υπάρχει cut μέσα στη σκηνή, ο θεατής – όπως και οι Σκόφιλντ και Μπλέικ – δεν είναι σε θέση να απομακρυνθεί από την αποστολή που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια τους. Παρόλο που ο σκηνοθέτης είχε γυρίσει στην ταινία του «Spectre» την εναρκτήρια σκηνή ως ένα μεγάλο και συνεχές μονοπλάνο, αυτή τη φορά αντιμετώπισε κάτι πρωτόγνωρο και διαφορετικό για αυτόν. Με αυτού του είδους την κινηματογράφηση, το κοινό παίρνει μια αυθεντική και έντονη αίσθηση για το τι ακριβώς περνούν αυτά τα αγόρια. «Από την αρχή της ταινίας, ένιωσα πως αυτή η ιστορία θα λειτουργήσει μόνο αν γυριστεί σε πραγματικό χρόνο», δηλώνει ο Μέντες.

Ο σκηνοθέτης συνεργάστηκε με τον διακεκριμένο διευθυντή φωτογραφίας Ρότζερ Ντίκινς («Fargo», «Ένας Υπέροχος Άνθρωπος», «Prisoners»), ο οποίος ύστερα από 14 Υποψηφιότητες έλαβε το πρώτο του Όσκαρ για την ταινία, «Blade Runner 2049». Μαζί είχαν συνεργαστεί ξανά σε αρκετές ταινίες, αυτή η συνεργασία του όμως, αποδείχθηκε ιδιαίτερης σημασίας. «Από την πρώτη κιόλας στιγμή που μίλησα στον Σαμ για την ιδέα ως μια ταινία σε μία λήψη, ήξερα πως πρόκειται για φοβερή ιδέα και πολύ σημαντική για την αφήγησή μας», σχολιάζει ο Ντίκινς.

Από τη στιγμή που η ομάδα αποφάσισε με ποιο τρόπο έπρεπε να μετακινηθούν οι πρωταγωνιστές στον χώρο, ήταν πια ξεκάθαρο πώς θα κινούνταν η κάμερα. «Υπάρχουν στιγμές που χρειάζεται να είσαι κοντά στους ήρωες και υπάρχουν στιγμές που χρειάζεται να απομακρυνθείς και να δεις τους χαρακτήρες μέσα στο χώρο τους και μέσα στο τοπίο. Διατηρήσαμε την απαιτούμενη ισορροπία σε αυτό», σχολιάζει ο Ντίκινς. Ο Μέντες θεωρεί ότι το αποτέλεσμα πέτυχε επειδή είχαν κάνει αμέτρητα σχέδια για το πώς έπρεπε η κάμερα να ακολουθεί πιστά την δράση γύρω και να προσέχει τις κινήσεις των ηθοποιών.

Ο διευθυντής φωτογραφίας και ο σκηνοθέτης βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στο φυσικό φως για τις συνθήκες φωτισμού της ταινίας. «Όταν ο καιρός ήταν με το μέρος μας, γυρίζαμε τη σκηνή μας. Όταν δεν ήταν σύμμαχος, προτιμούσαμε να κάνουμε πρόβα. Έπρεπε να ήμασταν πιστοί στις συνθήκες του φωτός που επικρατούσε κάθε στιγμή», δηλώνει ο Ντίκινς. Η παραγωγή ήλπιζε να έχει νεφελώδη καιρό για να μπορέσει ευκολότερα να γυρίσει τα πλάνα της δίχως να διακόπτεται η αίσθηση του πραγματικού χρόνου που ήθελαν. Ο Μέντες πίστευε πως χρειάζονταν απόλυτη αφοσίωση από όλους στην ταινία για να τα καταφέρουν ενώ ο Ντίκινς υποστηρίζει πως μέχρι κάποιος να το δει στην οθόνη, δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει πόσο γοητευτική είναι αυτή η τεχνική. Για την ιστορία, αξίζει να σημειώσουμε ότι η ταινία γυρίστηκε με την κάμερα Alexa Mini LF.

Το Μουσικό Σκορ

Την σύνθεση του soundtrack του «1917» ανέλαβε ένας ακόμα συνεργάτης του Μέντες, ο Τόμας Νιούμαν («Άρωμα Γυναίκας», «American Beauty», «Η Γέφυρα των Κατασκόπων»), με τον οποίο έχουν δουλέψει σχεδόν σε όλες τις ταινίες του σκηνοθέτη εδώ και είκοσι χρόνια. Ήδη από τις πρώτες τους συζητήσεις για την ταινία, ο Νιούμαν διαπίστωσε πως δεν θα έμοιαζε με οτιδήποτε άλλο είχε κάνει ως τότε. «Η εμπειρία του χρόνου σε αυτή την ταινία είναι όντως πολύ διαφορετική από κάθε άλλο project που έχω κάνει στο παρελθόν», ισχυρίζεται ο ίδιος. Συνεπώς, η προσέγγιση του συνθέτη και του σκηνοθέτη στη μουσική ήταν διαφορετική. Ο Νιούμαν λέει: «Συζητήσαμε με τον Σαμ για το πώς έπρεπε να δρα η μουσική στην ταινία, πότε έπρεπε να δίνει συναίσθημα και πότε να μην υπερβαίνει τα όρια της υπερβολής». Στόχος ήταν να δημιουργηθεί μια μουσική που θα υπηρετούσε την ιστορία και δεν θα την αποσπούσε από αυτή.

Ο Νιούμαν άρχισε να γράφει τη μουσική της ταινίας πριν και κατά την παραγωγή της. «Η σύνθεση της μουσικής συνέβαινε κατά κάποια έννοια και αυτή σε πραγματικό χρόνο, ήταν κάτι το μοναδικό». Σε μεγάλο βαθμό η μουσική της ταινίας διαμορφώθηκε σύμφωνα με τις ίδιες τις τοποθεσίες. «Είχαν μια επίδραση σε μένα σε ότι αφορά την αρμονία και τον ρυθμό», σχολιάζει ο ίδιος. Όπως όλα τα υπόλοιπα, έτσι και η μουσική σχεδιάστηκε ώστε να φέρνει το κοινό πιο κοντά στις εμπειρίες των δύο αγοριών στο μέτωπο του πολέμου.

Διαβάστε Επίσης:

image

1917
Σκηνοθεσία: Σαμ Μέντες
Σενάριο: Σαμ Μέντες, Κρίστι Γουίλσον-Κερνς
Ηθοποιοί: Τζορτζ ΜακΚέι, Ντιν-Τσαρλς Τσάπμαν, Μαρκ Στρονγκ, Άντριου Σκοτ, Ρίτσαρντ Μάντεν, Κλερ Ντιμπούρκ, Κόλιν Φερθ, Μπένεντικτ Κάμπερμπατς
Φωτογραφία: Ρότζερ Ντίκινς
Μοντάζ: Λι Σμιθ
Μουσική: Τόμας Νιούμαν
Έτος Παραγωγής: 2019
Χώρα Παραγωγής: Ηνωμένο Βασίλειο, Η.Π.Α.
Διάρκεια: 119 λεπτά