Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά την πρόσφατη ομιλία του στη Βουλή στο πλαίσιο της συζήτησης για τις φωτιές, έκανε λόγο, μεταξύ άλλων, για «πρωτόγνωρες καιρικές συνθήκες» που επικράτησαν το φετινό καλοκαίρι, επαναλαμβάνοντας το αφήγημα ότι για όλα… φταίει η κλιματική κρίση, ενώ δεν απέφυγε να κάνει σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Μεσογείου που δοκιμάστηκαν, επίσης, από τις πυρκαγιές. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι πολύ διαφορετική.

Ads

Τα μέχρι τώρα δεδομένα δεν δείχνουν ότι οι φωτιές παρουσιάζουν κάτι το οποίο ξεφέυγει από το κανονικό σε σχέση με άλλα παραδείγματα, όπως ανέφερε χθες (31/8) στο tvxs ο διευθυντής ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, Κώστας Λαγουβάρδος.

Όσον αφορά, δε, στη σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες Μεσογείου (Ιταλία, Ισπανία, Αλγερία, Τουρκία κλπ), τα στοιχεία της ευρωπαϊκής υπηρεσίας για τις δασικές πυρκαγιές δείχνουν ότι οι καμένες εκτάσεις στην Ελλάδα, σε σχέση με τον μέσο όρο των τελευταίων 15 ετών, είναι κατά 195% πάνω, όταν στις άλλες μεσογειακές χώρες το ποσοστό αυτό είναι πολύ μικρότερο, σε αντίστοιχες με τις ελληνικές καιρικές συνθήκες. Το, επίσης, ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ισπανία, οι δασικές πυρκαγιές ήταν περισσότερες, αλλά τα καμένα στρέμματα γης είναι λιγότερα από την Ελλάδα.

Τα παραδείγματα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας

«Σε άλλες χώρες είχαμε περισσότερες ενάρξεις δασικών πυρκαγιών και, μάλιστα, μεγάλων δασικών πυρκαγιών. Οι ομοιότητες με την Ελλάδα έχουν να κάνουν με τις πυρομετεωρολογικές συνθήκες των χωρών και με το είδος της βλάστησης που κάηκε ή καίγεται. Οι διαφορές έχουν να κάνουν με τη διαχείριση. Η Ισπανία και η Πορτογαλία είναι δύο χώρες που προσπαθούν πολύ περισσότερο στη διάρκεια των τελευταίων 5-10 ετών να εφαρμόζουν τεχνικές πρόληψης, οι οποίες περιλαμβάνουν τη χρήση της φωτιάς κατά τη διάρκεια του χειμώνα, όταν οι συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές για να έχουν μεγάλες πυρκαγιές, για να μπορέσουν να κάνουν αυτό που ονομάζεται προδιαγεγραμμένη καύση. Δηλαδή, καίνε βλάστηση ελεγχόμενα, έτσι ώστε, αν το καλοκαίρι σε εκείνη την περιοχή εκδηλωθεί δασική πυρκαγιά, να υπάρχει μικρότερη διαθεσιμότητα βλάστησης» ανέφερε στο tvxs ο Εντεταλµένος Ερευνητής στο Ινστιτούτο Ερευνών Περιβάλλοντος & Βιώσιµης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, Θεοδωρής Γιάνναρος.

Ads

Ο ίδιος έκανε ειδική αναφορά στο παράδειγμα της Πορτογαλίας, της οποίας ο επικεφαλής Fire Analyst (αναλυτής φωτιάς σε ελεύθερη μετάφραση) είναι αυτός που θα συνεργαστεί με επιστημονικούς φορείς κάθε καλοκαίρι προκειμένου να συνθέσουν από το πεδίο τα στοιχεία για μια δασική πυρκαγιά, «το πού εξαπλώνεται, τι βλάστηση καίει, υπό ποιες συνθήκες εξαπλώνεται, ποια είναι η τοπογραφία της περιοχής, τι περιμένουν το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα. Και με βάση αυτά τα στοιχεία προσπαθούν να χαράξουν μια στρατηγική για το πού θα μπορέσουν να «παίξουν άμυνα» τη φωτιά, σε ποιες περιοχές έχουν ευκαιρία να την αναχαιτίσουν και με βάση αυτά τα δεδομένα, να χαράξουν στρατηγική διαχείρισης».

Ο Έβρος και η απουσία ανάλυσης δασικής πυρκαγιάς στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα, αντίθετα, σύμφωνα με τον κ. Γιάνναρο, κάτι τέτοιο δεν γίνεται στο επίπεδο της πραγματικής ανάλυσης μιας δασικής πυρκαγιάς. «Ανάλυση δασικής πυρκαγιάς σημαίνει ότι έχεις μια διεπιστημονική ομάδα δασολόγων, μετεωρολόγων, αξιωματικών που είναι στο πεδίο και χρησιμοποιείς ό,τι δεδομένο μπορεί να έχεις διαθέσιμο, για να μπορέσεις επάνω στο χάρτη να πεις ότι, για παράδειγμα, «αυτή είναι η κατάσταση αυτή τη στιγμή και περιμένω η φωτιά να κινηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο». Θα χαρώ πολύ να διαψευστώ και να υπάρχει όντως τέτοιο επίπεδο ανάλυσης» τόνισε.

Ο Έβρος και το δάσος της Δαδιάς έχει παραδοθεί στις φλόγες εδώ και 14 μέρες και, σύμφωνα με τον Θοδωρή Γιάνναρο, η φωτιά είναι αδύνατο να σταματήσει, αφού σταδιακά αυτή μεγαλώνει και η ένταση που έχει αποκτήσει δυσκολεύει πολύ τη διαχείριση της. Από τον Μάιο, πάντως, όπως είπε, ήταν γνωστό ότι η περιοχή της Θράκης και του Έβρου ήταν σε κατάσταση συναγερμού, όσον αφορά στις συνθήκες ξηρασίας. Η ξηρασία, οι υψηλές θερμοκρασίες και οι άνεμοι, είναι στοιχεία που μπορούν να προκαλέσουν μεγάλη δασική πυρκαγιά.

Αυτό δείχνει ότι έγιναν λάθη, σε επίπεδο πρόληψης, αλλά και διαχείρισης, που συντέλεσαν στο να πάρει τέτοιες διαστάσεις η πυρκαγιά, εφ’ όσον ήταν γνωστές οι συνθήκες.

Γυρνώντας στο επίπεδο της ανάλυσης, ο κ. Γιάνναρος σχολίασε, ότι «αυτό που δεν κάνουμε είναι να έχουμε έναν επιστημονικό τρόπο για να τεκμηριώνουμε το πώς διαχειριζόμαστε μια δασική πυρκαγιά, ειδικά όταν αυτή πλέον αρχίζει και λαμβάνει διαστάσεις, όχι φυσικά τη 14η μέρα. Αυτό πρέπει να γίνεται την 1η, τη 2η, την 3η μέρα. Θα πρέπει το Πυροσβεστικό Σώμα, οι αξιωματικοί που διαχειρίζονται τη δασική πυρκαγιά στη Δαδιά, για παράδειγμα, να έχουν μια επιστημονικά τεκμηριωμένη γνώση για το πώς εξαπλώνεται η πυρκαγιά, πού ακριβώς είναι η περίμετρος της, με ποια χαρακτηριστικά αυτή συμπεριφέρεται, αν καθοδηγείται κυρίως από τον άνεμο, αν ο άνεμος επιδρά με την ατμόσφαιρα, να έχουν πληροφορίες για το πώς αναμένεται να μεταβληθούν οι πυρομετεωρολογικές συνθήκες».

Αναφέρθηκε, συγκεκριμένα, στην αλλαγή στη φορά του ανέμου στη διάρκεια της πυρκαγιάς στον Έβρο, κάτι που, όπως είπε, ήταν (επίσης) γνωστό με βάση τα προγνωστικά 2 ημέρες πριν.

«Το ότι ο άνεμος γύρισε από βοριά σε νοτιά και η φωτιά έφυγε προς τα πάνω, προς το Σουφλί, δεν ήταν καμιά… φοβερή έκπληξη. Με βάση τα προγνωστικά η αλλαγή αυτή φαινόταν 2 ημέρες πριν συμβεί. Αν πριν 2-3 μέρες έχουμε μια εικόνα ότι ο άνεμος θα γυρίσει από βοριά σε νοτιά και έχουμε στο τάδε σημείο μια φωτιά, ένα ενεργό μέτωπο, θα πρέπει αντίστοιχα να ληφθούν μέτρα» υπογράμμισε.

Το γεγονός ότι δεν υπάρχει αντίστοιχη ανάλυση των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα επανέλαβε στο tvxs και ο Μιλτιάδης Αθανασίου, ο οποίος είναι ειδικός στις δασικές πυρκαγιές και Διδάκτορας του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (Ε.Κ.Π.Α.). Ο κ. Αθανασίου προτείνει τη δημιουργία μιας επιστημονικής ομάδας που να περιλαμβάνει και αξιωματικούς του Πυροσβεστικού Σώματος. Όχι «τιμωρητικά», όπως χαρακτηριστικά είπε, αλλά «με αποστολή την τεκμηρίωση  και την ανάλυση της συμπεριφοράς και της χωρικής εξάπλωσης των δασικών πυρκαγιών της αντιπυρικής περιόδου του 2023».

Ο ίδιος, μάλιστα, αναφέρθηκε και στην απουσία αντιπυρικών σχεδίων. «Δεν έχουμε αντιπυρικά σχέδια. Εάν ρωτήσετε τις υπηρεσίες θα σας πει η κάθε μία ότι έχει σχέδια. Ναι, έχουν τα επιχειρησιακά τους. Δεν έχουν, όμως, αντιπυρικά σχέδια, δηλαδή σχέδια που ουσιαστικά θα βοηθούν τους φορείς να καταλάβουν ποια είναι η απειλή. Με ποιο τρόπο, για παράδειγμα, θα προσεγγίσει μια δασική πυρκαγιά έναν οικισμό ή αν από αυτόν τον οικισμό υπάρχει τρόπος διαφυγής» σημείωσε.

Ο λανθασμένος τρόπος χρήσης του 112

Με αφορμή την τελευταία του φράση περί «τρόπου διαφυγής», ο Μιλτιάδης Αθανασίου μίλησε και για το 112, κάνοντας λόγο για «υπερβολική χρήση του», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η εισαγωγή του δεν έγινε στο πλαίσιο «μιας προσπάθειας να βελτιωθούν τα πράγματα».

Συγκεκριμένα την άποψη αυτή την τεκμηρίωσε αναφέροντας ότι «η πολύ εύστοχη εγκύκλιος που έχουμε από τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας, περιγράφει τι χρειάζεται να γίνεται με τις λεγόμενες οργανωμένες απομακρύνσεις. Όταν ο κίνδυνος μέσα στον οικισμό είναι μεγαλύτερος από αυτόν που υπάρχει έξω από τον οικισμό, τότε πρέπει να γίνει απομάκρυνση. Πολλές φορές παρατηρείται το φαινόμενο να στέλνονται μηνύματα από το 112 καλώντας ανθρώπους να φύγουν από εξαιρετικά ανθεκτικές περιοχές, δηλαδή από περιοχές στις οποίες δεν θα μπει ποτέ η πυρκαγιά μέσα.

»Όποιος μπορεί να μείνει και να υπερασπιστεί την περιουσία του και τον οικισμό, με τα κατάλληλα μέσα ατομικής προστασίας, μένει και υπερασπίζεται με τους πυροσβέστες τον οικισμό και όσοι δεν μπορούν, φεύγουν εγκαίρως. Η μαγική λέξη είναι «εγκαίρως». Πολλές φορές οι άνθρωποι φεύγουν πανικόβλητοι ακόμα και με τα πόδια έξω από οικισμούς, όταν αντικειμενικά δεν υπάρχει χρόνος για ασφαλή απομάκρυνση. Δεν πρέπει να συνεχιστεί αυτό. Αυτό είναι ένα από τα προβλήματα που πρέπει να δούμε».

Κατέληξε στο ότι η χρήση του 112 θα πρέπει να συνοδεύεται από ενημέρωση και κατάρτιση των κατοίκων πριν από την αντιπυρική περίοδο, καθώς και στο ότι χρειάζεται να αξιοποιήσουμε, ταυτόχρονα, τους ανθεκτικούς οικισμούς, στον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε τις δασικές πυρκαγιές.

Στο ίδιο μήκος κύματος, όσον αφορά στο 112, κινήθηκε και ο Θοδωρής Γιάνναρος. «Γενικότερα, θα πρέπει να καταλάβουμε ότι, ναι μεν το 112 είναι χρήσιμο εργαλείο και η προστασία της ανθρώπινης ζωής είναι αδιαμφισβήτητη και πρέπει να συνεχίσει να χρησιμοποιείται, αλλά θα πρέπει να δούμε λίγο το πώς θα μπορούσε, ενδεχομένως, να μένουν κάποιοι άνθρωποι από έναν υπό απειλή οικισμό που θα μπορούσαν να βοηθήσουν το Πυροσβεστικό Σώμα. Μιλάμε για την ελληνική ύπαιθρο, για χωριά που βρίσκονται μέσα στα δάση και για ανθρώπους που έχουν εμπειρία στο πώς μπορούν να διαχειριστούν μια φωτιά, στο πώς μπορούν να αμυνθούν σε μια φωτιά».

Σημείωσε, βέβαια, ότι «τέτοιες αποφάσεις δεν λαμβάνονται ξαφνικά ένα πρωί, αλλά λαμβάνονται στη βάση μιας ανάλυσης, με βάση το πώς εξαπλώνεται η φωτιά, τα χαρακτηριστικά της, γιατί μπορεί σε μια περίπτωση να εξαπλώνεται με τέτοιο τρόπο και να είναι απολύτως αναγκαίο να εκκενωθεί το τάδε χωριό, σε άλλη περίπτωση, όμως, μπορεί να μην είναι τόσο αναγκαίο και να μπορέσει να χρησιμοποιηθεί και το χωριό και η γνώση που έχουν οι κάτοικοι, στο να αναχαιτιστεί η πορεία των μετώπων».

Η ελλιπής πρόληψη

Ένα, ακόμα, σημείο κατά το οποίο ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έδωσε πειστικές απαντήσεις, είναι αυτό της πρόληψης. Αντίθετα, αρκέστηκε να πει πως «υπάρχουν φωτιές που καμία αντιπυρική ζώνη δεν μπορεί να σταματήσει», σε μια προσπάθεια αποποίησης των ευθυνών για την ελλιπή πρόληψη.

Κατά τον Μιλτιάδη Αθανασίου, υπάρχουν τρεις άξονες πρόληψης. «Ο ένας άξονας είναι αυτός της μείωσης του αριθμού των δασικών πυρκαγιών μέσω της ενημέρωσης και της ευαισθητοποίησης των πολιτών. Ο δεύτερος άξονας είναι ο έγκαιρος εντοπισμός τους. Ο τρίτος άξονας είναι όλα τα έργα που πρέπει να έχουν γίνει πριν την αντιπυρική περίοδο, έτσι ώστε όποια πυρκαγιά παίρνει διαστάσεις, «να βρίσκει «εμπόδια» στο τοπίο, δηλαδή περιοχές στις οποίες έχει γίνει διαχείριση βλάστησης οπότε να μην μπορεί να αναπτύξει μεγάλη ένταση. Σ’ ένα τέτοιο ανθεκτικό αγροδασικό μεσογειακό μωσαϊκό, είναι πολύ πιο πιθανό και πολύ πιο ασφαλές να ελέγξουμε και να σβήσουμε μια δασική πυρκαγιά».

Τα μέχρι τώρα δεδομένα διαψεύδουν το κυβερνητικό αφήγημα

Πάντως, επιστρέφοντας στα όσα είπε ο πρωθυπουργός στην ομιλία του στη Βουλή, αλλά και όσα επαναλαμβάνουν κυβερνητικά στελέχη, όπως ο υπουργός Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, Βασίλης Κικίλιας, ακόμα και τα δεδομένα να επιβεβαιώσουν το κυβερνητικό αφήγημα -αν και κάτι τέτοιο δεν μοιάζει πιθανό- οι ειδικοί τονίζουν ότι είναι πρόωρο να γίνει τελικός απολογισμός για το κατά πόσο το καλοκαίρι του 2023 ήταν το πιο δύσκολο ή όχι. Η κυβέρνηση, όμως, προκειμένου να διαχειριστεί επικοινωνιακά την μεγάλη καταστροφή που συντελείται, επέλεξε να εξάγει από τώρα τα… δικά της συμπεράσματα.

«Δεν έχουμε ακόμα τα τελικά στοιχεία για να κάνουμε πλήρη και οριστική αποτίμηση το πόσο δύσκολο πυρομετεωρολογικά ήταν το καλοκαίρι. Με βάση προκαταρτικά στοιχεία πάλι από το ευρωπαϊκό παρατηρητήριο των δασικών πυρκαγιών, το οποίο μαζί με τα στατιστικά που δίνει για την πορεία των καμένων εκτάσεων, τον αριθμό των δασικών πυρκαγιών, δίνει πληροφορία και για αυτό που ονομάζουμε «severity rating». Αυτός είναι ένας δείκτης πυρομετωρολογικός, ο οποίος προσπαθεί να αποτιμήσει τη δυσκολία ελέγχου μιας φωτιάς λαμβάνοντας υπόψιν τις πυρομετεωρολογικές συνθήκες. Φαίνεται ότι η δυσκολία ελέγχου πυρκαγιών στην Ελλάδα το φετινό καλοκαίρι ήταν περίπου ίδια ή και λίγο χαμηλότερη από αυτή που θα περιμέναμε με βάση την κλιματολογία από το 2002 μέχρι το 2022. Αντίθετα, η περιοχή της δυτικής Ευρώπης είχε πολύ μεγαλύτερο severity rating. Ωστόσο αυτά είναι προκαταρτικά στοιχεία».

Το αφήγημα, λοιπόν, που έχει επιλέξει η κυβέρνηση να ακολουθήσει για να δικαιολογήσει τα… αδικαιολόγητα, με τα έως τώρα δεδομένα καταρρέει εύκολα.

Εξαγγελίες που μένουν στα «χαρτιά»

Γεγονός είναι, επίσης, ότι εξαγγελίες που έχουν γίνει, φαίνεται να μην υλοποιούνται με τον τρόπο που θα περίμενε κανείς. Εξαγγελίες όπως αυτά που προανήγγειλε ο πρωθυπουργός στις 7 Ιουλίου σε επίσκεψή του στο υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, όταν και είχε πει, μεταξύ άλλων, πως θα «συντελεστεί μια κοσμογονία ως προς τα μέσα που θα έχει στη διάθεσή της η χώρα για την αντιμετώπιση όλων των κρίσεων, με σημαντικότερες τις δασικές πυρκαγιές». Τα διαθέσιμα στοιχεία, όμως, κάνουν λόγο για «μηδαμινή απορρόφηση των έργων».

Το πόσο μένουν στα χαρτιά οι εξαγγελίες της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας επιβεβαιώνεται και από τα όσα (δεν) έχουν γίνει στη Βόρεια Εύβοια, η οποία ακόμα μετράει τις πληγές της, 2 χρόνια μετά.