Πώς έβλεπαν οι γυναίκες στην Ελλάδα την τέχνη, το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα; Το βιβλίο «Βλέμματα γυναικών στην τέχνη (1850-1900)» της δρος Γλαύκης Γκότση, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Νησίδες, αποτελεί το πρώτο στην ελληνική ιστοριογραφία εγχείρημα μελέτης του γυναικείου κοινού της τέχνης στον 19ο αιώνα και εκτός από ενδιαφέρον, είναι και εξαιρετικά απολαυστικό στην ανάγνωση.

Ads

Οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες μαθαίνουν ότι οι θεάτριες του 19ου αιώνα, έχουν πολλαπλές προτιμήσες αλλά και προσεγγίσεις, κάποιες αυτολογοκρίνονται για να μην οδηγηθούν σε παρατηρήσεις επισφαλείς και απρεπείς για το φύλο τους -σε περιπτώσεις όπως η παρουσίαση ενός γυμνού-,  άλλες γράφουν για την ελληνική τέχνη, άλλες έχουν το βλέμμα στο εξωτερικό κοκ. 

Άλλες επικεντρώνονται σε έργα της αρχαιότητας (Καλλιόπη Κεχαγιά) άλλες σε εκθέσεις της εποχής τους (Καλλιρρόη Παρρέν, Άννα Σερουίου). Γράφουν αυθόρμητα, χωρίς να κάνουν επίδειξη γνώσεων, χωρίς σχολαστικότητα. Και κάποιες από αυτές όπως η γυναίκα που υπογράφει ως «Κόμησσα Απραδίνη» στην Εφημερίδα Κυριών, προχωρούν και σε κριτική με έντονο φεμινιστικό βλέμμα, όπως η παρακάτω:

«Ο καλλιτέχνης διαπρέπει εν τη απεικονίσει της φιλαρέσκου, διότι υπό αισθητικήν έποψιν αυτή προτιμάται υπό του ανδρός…. Τούτη όμως η ιδανική φιγούρα, δεν υπάρχει στην πραγματικότητα» και «…Ο καλλιτέχνης προορίζει το έργον του δια τους άνδρας…».

Ads

image

Η συγγραφέας του βιβλίου, απαντά στις ερωτήσεις του tvxs.

Πώς προέκυψε η ιδέα να ασχοληθείτε σε βάθος με το γυναικείο κοινό της τέχνης κατά τον 19ο αιώνα στην Ελλάδα;

Από παλαιότερα, όταν ακόμη εκπονούσα τη διδακτορική διατριβή μου, είχα διαπιστώσει την ύπαρξη ορισμένων γυναικών που στα τέλη του 19ου αιώνα έγραφαν για θέματα τέχνης. Ωστόσο, δεν υπήρχε κάποια μελέτη για το γυναικείο κοινό, σε αντίθεση με αυτό που συνέβαινε με το ανδρικό, για το οποίο είχαν ήδη γίνει κάποιες εργασίες. Αυτή η απουσία συνεχίστηκε μέχρι τις μέρες μας, οπότε θεώρησα πως είχε σημασία να ασχοληθώ με το θέμα και να αναδείξω τις θεάτριες της τέχνης, των οποίων η παρουσία δεν ήταν καθόλου ασήμαντη την εποχή αυτή.

Μια πρώτη ενδιαφέρουσα διαπίστωση που κάνετε, είναι πως οι γυναίκες αρθρογράφοι εστιάζουν περισσότερο την προσοχή τους στα έργα και τους καλλιτέχνες που τους προκάλεσαν μεγαλύτερη εντύπωση σε αντίθεση με τους άνδρες που δεν μένουν στους επαίνους αλλά προχωρούν και σε επικριτικά σχόλια όσων τα έργα δεν τους είναι αρεστά. Γιατί;

Όπως υποστηρίζω, οι γυναίκες που σχολιάζουν σε δημοσιεύματά τους τη σύγχρονη τέχνη συχνά αποφεύγουν την ενδελεχή ή αυστηρή κριτική, την οποία συνηθίζουν να κάνουν πολλοί άνδρες. Προτιμούν να ακολουθήσουν μια στάση που την χαρακτηρίζω στάση των απλών θεατών, δηλαδή να εκφραστούν σύντομα και θετικά για τα έργα εκείνα που τους άρεσαν περισσότερο ή τις συγκίνησαν. H τοποθέτησή τους αυτή δεν οφείλεται σε έμφυτους παράγοντες ή σε κάποια φυσική γυναικεία ιδιαιτερότητα, αλλά στις κοινωνικές και ιδεολογικές συνθήκες μέσα στις οποίες τα άτομα γένους θηλυκού διαπαιδαγωγούνται, ζουν και δρουν ως γυναίκες. 

Ασφαλώς, όμως, θα πρέπει να συμπληρώσω ότι υπάρχουν και γυναίκες που γράφουν εμβριθή κριτική, όπως επίσης υπάρχουν άνδρες που υιοθετούν τη στάση των απλών θεατών.

Το βιβλίο σας αναδεικνύει από τη μία το θάρρος και το ενδιαφέρον των φιλότεχνων γυναικών του 19ου αιώνα, φωτίζει από την άλλη τη δυσμενή θέση της γυναίκας μέσα από την αυτολογοκρισία για παράδειγμα. Πως θα χαρακτηρίζατε το γυναικείο βλέμμα στην τέχνη εκείνης της εποχής και υπάρχουν τελικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την έμφυλη ιδιότητα;

Καταρχάς, δεν υφίσταται ένα γυναικείο βλέμμα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Υπάρχουν πολλά και διαφορετικά γυναικεία βλέμματα, με την έννοια ότι οι θεάτριες παρουσιάζουν και εύρος ενδιαφερόντων και πολυμορφία απόψεων. Δεν γράφουν όλες για τα ίδια θέματα ούτε με τον ίδιο τρόπο. Άλλες στρέφονται στην αρχαιότητα και άλλες στη σύγχρονη τέχνη ή στις γυναίκες καλλιτέχνες. Ορισμένες γράφουν σύντομα σχόλια, ενώ κάποιες άλλες καταγίνονται σε διεξοδικές αναλύσεις και εκτενείς μελέτες. Ακόμη και το ύφος και οι στρατηγικές του λόγου τους ποικίλλουν. Αυτή η διαπίστωση, όμως, συνοδεύεται από μιαν άλλη, ότι δηλαδή τα βλέμματά τους επηρεάζονται από το φύλο στο οποίο αυτές ανήκουν -το ίδιο βέβαια συμβαίνει και με τους άνδρες. Ο έμφυλος χαρακτήρας της θέασης δεν είναι ασφαλώς παντού και πάντα παρών, υπάρχουν όμως σημεία στα οποία γίνεται ορατός: για παράδειγμα, όταν σχολιάζουν τα γυμνά της τέχνης ή τις παραστάσεις γυναικείων μορφών στην τέχνη οι γυναίκες ακολουθούν συχνά μια διαφορετική προσέγγιση από τους άνδρες.

Εκτός από τις γυναίκες που αναφέρετε, η πλειοψηφία των γυναικών, της εποχής είχαν καν πρόσβαση στην τέχνη;

Πρόσβαση στην τέχνη είχαν αρκετές γυναίκες. Οπωσδήποτε με νούμερα και ποσοστά δεν μπορούμε να μιλήσουμε, αφού δεν διαθέτουμε τα ανάλογα στοιχεία, η αίσθησή μου όμως είναι ότι ο αριθμός τους ήταν αξιόλογος.

Πρόκειται για το ανώνυμο κοινό που αναφέρω στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, του οποίου η παρουσία γίνεται αισθητή μέσα από τα δημοσιεύματα του Τύπου. Αλλά και ως εκθέτριες και παραγωγοί εικαστικών έργων οι γυναίκες συμμετείχαν στην τέχνη.

Μου έκανε εντύπωση το δημοσίευμα του 1889 στην «Εφημερίδα των κυριών» με την υπογραφή της «Κόμησσας Απραδίνη» το οποίο υποστηρίζει πως ο καλλιτέχνης διαπρέπει όταν απεικονίζει την φιλάρεσκη εκδοχή της γυναίκας, μιας γυναίκας που δεν υπάρχει στην πραγματική ζωή. Πόσο έντονο είναι το φεμινιστικό βλέμμα στην τέχνη του 19ου αιώνα;

Πράγματι το κείμενο της «Κόμησσας Απραδίνη» έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον για μας σήμερα, αφού ασκεί κριτική στις απεικονίσεις γυναικών από άνδρες καλλιτέχνες, υποστηρίζοντας ότι αυτές οι εικόνες είναι απλώς ανδρικές επινοήσεις που εξυπηρετούν ανδρικές επιθυμίες και γούστα. Πόσο κοντά μοιάζει να βρίσκεται η άποψη αυτή με την κριτική που άσκησε στις κυρίαρχες γυναικείες εικόνες ο φεμινισμός από τη δεκαετία του ’70 και έπειτα! Πρόκειται όμως, από όσο κατάφερα να εντοπίσω, για τη μοναδική περίπτωση άρθρου στο οποίο διατυπώνεται με σαφήνεια μια τέτοια άποψη.

Έλεγχο στις εικαστικές παραστάσεις γυναικείων μορφών ασκούν και άλλες σχολιάστριες, αλλά με πιο έμμεσο και λιγότερο αυστηρό τρόπο. Επιχειρούνται βέβαια, επίσης, και άλλου τύπου προσεγγίσεις από τις φεμινίστριες της εποχής: π.χ. η Καλλιρρόη Παρρέν, μαζί με κάποιες συνεργάτριές της, προβάλλουν τη συμβολή των γυναικών-μοντέλων των καλλιτεχνών στην πραγματοποίηση πετυχημένων έργων. Επιπλέον, η Παρρέν προβάλλει ως ιδανική την εικόνα της χειραφετημένης γυναίκας.

Εκεί, όμως, που το φεμινιστικό βλέμμα της γίνεται περισσότερο εμφανές είναι στις συστηματικές προσπάθειές της να αναδείξει την ύπαρξη και τη δουλειά των γυναικών καλλιτεχνών. Με λίγα λόγια, ασφαλώς και υπάρχουν βλέμμα και λόγος φεμινιστικός στα τέλη του 19ου αιώνα που έχουν τη δική τους ιστορία, μια ιστορία την οποία αξίζει να ανακαλύψουμε.  

Ποιες ήταν οι αντιδράσεις των ανδρών κριτικών τέχνης απέναντι στο γυναικείο βλέμμα;

Στο υλικό που μελέτησα δεν εντόπισα αντιδράσεις ανδρών κριτικών απέναντι στον γυναικείο λόγο. Προφανώς είναι ένα ερώτημα που χρήζει μελλοντικής διερεύνησης. Με βάση τις δικές μου αναζητήσεις εκείνο για το οποίο μπορώ να μιλήσω είναι πώς αντιμετωπίστηκε γενικά το γυναικείο κοινό από τους δημοσιογράφους και τους σχολιαστές του Τύπου. Εκεί από τη μία πλευρά αναγνωρίζονται και επισημαίνονται η συμμετοχή των γυναικών στα καλλιτεχνικά δρώμενα, καθώς και η δυνατότητά τους να εκφέρουν άποψη για τα έργα και τους καλλιτέχνες. Από την άλλη, κατά κανόνα, το γυναικείο κοινό διαχωρίζεται από το ανδρικό, καθώς παρουσιάζεται ως το «ωραίο φύλο», που προσθέτει ομορφιά στα εκθέματα, δηλαδή παρατηρούμε μια μετατόπισή του από τη θέση του υποκειμένου στη θέση του αντικειμένου της θέασης.