Η ιστορικός και ερευνήτρια Τασούλα Βερβενιώτη, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη και το Tvxs, τη δημιουργική εμπειρία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο- του νέου της βιβλίου «Οι άμαχοι του ελληνικού εμφυλίου. Η δυναμική της μνήμης», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κουκκίδα.

Ads

Η απόφαση να γράψω ένα βιβλίο για τον ελληνικό εμφύλιο, στο οποίο οι άμαχοι θα βρίσκονταν στο επίκεντρο, με πρωταγωνιστές τους Καταφυγιώτες και το Καταφύγι, ένα ορεινό χωριό των Αγράφων, αποτελεί τη συνισταμένη μιας πολύχρονης έρευνας.

Ο στόχος μου ήταν να περιγράψω τον σημαντικό ρόλο των αμάχων, και κυρίως των αγροτών, στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο. Σε έναν ‘κανονικό’ πόλεμο, οι στρατοί και οι επιχειρήσεις τους, καθώς και οι πολιτικοί και οι αποφάσεις τους παίζουν τον πρώτο ρόλο και έχουν τον πρώτο λόγο, ενώ ο ρόλος των αμάχων δεν θεωρείται σημαντικός. Ένας εμφύλιος, όμως, είναι ένας ολοκληρωτικός πόλεμος που εμπλέκει τους αμάχους, και όχι μόνο ως απλούς, παθητικούς θεατές. Στον ελληνικό εμφύλιο ο ρόλος τους ήταν καθοριστικός, γιατί τα μέτωπα δεν ήταν με σαφήνεια καθορισμένα, ούτε όλοι όσοι πολεμούσαν φορούσαν στολές, ούτε συντάσσονταν απόλυτα με τη μία ή την άλλη παράταξη, παρόλο που αυτό ήταν το ζητούμενο και των δύο ηγεσιών.

Σε όλες τις φάσεις του πολέμου, το αποτέλεσμα των στρατιωτικών αλλά και των πολιτικών δρώμενων κρινόταν και από τη στάση των αμάχων. Δεν ίσχυε μόνο για τον Δημοκρατικό Στρατό το ρητό του Μάο, ότι οι άμαχοι είναι για τους αντάρτες ό,τι το νερό για τα ψάρια, ίσχυε και για τον Εθνικό Στρατό. Η υποστήριξη των αμάχων ή ο έλεγχός τους τού παρείχε σημαντικό πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου του. Γι’ αυτό και οι δύο στρατοί καθώς και οι πολιτικές τους ηγεσίες προσπάθησαν να τους προσεταιριστούν.

Ads

Παρά τον σημαντικό τους ρόλο, οι τραυματικές μνήμες του εμφυλίου και ο Ψυχρός Πόλεμος, που ενέτεινε τον διχασμό της ελληνικής κοινωνίας, εμπόδισαν ή περιόρισαν την ιστορική ορατότητα· η συμμετοχή των αγροτών και οι μνήμες τους δεν θεωρήθηκαν άξιες λόγου. Η προφορική ιστορία, όμως, δίνει τη δυνατότητα να διευρυνθεί το ιστορικό τοπίο και να αναδειχτεί ο πρωταγωνιστικός ρόλος των κατοίκων της ελληνικής επαρχίας, και ιδιαίτερα των αμάχων, στον ελληνικό εμφύλιο.

Μια ιστορία του ελληνικού εμφυλίου βασισμένη μόνο στα αρχεία σίγουρα βοηθάει στη συγγραφή μιας στρατιωτικής, ίσως και μιας πολιτικής, αλλά όχι μιας κοινωνικής ιστορίας. Η ραχοκοκαλιά και των δύο στρατών υπήρξαν οι αγρότες. Οι αγροτοκτηνοτρόφοι των ορεινών και ημιορεινών χωριών ήταν οι πιο άμεσα εμπλεκόμενοι και αυτοί που υπέστησαν τις συνέπειες του εμφυλίου σε όλη τους την ακρότητα· είχαν τη μεγαλύτερη συμμετοχή και υπέφεραν περισσότερο από όλους. Αυτοί, όμως, δεν κρατούσαν αρχεία, δεν έγραψαν μαρτυρίες, και γι’ αυτό έμειναν έξω από το ιστορικό σκηνικό. Ο ρόλος της προφορικής ιστορίας είναι να τους δώσει φωνή και να τους καταστήσει ιστορικά ορατούς. Ο συνδυασμός της μελέτης των αρχειακών πηγών και των προφορικών μαρτυριών αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό αυτού του τόμου.

Το Καταφύγι, ως παράδειγμα, αποτελεί μια επινόηση, μια κατασκευή, γιατί περιέχει μαρτυρίες και από άλλους ανθρώπους, από άλλους τόπους. Βρίσκεται στο κέντρο της αφήγησης, που μπορεί να παρομοιαστεί με μία ελικοειδή σπείρα, οι κύκλοι της οποίας διευρύνονται με όσα διαδραματίζονται στην Αθήνα, όπου το κράτος, το παλάτι, αλλά και το Κόμμα καθορίζουν τις πολιτικές τους· η σπειροειδής αυτή αφήγηση, όμως, επεκτείνεται και στο διεθνές περιβάλλον, κυρίως στις συζητήσεις στον ΟΗΕ ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις και στο πλαίσιο που θέτει ο Ψυχρός Πόλεμος. Μέσα από τις βιωμένες ιστορίες των ανθρώπων που δένονται με τα σημαντικά πολιτικά και στρατιωτικά, αλλά και τα παγκόσμια γεγονότα, μπορεί κάποιος να αποκτήσει μια πιο ευκρινή εικόνα για τον ελληνικό εμφύλιο.

Το τελικό προϊόν δεν συνιστά ούτε μια υποκειμενική αφήγηση του παρελθόντος, επειδή περιλαμβάνει προφορικές μαρτυρίες, ούτε μια αντικειμενική αναπαράσταση, επειδή στηρίζεται σε πρωτογενές αρχειακό υλικό. Αποτελεί τη δική μου αφήγηση για τον ρόλο των αμάχων στον ελληνικό εμφύλιο, την ανάδειξη των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων, καθώς και των αξιακών συστημάτων της ελληνικής επαρχίας τη δεκαετία του 1940.

Εντέλει, το βιβλίο φιλοδοξεί να εξηγήσει πώς τα ορεινά χωριά πέρασαν από την ανταλλακτική οικονομία στην οικονομία της αγοράς και γιατί ερημώθηκαν, γιατί η Αθήνα είναι έτσι όπως είναι σήμερα και γιατί ο τουρισμός έφτασε να θεωρείται η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας.

Το περίγραμμα του βιβλίου, που ακολουθεί, ενέχει και τον ρόλο ενός χρονοδιαγράμματος. Στοχεύει να διευκολύνει τους αναγνώστες να κατανοήσουν τον ρου των γεγονότων που συμβαίνουν ταυτόχρονα στον διεθνή χώρο, στην Αθήνα, στο Βουνό και στο Καταφύγι. Το βιβλίο αποτελείται από οκτώ μέρη.

Το Πρώτο Μέρος αφορά τη μνήμη. Με επίκεντρο τη διαδρομή της μνήμης των Καταφυγιωτών και μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα, αναπτύσσεται η ερευνητική διαδικασία, τα πλεονεκτήματα από την παράλληλη χρήση των προφορικών μαρτυριών και των αρχείων, καθώς και η σημασία της υποκειμενικότητας: πώς το παρόν «στοιχειώνεται» από το παρελθόν και καθορίζει τη ζωή των ανθρώπων, καθώς και το μέλλον των κοινωνιών. Στο Επίμετρο του κεφαλαίου οι Καταφυγιώτες μιλούν για τα αισθήματά τους απέναντι στον ΔΣΕ και τον Στρατό.

Στο Δεύτερο Μέρος, αναπτύσσονται οι ιδεολογίες που διαπερνούν την εποχή. Από τη μια το όραμα της Λαοκρατίας, που πρόβαλε το εαμικό αντιστασιακό κίνημα, και από την άλλη η εθνικοφροσύνη, με το σύνθημα «Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια» και το όραμα μιας ένδοξης τρισχιλιετούς συνέχειας του ελληνικού έθνους. Παρόλο που αριθμητικά τα ποσοστά των δύο ιδεολογιών θεωρούνται σχεδόν ισοδύναμα, η εθνικοφροσύνη, με συνεκτικό ιστό τον αντικομμουνισμό, επικράτησε στηριζόμενη στο κράτος, στο παλάτι, στην Εκκλησία αλλά και στη «βοήθεια» των ξένων. Επικράτησε μέσω της προπαγάνδας και της αναμόρφωσης, ανέπτυξε μηχανισμούς επιτήρησης και συστήματα παρακολούθησης· προσπάθησε να ελέγξει και την αγορά εργασίας: το φρόνημα αποτέλεσε βασικό προσόν για τους διορισμούς στο δημόσιο, και όχι μόνο.

Το Επίμετρο αναφέρεται στο θέμα της οικογένειας και των έμφυλων σχέσεων: στις προτάσεις γάμου και στον γάμο, στην παρθενιά και την προίκα· τις προικοδοτήσεις των «απόρων κορασίδων» είχε αναλάβει το Παλάτι.

Στο Τρίτο Μέρος περιγράφονται τα βασικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας που διεξήγε τον εμφύλιο: οι συνθήκες ζωής και οι κοινωνικές σχέσεις, αλλά και ο τρόπος παραγωγής, που καθόριζε και την αναπαραγωγή. Στη διάρκεια της Κατοχής (1941-1944), ο ερχομός των ανταρτών στο Καταφύγι και η δημιουργία των πολιτικών οργανώσεων διαφοροποίησε το πολιτικό σκηνικό αλλά και τις σχέσεις των ανθρώπων. Ο απελευθερωτικός αγώνας του 1821, ως πρότυπο, συγχέεται με το σοβιετικό, όπως η Σοβιετική ηρωίδα Σόνια με την καπετάνισσα Τζαβέλαινα. Το όραμα της κοινωνικής αλλαγής ήταν υπαρκτό, χειροπιαστό. Γινόταν μια «επανάσταση», είπαν. Οι αποφάσεις των Λαϊκών Δικαστηρίων δείχνουν ότι η καθεστηκυία τάξη του χωριού είχε διασαλευτεί.

Η απελευθέρωση δεν αφορούσε τα ανταρτοκρατούμενα χωριά, αλλά τις πόλεις και κυρίως την Αθήνα, όπου δόθηκε η καθοριστική μάχη, τον Δεκέμβρη του 1944. Στο Καταφύγι η οδυνηρή ανατροπή ήρθε με τη Συμφωνία της Βάρκιζας, τον Φλεβάρη του 1945 και την παράδοση των όπλων. Στη διάρκεια της λευκής τρομοκρατίας, το χωριό κατάφερε να κρατήσει τη συνοχή του.

Το Τέταρτο Μέρος ξεκινά με τα γεγονότα του 1946. Στο ανταρτοκρατούμενο Καταφύγι, οι αντιθέσεις άρχισαν να βαθαίνουν. Σε ευρύτερο επίπεδο, έγιναν οι πρώτες μεταπολεμικές εκλογές, ψηφίστηκαν τα «έκτατα μέτρα», ήρθε ο βασιλιάς και ξεκίνησαν οι συζητήσεις στον ΟΗΕ για το «ελληνικό ζήτημα».

Το 1946, επίσης, τα αντάρτικα σώματα ονομάστηκαν Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ), ενώ ο Στρατός όπλισε άμαχους, γνωστούς ως Μάυδες, για να τον συνδράμουν.

Το 1947, ο Στρατός εγκαταστάθηκε στο Καταφύγι, και μέσα σε ένα κλίμα φόβου και ανασφάλειας η ηγεσία του ΕΑΜ/ΚΚΕ του χωριού παραδόθηκε. Το κράτος των Αθηνών, αφού οχύρωσε τις επαρχιακές πόλεις, μετατρέποντάς τες σε φρούρια-Κέντρα Ασφαλείας, άρχισε να εκκενώνει τα ορεινά χωριά με στόχο να διαρρήξει τους δεσμούς των ανταρτών με τους κατοίκους τους. Το καλοκαίρι του 1947 ο Στρατός υποχρέωσε τους Καταφυγιώτες να εγκατασταθούν στον Άι Γιώργη, ένα διπλανό χωριό, από όπου μπορούσαν να δουλεύουν τα χωράφια τους ώστε να μην επιβαρύνουν το κράτος, γιατί οι Αμερικανοί θεωρούσαν το κόστος των προσφύγων μεγάλο και «έσφιγγαν το πουγκί».

Το 1947, ο εμφύλιος επισημοποιήθηκε  με την εμπλοκή των ΗΠΑ (Δόγμα Τρούμαν) και τη «σιωπή» της ΕΣΣΔ. Το Κράτος των Αθηνών στερεώθηκε. Τότε, δημιουργήθηκε ο Έρανος της Βασίλισσας, η Ειδική Επιτροπή του ΟΗΕ για τα Βαλκάνια και ψηφίστηκε ο ΑΝ 509, που έθεσε εκτός νόμου το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ, με το Σχέδιο Λίμνες, σχεδίασε μια δική του επικράτεια στη Β. Ελλάδα, ενώ στο Βουνό ιδρύθηκε η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση και ο ΔΣΕ προσπάθησε να καταλάβει την Κόνιτσα.

Το Επίμετρο διαπραγματεύεται ένα ‘λεπτό’ ζήτημα: τις λιποταξίες από τον ΔΣΕ. Οι μαρτυρίες δύο ανθρώπων που λιποτάκτησαν, ο ένας το 1947 και ο άλλος το 1949, είναι συγκλονιστικές και φωτίζουν κάποιες αθέατες, από τα αρχεία, πλευρές.

Το Πέμπτο Μέρος αναφέρεται στο 1948, τη χρονιά της μεγάλης σύγκρουσης, την πιο αιματοβαμμένη χρονιά, κατά την οποία οι μηχανισμοί προπαγάνδας ήταν στις δόξες τους. Το 1948 ξεκινά το Σχέδιο Μάρσαλ και επισημοποιείται ο Ψυχρός Πόλεμος, στο ψυχολογικό παιγνίδι του οποίου εντάχθηκαν και τα παιδιά. Στο διεθνές πλαίσιο, στον ΟΗΕ, ο ΔΣΕ κατηγορήθηκε ότι έκανε «παιδομάζωμα», και εντός Ελλάδας για τα «στραγγαλισμένα» παιδιά στην Γκιώνα και τα «απαρατημένα» στον Γράμμο. Η βασίλισσα ήταν η πρωταγωνίστρια.

Ο ΔΣΕ, στα χωριά της επικράτειάς του, τα «ελεύθερα χωριά», επιδίωξε τη στήριξη των κατοίκων τους και κυρίως των γυναικών για τη μεταφορά φορτίων αλλά και την κατασκευή οχυρωματικών έργων. Τα θέματα τριβής του με τους αμάχους αφορούσαν την επιμελητεία, κυρίως σε θέματα διατροφής, καθώς και τη στρατολογία.

Η κυβέρνηση της Αθήνας αντιμετώπισε τους «άοπλους συμμορίτες» με προληπτικές συλλήψεις. Οι «προληπτικοί/-ές», γέροι, παιδιά και γυναίκες, βρέθηκαν στις εξορίες, στα στρατόπεδα του ΓΕΣ και στη Μακρόνησο. Η «αναμόρφωση» που επιχειρήθηκε, εκτός από τη βία συμπεριλάμβανε και τη λήθη, τη σιωπή, γεγονός που είχε δραματικές επιπτώσεις για την επόμενη γενιά.

Το Έκτο Μέρος εξετάζει τις μετακινήσεις των αμάχων, το μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα του εμφυλίου. Με μια μικρή αναφορά στις μετακινήσεις κατά την Κατοχή και μετά το τέλος του πολέμου, περιγράφονται οι συνθήκες μετακίνησης στον εμφύλιο, εντός και εκτός συνόρων. Ερευνάται και μία, μάλλον «αόρατη», κατηγορία μετακινούμενων: όσοι ήρθαν, για πολιτικούς λόγους, από την επαρχία και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα.

Πάνω από το 10% των κατοίκων της Ελλάδας μετακινήθηκε από τα ορεινά χωριά στα Κέντρα Ασφαλείας· ονομάστηκαν ανταρτόπληκτοι ή συμμοριόπληκτοι. Η ερευνητική προσπάθεια εστιάζεται στο να ορίσει  τον ακριβή αριθμό τους και να περιγράψει τις συνθήκες ζωής τους στους προσφυγικούς συνοικισμούς: εκεί αντικατοπτριζόταν το αληθινό πρόσωπο της Ελλάδας του εμφυλίου.

Το Υπουργείο Προνοίας παρείχε «βοήθεια» στους πρόσφυγες, οι οποίοι είχαν χαρακτηριστεί «άποροι», κυρίως μέσω των πελατειακών δικτύων, τα οποία είχαν αναζωογονηθεί με την αμερικάνικη «βοήθεια». Πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε ο νεοσύστατος Έρανος της Βασίλισσας. Έστησε ένα δίκτυο Τοπικών Επιτροπών σε όλη τη χώρα, χρηματοδότησε το «παιδοφύλαγμα» και συνέδραμε οικονομικά τους μαχόμενους κόβοντας δύο τσιγάρα από τα 22 που είχε το κάθε πακέτο. Έτσι, η βασίλισσα αναδείχτηκε σε «Μάνα Στρατού και Λαού».

Οι μαρτυρίες των Καταφυγιωτών που έζησαν ως πρόσφυγες στην Καρδίτσα αποτελούν ανεκτίμητα τεκμήρια για τις γενικότερες αλλαγές στη ζωή των ορεινών πληθυσμών που επακολούθησαν. Αναγκάστηκαν να πουλήσουν τα ζώα τους σε εξευτελιστικές τιμές, να ζήσουν σε σκηνές και σε πλινθόκτιστα καλύβια, με ανεπαρκή ύδρευση και ξεχειλισμένους βόθρους. Εκεί γνώρισαν την οικονομία της αγοράς και τη σημασία του χρήματος.

Στο Έβδομο Μέρος παρακολουθούμε αρχικά την πορεία της ένοπλης σύγκρουσης. Ενώ η μάχη στον Γράμμο (14.6.1948 – 21.8.1948) συνεχιζόταν, στη Ν. Ελλάδα ο ΔΣΕ επιτέθηκε σε πόλεις και κωμοπόλεις της Θεσσαλίας, με αποκορύφωμα τη μάχη της Καρδίτσας, τον Δεκέμβρη του 1948. Οι Καταφυγιώτες που ζούσαν στον προσφυγικό καταυλισμό, παρόλο που ήταν φιλικά διακείμενοι προς τους αντάρτες, κρύβονταν, γιατί δεν ήθελαν να επιστρατευτούν. Οι περιγραφές τους αναφέρονται και στα λεηλατημένα υλικά του Σιδηροδρομικού Σταθμού, στο μάζεμα των νεκρών από τους δρόμους, καθώς και στα Στρατοδικεία που επακολούθησαν.

Στις αρχές του 1949, η επίθεση του ΔΣΕ στη Νάουσα ανέδειξε τη συμπαράσταση των πολιτών προς τον πληττόμενο πληθυσμό της και –το χειρότερο για τον ΔΣΕ– απέτυχε να καταλάβει τη Φλώρινα και να την κάνει πρωτεύουσα της επικράτειάς του. Στη Ν. Ελλάδα, όμως, ο ΔΣΕ κατέλαβε το Καρπενήσι για είκοσι μέρες. Το ΚΚΕ, στην 5η Ολομέλεια, αποφάσισε να δημιουργήσει ένα «τρίτο μέτωπο» μεταξύ των αμάχων. Η πρότασή του για τη δημιουργία ενός κινήματος επαναπατρισμού με φιλειρηνικό πρόσημο έμεινε στο κενό· διατυπώθηκε πολύ αργά και δεν εμπεριείχε ένα πειστικό όραμα για τους πρόσφυγες. Εξάλλου ο ΔΣΕ είχε νικηθεί στην Πελοπόννησο.

Από την άνοιξη του 1949 τα γεγονότα είναι καταιγιστικά: η ίδρυση του ΝΑΤΟ , η απεργία των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και η νικηφόρα επιχείρηση του Στρατού στη Ρούμελη και ο θάνατος του Διαμαντή, από τη μια. Από την άλλη, στο Βουνό, ο ερχομός των Γάλλων κομμουνιστών και του ποιητή Πωλ Ελυάρ έδωσαν ελπίδες, οι οποίες διαψεύστηκαν με το κλείσιμο των γιουγκοσλαβικών συνόρων από τον Τίτο. Την  ήττα του ΔΣΕ την παρακολουθούμε μέσα από το Ημερολόγιο της Μ. Μπέικου, Υπολοχαγού ΠΕ στη Μονάδα Εφοδιασμού Γράμμου.

Στον Επίμετρο περιγράφεται η ζωή δύο οικογενειών, έξι παιδιά και τέσσερις ενήλικες, που δεν πήγαν στα Κέντρα Ασφαλείας, αλλά παρέμειναν στο Βουνό. Οι άνθρωποι αυτοί παρακολούθησαν τη μάχη στο Πυργούλι, είδαν το σπίτι τους να καίγεται και έζησαν σε ένα λαγούμι, στο δάσος. Παραδόθηκαν τον Νοέμβριο του 1949.

Το όγδοο και τελευταίο μέρος του βιβλίου αναφέρεται στον επαναπατρισμό των προσφύγων. Οι μαρτυρίες από το Καταφύγι, καθώς και από άλλα χωριά, απεικονίζουν τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι πρόσφυγες γυρνώντας στα χωριά τους. Μέσα από το πρόγραμμα «Πρόνοια διά της Εργασίας» έφτιαξαν δρόμους στα βουνά για να μην τα μολύνουν ξανά οι αντάρτες και γνώρισαν τη μισθωτή εργασία με μεροκάματα που κάλυπταν μόλις το 1/4 των αναγκών τους. Ο «παντοδύναμος παράς» κυριάρχησε, και οι νέοι άρχισαν σιγά σιγά να εγκαταλείπουν τα χωριά τους. Εξάλλου, ο επικεφαλής του Σχεδίου Μάρσαλ, το 1949, επισήμανε ότι το «μεγάλο κεφάλαιο» για την Ελλάδα ήταν ο τουρισμός· η χώρας σας «κραυγάζει» για τουρισμό, είπε.

Το Επίμετρο αφορά τον έρανο του βασιλιά «Πρόνοια Συμμοριοπλήκτων», τον οποίο χρηματοδοτούσε ο Έρανος της Βασίλισσας. Αυτός ασχολούνταν με «κοινωφελή έργα» στη μετεμφυλιακή Ελλάδα που βρισκόταν υπό ανοικοδόμηση. Με κεφάλαια του εράνου κτίζονταν εκκλησίες, σχολεία και λαϊκές κατοικίες· τα εγκαίνια γίνονταν στη διάρκεια περιοδειών, ώστε οι βασιλείς να επικοινωνούν με τον λαό τους.

Στον Επίλογο καταγράφονται ιστορίες αφηγητών για τη ζωή τους μετά το τέλος του εμφυλίου, καθώς και η μνήμη του χωριού για τον διχασμό του.- 

*Η Τασούλα Βερβενιώτη σπούδασε στο Ιστορικό και Αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Aθηνών και έκανε Διδακτορικό στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με θέμα “Οι Συναγωνίστριες. Τα Αίτια της Συμμετοχής και η Δράση των Γυναικών στις Εαμικές Αντιστασιακές Οργανώσεις 1941-1944”. Αργότερα εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Princeton. Έχει διδάξει στη Μέση Εκπαίδευση, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Ακόμη, διετέλεσε επιμορφώτρια και σχολική σύμβουλος, και έχει εργαστεί στο Εθνικό Κέντρο Ερευνών και στην Ανωτάτη Σχολή Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης. Εργάστηκε στα Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας, όπου έχει χρηματίσει Θεματική υπεύθυνος Κοινωνικού Γραμματισμού. Έχει συμμετάσχει σε διεπιστημονικές επιτροπές και ομάδες, ενώ διαθέτει πλούσιο ερευνητικό έργο. Η ερευνητική της δραστηριότητα επικεντρώνεται στην κοινωνική ιστορία των δεκαετιών 1940 και 1950. Έχει γράψει πλήθος άρθρων σε συλλογικούς τόμους και ιστορικά περιοδικά στα ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Μια από τις τελευταίες της δουλειές αφορά τον ελληνικό εμφύλιο: “Charity and Nationalism”, στο Paola Bacchetta and Margaret Power (επιμ.) “Right-Wing Women: From Conservatives to Eχtremists Around the World” Routledge, Νέα Υόρκη και Λονδίνο 2002.