«Δεν έχω ηλικία, αυτό που λείπει με κάνει να ζω. To μάρμαρο είμαι εγώ, τα κομμάτια είμαι εγώ, η εκποίηση, η συναλλαγή, η δωρεά, η βία, η στοργή, η προσφορά, η δόξα, το μεγαλείο, η πτώση, και ξανά η ανάταση, το σκοτάδι, η λαχτάρα, το φως είμαι εγώ… Μίλησε μου”. Σκέψεις και ερωτήματα για το νέο βιβλίο της ψυχολόγου και συγγραφέως Φωτεινής Τσαλίκογλου «Ο Έλληνας ασθενής» από τις εκδόσεις Καστανιώτη, στην Κρυσταλία Πατούλη και το Tvxs.

Ads

Λησμόνησε, μωρό μου, το θάνατο. Δεν υπάρχει. Να πεθαίνεις είναι να φεύγεις για λίγο. ‘’O Έλληνας ασθενής’’

“Είναι άνοιξη του 1820 σε ένα νησί του Αιγαίου ένας φτωχός Έλληνας γεωργός, ο Θεόδωρος Κεντρωτάς ανασύρει από το χωράφι το  γυμνόστηθο κορμό μιας μαρμάρινης γυναίκας. Ο πυρετός των μαρμάρων απλώνεται στον τόπο του. Περιηγητές και προσκυνητές, έμποροι και αρχαιοκάπηλοι  φτάνουν εδώ στην άκρη του Αιγαίου αναζητώντας  τα σημάδια ενός άφθαρτου κάλλους. Ο  Έλληνας γεωργός χρειάζεται  χρήματα για να θρέψει τη φαμίλια του. Θα πουλήσει στους ξένους το άγαλμα και η καρδιά του θα ραγίσει.

Υπάρχει όμως ένα μυστικό. Μια άλλη κρυφή ανάγνωση της ιστορίας. Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται αλλιώς ο κόσμος θα ήταν πολύ φτωχός. Ο Θεόδωρος Κεντρωτάς ερωτεύτηκε έως συντριβής την  μαρμάρινη ακρωτηριασμένη γυναίκα. Μέσα στη στάνη κούρνιασε  σαν μωρό, σαν βρέφος πεινασμένο στο  στήθος της. Είδε το  μάρμαρο να αποκτά δέρμα. Το στήθος να  ζωντανεύει και να τον προσκαλεί. Είδε Φλέβες και αρτηρίες να διατρέχουν τη ζωντανεμένη σάρκα της πελώριας γυναίκας. Το μυαλό του  σάλεψε από τη λαχτάρα και μια παράξενη νοσταλγία  τον πλημμύρισε.

Ads

‘’Μίλησε μου’’ ικετεύει  το άψυχο τεμαχισμένο κορμί,  ‘’μίλησε μου’’ προστάζει,  ‘’μίλησε μου΄ Η ζωή του όλη τινάζεται στον αέρα.

Ενάμιση  αιώνα μετά,  σε ένα πάρκο της Γενεύης, κοντά στις χιονισμένες Άλπεις και την ατάραχη λίμνη, ο δισέγγονός του, ο Έλληνας ασθενής,   θέτει τέρμα στη ζωή του,  Κανείς δεν απορεί, κανείς δεν τρομάζει, οι διαβάτες ανενόχλητοι συνεχίζουν το δρόμο τους.

Στο νησί  ήταν δάσκαλος. Η 12χρονη  Ρουμπίνη Αγράμπελη ήταν η αγαπημένη του μαθήτρια. ‘’Η γνώση είναι μια χώρα συναρπαστική’’ ’’‘Αν ταξιδέψεις στη χώρα αυτή δεν θα έχεις ποτέ μα ποτέ τίποτα να φοβηθείς’’ της έλεγε ‘’ποτέ μα ποτέ;’’. Ρωτούσε το κορίτσι ‘’ποτέ μα ποτέ’’ απαντούσε με σιγουριά ο δάσκαλος. Η λέξη ποτε-μα-ποτε ήταν το σύνθημα τους. Όμως το κορίτσι αναπάντεχα πέθανε. Κι εκείνον τον κατηγόρησαν για ασέλγεια ανηλίκου.

Κι ο γιός του, ο ηθοποιός, υποδύεται τη φωνή της γυναίκας του που τον εγκατέλειψε και τη φωνή της πεντάχρονης κόρης του Δώρας που δεν γνώρισε τον αυτόχειρα παππού της παρά μόνο όταν σκόρπιζαν την τέφρα  του στο Αιγαίο.

‘’O παππούς είναι εδώ;‘’

‘’Nαι είναι εδώ’’

‘’Είναι μέσα στη θάλασσα;’’

‘’Eίναι μέσα στη θάλασσα’’

‘’Θα μείνει εκεί;’’

‘’Ναι, εκεί’’

‘’Για πάντα;’’

‘’Για πάντα’’

‘’Ποτέ δεν θα φύγει;’’

‘’Ποτέ’’

‘’Θα μπορεί να κολυμπάει;’’

‘’Ναι, κάποιες φορές θα μπορεί να κολυμπάει’’

‘’Πότε;’’

‘’Oταν θα σε θυμάται’’

‘’Θέλω να με θυμάται’’

‘’Ναι’’

‘’Θέλω ποτέ να μην τον ξεχάσω’’

‘’Ποτέ των ποτών;’’

‘’Ποτέ των ποτών’’

Πέντε γενιές, δεμένες με μια κοινή μοίρα, και με ένα ίδιο όνομα, πατέρες, γιοι, κόρες πασχίζουν να ζήσουν σαν μέσα σε ένα αστραφτερό και συνάμα σκοτεινό  όνειρο. ΄΄Μην με αφήνεις μόνο μου στον άνυδρο τόπο. Μη με αφήσεις να σε αφήσω  Είμαστε μαζί, τίποτα ποτέ δεν θα αλλάξει. Το πάντα και το ποτέ ορίζουν τη μοίρα μας.

‘’Μίλησε μου’’ ‘’Μην με αφήσεις να σε αφήσω’’. Ποιος είναι ο αποδέκτης του αιτήματος;  Ένα δίχως χέρια άγαλμα, το εικόνισμα μιας Παναγιάς, μια ετοιμοθάνατη 12χρονη μαθήτρια; Μια νεκρή μητέρα; Από τη στιγμή που γεννήθηκα πασχίζω να τη ζωντανέψω για να νιώσω ζωντανός.

‘’Μίλησε μου’’ Δεν υπάρχει σωτήρια εκτός συν ομιλίας. Πόσο αίμα χρειάζεται να χυθεί για να γίνει υπαρκτό το ‘’είμαι εγώ’’, το ‘’εγώ δεν είμαι εσύ’’;

Ό, τι δεν ταιριάζει είναι προορισμένο να χαθεί; Πόσοι άνθρωποι μέσα μου με κατοικούν; Γιατί δεν είμαι ένας; ΚΙ όλοι  οι άλλοι, όλοι οι ρόλοι που υποδύομαι οι ξένοι ρόλοι, είμαι εγώ. Είμαι αυτός που δεν είναι;

O χρόνος τρέχει, ο χρόνος τρέμει, ο χρόνος στήνει παγίδες και ξεγελά.

-Πως γίνεται το τώρα να ενώνεται με το πριν και να μπερδεύεται με το αύριο;

-Πες μου, είναι  αλήθεια πως κανείς δεν χωράει στην αγκαλιά κανενός;

-Πες μου, είναι αλήθεια πως  η υποψία της συντριβής παραμονεύει πίσω από κάθε φιλί; 

Πρόσωπα αναζητούσα κι έβρισκα μακιγιαρισμένους κομπάρσους

Κάθε απατεώνας κουβαλά μέσα του έναν εξαπατημένο

Μίλησε μου…

Δεν έχω ηλικία, αυτό που λείπει με κάνει να ζω. To μάρμαρο είμαι εγώ, τα κομμάτια είμαι εγώ, η εκποίηση, η συναλλαγή, η δωρεά, η βία, η στοργή, η προσφορά, η δόξα, το μεγαλείο, η πτώση, και ξανά η ανάταση, το σκοτάδι, η λαχτάρα, το φως είμαι εγώ… Μίλησε μου.

Λίγες μέρες πριν το τέλος στην ψυχιατρική κλινική Bel –Air της Γενεύης ο Έλληνας ασθενής είναι σε κρίση.  Βυθίζεται σε παρατεταμένες σιωπές. Χειρονομεί,  προσκαλεί και διώχνει σκιές. Βουλιάζει σε ανεξερεύνητους βυθούς, αναδύεται με κραυγές.  Αυξάνουν την φαρμακευτική αγωγή. Oμως δεν είναι τρελός. Ψύχωση είναι μια ετικέτα που καλύπτει την άγνοια τους, την αδυναμία να καταλάβουν ότι ο Έλληνας ασθενής ήταν κάποιος που ήθελε ένα σπίτι και κάποιον μέσα εκεί  να αγαπάει. Ποιος όμως μπορεί να εξασφαλίσει ένα σπίτι και  κάποιον μέσα εκεί να αγαπάει; Kανείς. Γιαυτό εφευρέθηκε η λέξη “ψύχωση‘, “ασθένεια’’, “εγκλεισμός’’.

Μη λυπάσαι. Όλα όσα λείπουν χαρίζουν μια αβάσταχτη σαγήνη. Άνθρωπος είναι αυτό που ζει και μεγαλώνει και δοξάζεται μέσα από αυτό που λείπει. Το κομμάτι που λείπει κάνει τον άνθρωπο ανυπέρβλητο, όμοιο με μια τεράστια θεά. Αυτό που λείπει είναι ο Θεός. Αυτό που λείπει διώχνει τη λύπη. Αυτό που λείπει γεννά τον έρωτα. Γιαυτό κι εκείνος δυσκολεύεται τόσο πολύ με τον αποχωρισμό. Ερωτεύεται έως θανάτου αυτό που λείπει. Ερωτεύομαι σημαίνει ‘’ανοίγομαι στον πόνο του αποχωρισμού’’ Αν χάσει το άγαλμα θα χαθεί. Αν δεν χάσει το άγαλμα, θα χαθεί. Η ομορφιά είναι σαν τον θάνατο. Αβάσταχτη.

‘’Μη με αφήνεις μόνο μου στον άνυδρο τόπο. Μη με αφήσεις να σε αφήσω’’

Η οικογένεια Κεντρωτά ταξιδεύει στους αιώνες. Στις φλέβες της η Ελλάδα, ένα τραύμα που αιμορραγεί και ονειρεύεται την επούλωση μιας αρχαίας πληγής Ερώτημα: H Aφροδίτη της Μήλου θα ασκούσε τη διαχρονική γοητεία που ασκεί αν δεν ήταν ακρωτηριασμένη; To θραύσμα είναι πιο δυνατό από το όλο. Το θραύσμα είναι η υπόμνηση μιας τελειότητας που δεν υπάρχει”.