Η Κατερίνα Μητροπουλου αφηγείται στο Tvxs, την εμπειρία της συγγραφής -από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο- του πρώτου του βιβλίου της που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΔΕΡΕ.

Ads

«Όταν ήμουν μικρό παιδί, στο ταγάρι που κρέμαγα στον ώμο μου, αντί για φαγητό έβαζα μέσα παραμύθια και μύθους, και στην εφηβεία μυθιστορήματα, για τις ατελείωτες ώρες της βοσκής των προβάτων. Μεγαλώνοντας συνέχισα να διαβάζω και κάπου στα σαράντα απόκτησα τη συνήθεια να παρακολουθώ διαδικτυακά και παρουσιάσεις βιβλίων.

Ένα βράδυ, στις 25 Φλεβάρη του 2020, η αλυσίδα πολιτισμού Ιανός παρουσίασε το βιβλίο του Γιάννη Γαβρά «Σαμποτάζ» εκδόσεις «Εστία». Η ιστορία του βιβλίου αυτού κέντρισε το ενδιαφέρον μου αλλά πιο πολύ την προσοχή μου τράβηξε η δημοσιογράφος και σύμβουλος ανθρωπίνων σχέσεων Κρυσταλία Πατούλη, που αναφερόταν στα βιβλία που μιλούν για τη μνήμη, για τους ανθρώπους που κουβαλάμε μέσα μας και επηρεάζουν το παρόν και το μέλλον μας καθώς και για το πόσο σημαντικό είναι να μετουσιώνονται τα συναισθήματα μας σε δημιουργία.

Πήρα τη σκυτάλη απ’ το Γιάννη Γαβρά που παρακολούθησε κι αυτός το Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής και το ξεκίνησα κι εγώ. Στην αρχή έγραφα μικρές ιστορίες, με την παρότρυνση της Κρυσταλίας όμως, εμβάθυνα όλο και πιο πολύ, κάνοντας ταξίδι πίσω στο χρόνο. όπου ανακινήθηκαν μέσα μου ιστορίες των προγόνων μου αλλά και άλλες που είχα ακούσει από ανθρώπους της Υπαίθρου και σιγά σιγά με τη γραφή γέμιζα όλο και περισσότερες σελίδες. Έτσι προέκυψε το βιβλίο με Τίτλο «Με την ψυχή καθαρή απ’ τα βάσανα» απ’ τις εκδόσεις «ΔΕΡΕ».

Ads

Ένα βιβλίο που αναφέρεται στον αγώνα που δίνουν καθημερινά οι γνήσιοι, λαϊκοί και περήφανοι άνθρωποι της Υπαίθρου καλλιεργώντας τη γη και δουλεύοντας δίπλα στα ζώα για να φτάσουν οι βασικές τροφές του ανθρώπου στο σπίτι του για να ζήσει. Ένα βιβλίο που διαφαίνεται ξεκάθαρα πως οι άνθρωποι της ελληνικής επαρχίας,  με τον ιδρώτα και τον μόχθο τους,  μας υπενθυμίζουν καθημερινά πως «Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα», όπως έλεγε και η εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης που παρακολουθούσα μικρό παιδί μαζί με τον πατέρα μου, αλλά Ελλάδα είναι και η Επαρχία.

Η ηρωίδα του βιβλίου, η Σοφία, μεγάλωσε στην ερημιά, όπως επαναλάμβανε συνέχεια η μητέρα της, στην ελληνική ύπαιθρο του νομού Ηλείας, τη δεκαετία του 70, σ’ ένα σπίτι τρία δωμάτια όλο και όλο δίπλα στο σιδηρόδρομο και σ’ ένα ποτάμι. Στα πρώτα χρόνια της ζωή της, τις ώρες που οι γονείς της έλειπαν απ’ το σπίτι δουλεύοντας σκληρά στα ζώα τους και καλλιεργώντας τη γη, φρόντιζε τα δύο μικρότερα αδέρφια της , τη Σταυρούλα παιδί με αναπηρία και το Θέμη.

Απ’ τα έξι της χρόνια άρχισε και αυτή να δουλεύει πλάι στους γονείς και στα αδέρφια της στα ζώα και στη γη. Βοηθούσε στο άρμεγμα των ζώων, στην κουρά τους, έφτιαχνε μαζί με τη μητέρα της τυρί και μυζήθρα, έπαιρνε μέρος παρά το φόβο της, στη γέννα των μοσχαριών και των αρνιών αλλά και στις σφαγές τους έπειτα, καλλιεργούσε τα σπαρτά, και περνούσε ατελείωτες ώρες στη βοσκή των ζώων. Ο κόσμος της σ’ εκείνη την ερημιά που μεγάλωνε ήταν οι συγγενείς της, οι κουμπάροι και φίλοι των γονιών της, οι εργάτες Ρομά, οι Αλβανοί εργάτες αργότερα. Μόνη παρηγοριά της ήταν το σχολείο -είχε μάλιστα την τύχη να είναι άριστη μαθήτρια- αλλά και τα βιβλία, που έπαιρνε κοντά στη βοσκή μέσα στο ταγάρι της αντί για φαΐ, που της γνώρισαν τον κόσμο και την ώθησαν να ονειρεύεται για το μέλλον της. Η σκληρή δουλειά μάλιστα έγινε κίνητρο ώστε να διαβάσει με πίστη και αφοσίωση, να κατακτήσει μια θέση στο Πανεπιστήμιο και να φύγει από τη λάσπη, όπως της υπενθύμιζαν διαρκώς οι γονείς της, κάνοντας τους περήφανους  αλλά και αλλάζοντας τη δική της μοίρα».

Με την ψυχή καθαρή απ’ τα βάσανα,  Κατερίνα Μητροπούλου, Εκδόσεις Δερέ – Μάιος 2023. Σελ. 472.

Η Σοφία, η ηρωίδα του βιβλίου «Με την ψυχή καθαρή απ’ τα βάσανα», της Κατερίνας Μητροπούλου, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΔΕΡΕ, γεννήθηκε «Μέσα στην ερημιά, όπως επαναλάμβανε η μητέρα της, στην ελληνική επαρχία της δεκαετίας του 1970, και στο Απάτητο της Ηλείας.
Μεγάλωσε σε έναν απέραντο κάμπο, σε ένα κτίσμα δίπλα στις ράγες του τραίνου από τη μια, και σ’ ένα ποτάμι από την άλλη, στην αθέατη πλευρά μιας Ελλάδας που ολοένα ξεχνιόταν και μαράζωνε με την έναρξη της αστυφιλίας. Τότε που οι επαρχιώτες, μετά τον ηρωικό αγώνα τους στην Αντίσταση που αμαυρώθηκε από τον εμφύλιο, όσοι δεν σκοτώθηκαν ή εξορίστηκαν, άρχισαν ν’ αφήνουν τα χωράφια τους ανεβαίνοντας στην Αθήνα κυρίως, για μια θέση στο Δημόσιο, ή ψάχνοντας μια άλλη μοίρα στις πόλεις.

Άλλοτε με δάκρυα και άλλοτε με γέλια, μέσα από τα στιγμιότυπα των εμπειριών της ζωής της και της οικογένειάς της, που με μόχθο ρίζωσε στην ελληνική ύπαιθρο, η Σοφία, δεν θέλει να ξεχάσει.

Ο κόσμος της είναι η γη, τα ζώα, οι αγρότες, οι κτηνοτρόφοι, οι φίλοι των γονιών της, οι συγγενείς της, οι Ρομά, οι Αλβανοί της δεκαετίας του ‘90, που όλοι μαζί συγκροτούν μια μικρή κοινωνία του παρασκηνίου μιας χώρας που όλο και περισσότερο έδειχνε να υποτιμά την πρωτογενή παραγωγή.

Μοναδική παρηγοριά της, μοιάζει να είναι το σχολείο και τα βιβλία, που της συστήνουν τον υπόλοιπο κόσμο, την σπρώχνουν να ονειρεύεται, να παλέψει για μια θέση στο Πανεπιστήμιο, και να προσπαθήσει να συναντήσει κάποτε τους σύγχρονους ανθρώπους των πόλεων, που φαίνεται να έρχονται σε επαφή με την επαρχιώτικη ζωή της, μόνο μέσα από τα μανάβικα, τα κρεοπωλεία, τα σούπερ μάρκετ, αλλά και σπανίως μέσα από ντοκιμαντέρ που αποδίδουν όμως κυρίως με γραφικότητα τον τόπο της.

Απόσπασμα:

-Αχ! Δεν αλλάζει το ριζικό μας, κορίτσι μου. Είμαστε καταδικασμένοι ν’ αγωνιζόμαστε για ν’ απολαμβάνουν οι άλλοι στα τραπέζια τους, τυρί, κρέας, γιαούρτι και γάλα. Και δεν γνωρίζουν τι τραβάμε εμείς για να φτάσουν τ’ αγαθά, νόστιμα και καθαρά στο πιάτο τους. Αυτοί τα χαίρονται, κι εμείς βογκάμε. Και μας σιχαίνονται κι από πάνου. Εμείς δεν ξέρουμε τι θα πει τραπέζι, Κυριακή, γιορτή, καλοκαίρι, Πάσχα, Χριστούγεννα. Τα κάνουμε ούλα στο πόδι. Και το καθημερινό φαΐ, μας βγαίνει απ’ τη μύτη για να προκάμουμε τις δουλειές. Δεν έχουμε δει άσπρη μέρα. Τουλάχιστον, διάβαζε, να δεις εσύ. Σε φώτισε ο Θεός και είσαι καλή μαθήτρια. Με άριστα τελείωσες το Δημοτικό. Σε συμβουλεύω λοιπόν σα μάνα, και σου δίνω την ευχή μου εσύ να εξεγερθείς, να πιαστείς απ’ τα γράμματα για να γλιτώσεις και να φύγεις απ’ τη λάσπη, γιατί εγώ την τρώω από παιδί μέχρι σήμερα που είμαι τριάντα χρονών, και θα την τρώω μέχρι να πεθάνω.

Είπε η μητέρα μου, και πήρε το σουρωτήρι με τη μυζήθρα για να καθίσει στο πάτωμα του αυτοσχέδιου ημιυπαίθριου τυροκομείου μας. Γονάτισα δίπλα της κι αρχίσαμε κι οι δυο να τρώμε την καυτή μυζήθρα.

Βιογραφικό:

Η Κατερίνα Μητροπούλου ([email protected]), γεννήθηκε στην Αμαλιάδα Ηλείας στις 28 Σεπτεμβρίου του 1977. Γονείς της, οι αγροκτηνοτρόφοι Μενέλαος και Σταμάτα, με καταγωγή από την Ανδρίτσαινα Ηλείας. Προέρχεται από πολύτεκνη οικογένεια αφού έχει ακόμα τρία αδέρφια.

Έχει τελειώσει το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας με κατεύθυνση στην Ιστορία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Τίτλου Σπουδών στις Επιστήμες της Αγωγής και πιο συγκεκριμένα στην Ειδική και Ενιαία Εκπαίδευση από το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου και κάτοχος του Μεταπτυχιακού Τίτλου στην Εκπαιδευτική Διοίκηση και Ηγεσία από το ίδιο Πανεπιστήμιο. Μιλάει Αγγλικά και Ιταλικ. Είναι παντρεμένη με το Μηχανολόγο Κυριάκο Μυλωνά, καταγόμενο απ τη Γαστούνη Ηλείας όπου ζουν μόνιμα και έχουν μια κόρη, τη Μαρία Μελιτίνη.

*Το σχέδιο είναι της κόρης της συγγραφέως, Μαρίας – Μελιτίνης, και αποτυπώνει το σπίτι της ηρωίδας του βιβλίου όταν ήταν παιδί.