Στο πρώτο του βιβλίο ο Παναγιώτης Τσίτος αποτίει έναν ιδιότυπο φόρο τιμής στους αγαπημένους του συγγραφείς και φιλοσόφους- ανάμεσα τους, ο Ντοστογιέφσκι, ο Νίτσε, ο Ντέιβιντ Λιτνς, ο Καμύ, ο Κάφκα και πολλά ακόμα ονόματα που δεν περιμένεις να συναντήσεις στη βιβλιοθήκη ενός 27χρονου. Αυτό το λογοτεχνικό «κολάζ», όπως αποκαλεί ο ίδιος τη νουβέλα «Η Γη Τρέχει πιο Γρήγορα», περιλαμβάνει επίσης εικόνες που μοιάζουν βγαλμένες από ταινίες του Ντέιβιντ Λιντς, έντονες μουσικές αναφορές και αντισυμβατικούς ήρωες, οι οποίοι θα μπορούσαν να έχουν δραπετεύσει από έργα του Τζακ Κέρουακ και του Τσαρλς Μπουκόφσκι.

Ads

Μεγαλωμένος στην Αθήνα, ο συγγραφέας σπούδασε κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συνέχισε με ένα μεταπτυχιακό στην Κοινωνική και Πολιτική Θεωρία, ενώ συστηματική είναι η ενασχόληση του με την φιλοσοφία και ιδιαίτερα το έργο των υπαρξιακών φιλοσόφων. Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του από τις εκδόσεις Βακχικόν, μας μίλησε για τις επιρροές και τις αναζητήσεις του, το χάος του κόσμου αλλά και τις απλές απολαύσεις της καθημερινότητας.

To βιβλίο σας είναι εμφανώς επηρεασμένο από τους συγγραφείς που σας διαμόρφωσαν. Θα μας μιλήσετε για αυτούς;

Πάντοτε θυμάμαι να τραβούν την προσοχή μου οι συγγραφείς, που καταπιάνονται με τον μοναχικό, τον εσωστρεφή, τον άνθρωπο που πάσχει, τον «διαφορετικό» που φαίνεται να μην τον χωρά ο τόπος. Η ενασχόλησή μου με αυτούς τους χαρακτήρες ξεκίνησε με τον Ντοστογιέφσκι και μετέπειτα με τον Ισμάνς, τον Καμύ, τη μπιτ γενιά, τον Μουρακάμι, τον Κάφκα και άλλους.  Νομίζω πως οι επιρροές μου φαίνονται έντονα στο κείμενο, άλλωστε κάνω διακριτικές αναφορές σε αρκετούς από τους συγγραφείς που με έχουν επηρεάσει, είτε άμεσα, είτε έμμεσα. Γενικά, αυτό το πρώτο μου βιβλίο έχει σε μεγάλο βαθμό τον χαρακτήρα ενός λογοτεχνικού «κολάζ», από την άποψη ότι προσπάθησα να αντλήσω στοιχεία από διάφορες πηγές, λογοτεχνία, φιλοσοφία, μουσική, κινηματογράφο, και να δημιουργήσω κάτι καινούριο.

Ads

Υπό ποιες συνθήκες γράψατε την πρώτη σας ιστορία και τι κατάληξη είχε;

Η συγγραφή του βιβλίου έγινε αρκετά αβίαστα. Είχα ξεκινήσει τις πρώτες σελίδες αρκετά νωρίτερα, το ‘13, αλλά ήμουν ακόμη αρκετά μικρός. Υπήρχαν ιδέες, σκέψεις και προβληματισμοί, όχι όμως τα απαραίτητα ερεθίσματα, τα προσωπικά βιώματα που θα μου επέτρεπαν να φτιάξω τις εικόνες που ήθελα. Τα άφησα όλα στην άκρη και ξεκίνησα πάλι το ‘18, περίοδο που ένιωθα πια έτοιμος να επιχειρήσω να γράψω εκ νέου. Η αλήθεια είναι πως δεν σκεφτόμουν κάτι συγκεκριμένο, είχα πράγματα να πω και είχα ανάγκη να τα πω, οπότε προσπάθησα να μην ασχολούμαι με το αν θα γίνει εν τέλει βιβλίο ή μια μισοτελειωμένη ιστορία στο συρτάρι μου. Θεωρώ πως αυτές οι σκέψεις θα με αποσπούσαν από τον πραγματικό μου στόχο, να γράψω με ειλικρίνεια και άγνοια κινδύνου για τα ζητήματα που με απασχολούσαν.  Όλα κύλησαν καλώς, έμεινα ευχαριστημένος από το τελικό αποτέλεσμα και ήμουν τυχερός να το δω να εκδίδεται.

Σαν άλλος Κέρουακ, ο Μ. ακολουθεί τον δικό του Ντιν σε ένα ταξίδι χωρίς προορισμό. Γιατί μας γοητεύουν τόσο οι περιπλανήσεις των Μπιτ συγγραφέων ακόμα κι αν ζούμε «κανονικές», τακτοποιημένες ζωές;

Ακριβώς για τον λόγο ότι ζούμε «κανονικές» και τακτοποιημένες ζωές. Τουλάχιστον φαινομενικά. Δεν είναι τυχαίο ότι ζητήματα όπως η φυγή, το υπαρξιακό κενό, οι αλλοπρόσαλλοι ρυθμοί και το χάος του κόσμου αποτελούν ζητήματα για τα οποία γράφονταν, γράφονται και θα γράφονται βιβλία. Όση τάξη και να έχουμε στη ζωή μας, ξέρουμε κατά βάθος πως αποτελεί μια ψευδαίσθηση. Αυτοί οι ήρωες αποτελούν παραδείγματα, «ιδεότυποι» του ανθρώπου που επαναστατεί απέναντι σε ό,τι τον τρώει και τον καταπιέζει. Αυτός είναι κι ο λόγος που γυρνάμε σε αυτούς, γιατί ίσως κάνουν αυτό που εμείς αρνούμαστε καταπιεστικά να πράξουμε.

Ο ήρωας σας τινάζει τα πάντα στον αέρα για να απαλλαγεί από ένα μόνιμο αίσθημα εσωτερικού κοινού. Θα λέγατε πως υπάρχουν λιγότερο αυτοκαταστροφικοί τρόποι να δώσουμε νόημα στην ύπαρξη μας;

Πιστεύω πως όχι, δυστυχώς ή και ευτυχώς. Ο οποιοσδήποτε δρόμος ρήξης και επανάστασης, ακόμη και εσωτερικής, δεν είναι ποτέ στρωμένος με ροδοπέταλα. Για να δημιουργήσεις πρέπει πρώτα να καταστρέψεις, για να βρεις πρέπει να χάσεις, για να ζήσεις πρέπει να πεθάνεις. Αυτό είναι κάτι που το γνώριζαν πάντα οι άνθρωποι, σε πολύ διαφορετικούς και μακρινούς πολιτισμούς εντοπίζει κανείς το εξής κοινό, την έννοια της θυσίας. Κάποιες φορές αυτή η θυσία δεν είναι ο άλλος, αλλά ένα κομμάτι του ίδιου μας του εαυτού.

Ποια μουσικά ακούσματα σας καθόρισαν στα χρόνια της εφηβείας και της πρώιμης ενηλικίωσης; Μπορείτε να φανταστείτε τον εαυτό σας μουσικό;

Τόσο σε μικρότερη ηλικία, όσο και τώρα είχα διάφορες μουσικές επιρροές, ανάλογα με την περίσταση. Μπορεί σε μια στιγμή να ακούω jazz, rock και punk, μετά να χαζεύω στο κρεβάτι με hip hop, να πλένω τα πιάτα με κλασική και το βράδυ να βγω και να ακούσω ρεμπέτικα. Δεν εστιάζω ποτέ στο είδος, αλλά στο περιεχόμενο της μουσικής. Θέλω να νιώσω πως μου λέει κάτι, μια ιστορία που μου δημιουργεί κάποιο ερέθισμα. Παραδόξως, ποτέ μου δεν σκέφτηκα σοβαρά να μάθω κάποιο μουσικό όργανο και να ασχοληθώ ο ίδιος με τη μουσική. Είμαι καλύτερος σαν ακροατής, μάλλον, αλλά ποτέ δεν ξέρεις.

Που εστιάζουν οι φιλοσοφικές αναζητήσεις σας αυτήν την περίοδο;

Η υπαρξιστική φιλοσοφία έχει γίνει πια σημαντικό κομμάτι των αναζητήσεών μου. Συχνά διαβάζω κείμενα που έχω μελετήσει στο παρελθόν, ειδικά του Καμύ, γιατί νιώθω πως πάντοτε βρίσκω και κάτι καινούριο που δεν είχα παρατηρήσει. Αυτό είναι και το βασικό χαρακτηριστικό ενός σπουδαίου κειμένου, να δίνει κάτι διαφορετικό κάθε φορά που το επισκέπτεσαι. Τελευταία έχω ξαναπιάσει στα χέρια μου κείμενα του Σόρεν Κίρκεγκορ, αλλά και του Νίτσε. Είναι οι δύο συγγραφείς σταθμοί στην υπαρξιστική σκέψη, τόσο σε επίπεδο φιλοσοφίας, αλλά και λογοτεχνίας και τέχνης ευρύτερα.

Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που ονειρεύεστε να κάνετε μετά το τέλος της πανδημίας;

Η πανδημία αποτέλεσε και αποτελεί μια ζοφερή κατάσταση για όλους μας, σε διάφορους τομείς της ζωής μας. Ακόμη, όμως, και αυτή η κατάσταση μπορεί να αξιοποιηθεί θετικά. Πολλοί άνθρωποι, όπως και εγώ, συνειδητοποιήσαμε πόσο σημαντικές είναι οι απλές και καθημερινές απολαύσεις. Μια βόλτα, ένας καφές το μεσημέρι κι ένα ποτό το βράδυ, η ανθρώπινη επαφή, μια ξέγνοιαστη συζήτηση, όλα τους τόσο απλά και τόσο αυτονόητα. Απ’ ότι φαίνεται, ούτε καν αυτά δεν είναι αυτονόητα, οπότε θα πρέπει να τα ζούμε δίνοντάς τους τη σημασία που τους αξίζει. Η πανδημία θα περάσει και είναι σίγουρο πως τίποτα δεν θα είναι το ίδιο με πριν. Είναι στο χέρι μας αυτή η αλλαγή να έχει θετικό πρόσημο και όχι μόνο σε προσωπικό επίπεδο.