Ο Σπύρος Μπούσιας, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη και το Tvxs.gr, τη δημιουργική εμπειρία της συγγραφής – από την ιδέα στο τυπογραφείο – του πρώτου μυθιστορήματός του «Άρωμα από ρίγανη» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τόπος.

Ads

«Πάντα μου άρεσε να περπατάω στο κέντρο της Αθήνας. Για μένα η λέξη «κέντρο» αφορά μόνο στην περιοχή πέριξ της Βαρβακείου αγοράς, σε μια σχετικά μικρή ακτίνα. Δεν ήταν μόνο η περιπλάνησή μου –σε εβδομαδιαία σχεδόν βάση– στα πολυσύχναστα δρομάκια κάθετα στην οδό Ευριπίδου, αλλά και οι διάφορες οσμές από τα μαγαζιά μπαχαρικών, τα μαγαζιά «Εδώδιμων-αποικιακών» και βέβαια κρεάτων που ευδοκιμούσαν στην ιδιαίτερη αυτή γλιστερή και υγρή, στο πάτωμα, στοά, με τα εκτεθειμένα σφαγεία στις ορέξεις των περιηγητών καταναλωτών.

Με συγκινούσαν πολύ αυτές οι εικόνες και γίνονταν περισσότερες ζουμερές στο μυαλό μου όταν τυλίγονταν από ένα πνιγερό σύννεφο λιβανιού που αναδυόταν από τα περίοπτα καταστήματα εκκλησιαστικών ειδών, που κι αυτά ευδοκιμούσαν στην αγαπημένη μου περιοχή του κέντρου.

Αυτός ο ανείπωτος πλουραλισμός των αγαθών που επιβάλει ματσάκια ρίγανης, χαμομήλια, κρεμασμένα σφαχτά, συκωταριές ξετυλιγμένες στα τσιγκέλια, εκκλησιαστικά είδη με εικόνες αγίων κρεμασμένες ομοίως σε καρφιά έξω από τα ομώνυμα καταστήματα και τέλος τον Χριστό, σε διάφορες εικονογραφήσεις-απεικονίσεις, όπως με το ευαγγέλιο ανά χείρας ή σταυρωμένος ή σε κάποια άλλη δραστηριότητά του, παράλληλα με την οσμή του καμένου και αρωματισμένου με μαστίχα λιβανιού, δεν θα μπορούσε να με αφήσει ασυγκίνητο.

Ads

Ήθελα να διηγηθώ αυτή την εμπειρία μου ή ακόμα να τη συνδυάσω και με άλλες μου σκέψεις εξίσου ρηχές και επιφανειακές.

Ένιωθα όμως ότι δεν είχε καμία σημασία για κανέναν ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι εγώ μια κατάσταση. Άφησα λοιπόν στην άκρη κάθε προσπάθεια εξωτερίκευσης των σκέψεων μου, χωρίς όμως να επιχειρήσω να σβήσω τη μικρή αυτοφυή συγγραφική μου ανάγκη που είχε αρχίσει ήδη να εδραιώνεται στον άλλο, τον ανεξέλεγκτο εαυτό μου, αυτόν που εγώ συνηθίζω να λέω… υποσυνείδητο.

Το «Άρωμα από ρίγανη» γραφόταν αργά και σταθερά μέσα μου νοητά, χωρίς μολύβια, και γραμματικούς κανόνες. Ήταν μια μάζα χωρίς δομή στην οποία γίνονταν καθημερινά ζυμώσεις και έπαιρνε συγκεκριμένη μορφή, αντιπροσωπευτική των σκέψεών μου.

Έπλασε ήρωες, έχτισε πλοκή, συνδύασε και παρουσίασε γεγονότα που με σημάδεψαν, σατίρισε ανελέητα ό,τι ενοχλούσε, πέρασε –μερικές φορές και πίσω από τις γραμμές– όποια ιδέα πίστευα ότι θα προβλημάτιζε και μου άφησε να επιλέξω μόνο το τέλος της ιστορίας.

Το βιβλίο γραφόταν μέσα μου, ενώ εγώ περπατούσα χαζεύοντας τις βιτρίνες και σκεπτόμενος διάφορες καταστάσεις στις οποίες μπορεί και να υπήρξα πρωταγωνιστής ή μπορεί να ήθελα να υπάρξω.

Στην πρώτη κιόλας σελίδα του βιβλίου αποτυπώνεται η περιέργειά μου για το πώς θα αντιδρούσε ο κόσμος εάν έβλεπε μήνες μετά τα Χριστούγεννα μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου να παραμένει στολισμένη και το κατάστημα να είναι κλειστό, σχεδόν εγκαταλελειμμένο.

Ήθελα να παρακολουθήσω τις αντιδράσεις των περαστικών, ας πούμε τον Μάρτιο –αρχή Μεγάλης Σαρακοστής– μπροστά από σκονισμένους Αι Βασίληδες, ελαφάκια και διάφορες άλλες ξεθυμασμένες χριστουγεννιάτικες κατασκευές. Πολύ θα ήθελα να διεισδύσω στο μυαλό τους και να γίνω κοινωνός των σεναρίων που θα έπλαθαν για να εξηγήσουν αυτό που αντίκριζαν.

Από το σημείο αυτό ξεδιπλώνεται η ιστορία μας, με μια σημαντική αναδρομή στο παρελθόν των ηρώων, το οποίο είναι ποτισμένο από αρώματα βοτάνων και ενίοτε λιβανιών, με μια σουρεαλιστική χροιά.

Αγάπησα πολύ τους πρωταγωνιστές που δημιούργησα. Μάλιστα τους αγάπησα τόσο πολύ που και μετά το τέλος τους συνέχισαν να υπάρχουν και να παίζουν μερικές φορές καθοριστικό ρόλο ακόμη και σαν οπτασίες.

Ο άκρατος φονταμενταλισμός, που φρόντισα να παρουσιάσω, συντέλεσε στο να καυτηριάσω κάθε θρησκοληπτικό στοιχείο που ανέκαθεν ταλαιπωρούσε τα πιστεύω και την αισθητική μου. Με εργαλείο τη σάτιρα, και πολλές φορές με υπερβολική δόση αλήθειας, προσέγγισα στερεότυπα κλισέ, παγιωμένα τρίπτυχα και επεδίωξα να τα απαξιώσω δίδοντας το μήνυμα της δημιουργικότητας και της εξέλιξης και όχι της παραμονής σε ιδέες στείρες αλλά όμως κοινωνικά ασφαλείς.

Πριν την τελική του εκτύπωση, στο στάδιο της διόρθωσης, διάβασα αρκετές φορές ό,τι είχα γράψει. Ανακάλυπτα κάθε φορά κάτι καινούργιο που μου πιστοποιούσε ότι το βιβλίο είχε γεννηθεί μέσα μου και απλά κάποια περίοδο της ζωής μου το εκμαίευσα. Οι αναγνώστες θα μου πουν εάν η περίοδος που το έργο εκμαιεύτηκε ήταν η σωστή, αν και απάντηση μου έχουν δώσει ήδη οι ήρωες που παρέμειναν μεταφυσικά σε αυτό, έστω και σαν οπτασίες.

Όλα όμως τελικά είναι φανταστικά. «Όλα είναι Ψευτιές… μην τα πιστεύεις… αέρας», έλεγε σε ένα έργο του ο Καζαντζάκης. Είναι όμως; Μήπως τελικά ό,τι περιγράφεται στο «Άρωμα από Ρίγανη» υπήρξε ή υπάρχει και δεν είναι μυθοπλασία; Ακόμη δεν έχω δώσει απάντηση και πραγματικά δεν θέλω να δώσω….».

image

Το μυθιστόρημα

Ο Θεόφιλος Αλετράς έχει πάθος με τα γράμματα. Όμως ο πατέρας του και η θεοσεβούμενη μητέρα του έχουν άλλα σχέδια, κι έτσι αναγκάζεται να αναλάβει στα δεκαπέντε του τη Μαντζουράνα, το οικογενειακό μαγαζί με τα βότανα.

Μετά τον μυστηριώδη θάνατο του πατέρα του, στη ζωή του εισβάλλει η πληθωρική Πανωραία, την οποία και παντρεύεται. Η τελευταία επιβιώνει από την εχθρότητα της πεθεράς της, αλλά την αγάπη της στον Θεόφιλο σταδιακά υποκαθιστά μια μανιώδης στροφή στη θρησκεία. Υπό την επήρειά της η Πανωραία, και με τη σιωπηλή συναίνεση του άντρα της, αρχίζει να συμπεριφέρεται παράξενα. Παράλληλα ο Θεόφιλος αφοσιώνεται στον μεγάλο του γιο Αδάμ. Τον ωθεί να μορφωθεί, κατά το στερεότυπο των γονέων που θέλουν για τα παιδιά τους ό,τι στέρησε η ζωή από τους ίδιους. Ώσπου μια μέρα ο Αδάμ καλείται να μεταβεί στο εμπόλεμο Αφγανιστάν…

Το Άρωμα από ρίγανη είναι ένα μυθιστόρημα μαγικού ρεαλισμού αλλά και ανελέητης σάτιρας. Μια πυκνή ιστορία, στην οποία ανάμεσα σε αλλόκοτες εξαφανίσεις, πτώματα που φτύνουν κουμπιά, φλόγες που γλείφουν σακιά με βότανα και αθώες υπάρξεις που μεταμορφώνονται σε σαρκοβόρα κτήνη ένας πατέρας και ο γιος του αγωνίζονται να συλλάβουν το νόημα της ζωής σ’ έναν κόσμο όπου αυτό διαφεύγει διαρκώς και το μόνο που απομένει τελικά είναι ένα απαλό, σχεδόν ανεπαίσθητο άρωμα από ρίγανη και ξερά σύκα.

Απόσπασμα σ. 90-91:

Αρχικά, όταν έφτασε στο νοσοκομείο με σπασμένα τα νερά, όλο το νοσηλευτικό προσωπικό απόρησε. Πώς γινόταν μια καλόγρια να εγκυμονεί και μάλιστα από τους πόνους να βρίζει θεούς και δαίμονες, επιστρατεύοντας υλικό τόσο από την Παλαιά όσο και από την Καινή διαθήκη;

Όταν ρωτήθηκε για τα στοιχεία της απάντησε: «Είμαι η ηγουμένη της Ιεράς Μονής της Αγίας Φιλοθέης που εδρεύει στα Πετράλωνα και ονομάζομαι Ρεβούλα. Αποδώ ο καλόγερος Θεόφιλος από τη Μονή Μαντζουράνας».

Κανείς δεν ήξερε πού βρίσκονται αυτές οι μονές αλλά δεν πρόλαβαν να προβληματιστούν, διότι ο συνοδός της λιποθύμησε πάνω στο φορείο που ήταν ξαπλωμένη − λόγω υπερτασικής κρίσης με υποψία ισχαιμικού επεισοδίου, όπως αργότερα είπαν οι γιατροί.

«Ήρθα να γεννήσω το θείο βρέφος» συνέχισε η Πανωραία. «Σε λίγο θα έρθουν και οι τρεις μάγοι. Να τους οδηγήσετε σ’ εμένα», είπε και σε πρώτη φάση ειδοποιήθηκε άμεσα ένας ψυχίατρος προκειμένου να συνδράμει την ετοιμόγεννη. Τα προβλήματα, όμως, δεν τελείωσαν εδώ. Αρνιόταν πεισματικά να βγάλει το ράσο και τον ογκώδη σταυρό που είχε κρεμάσει στο στήθος της, οπότε της το ψαλίδισαν και της σήκωσαν τα πόδια δύο νοσοκόμες − μια το αριστερό και μια το δεξί. Καθεμιά τους έβαλε το πόδι που της αναλογούσε στον ώμο της και περίμεναν τον τοκετό. Η Πανωραία, με τη μαντίλα σφιχτά δεμένη στο κεφάλι της, τον Εσταυρωμένο ξαπλωμένο στο στήθος της και το ψαλιδισμένο ράσο της, άρχισε να βρίζει, ξεκινώντας από τους πρωτόπλαστους: για τη μαλακία που έκανε αυτή η πουτάνα η Εύα, για τον ευκολόπιστο, συνονόματο του γιού της Αδάμ και τον ομοφυλόφιλο που τους έδιωξε από τον παράδεισο και τώρα εξαιτίας του περνάει αυτά τα βάσανα. Πολύ γρήγορα όμως η μήτρα της απέκτησε διαστολή πεπονιού και η μικρούλα ξεπετάχτηκε στα χέρια του μαιευτήρα. Εκεί άρχισαν τα προβλήματα.

Ο ψυχίατρος, ο οποίος αμέσως μετά από τη γέννα υπέβαλε παραίτηση, θα θυμόταν για πολλά χρόνια την αντίδραση της Πανωραίας όταν της ανακοίνωσαν ότι το παιδί είναι κορίτσι.

«Συγχαρητήρια, ηγουμένη. Φέρατε στον κόσμο ένα υγιέστατο κοριτσάκι. Να σας ζήσει».

«Το δικό μου παιδί είναι αγόρι. Καταλάβατε;» ούρλιαζε εκείνη. «Θα μου βγάλετε τώρα εσείς τον Ιησού Χριστό κορίτσι! Άπιστοι! Θα σας δείξω εγώ! Ειδοποιήστε τώρα αμέσως τους τρεις μάγους» και σπρώχνει με τα πόδια της τις δύο νοσοκόμες, οι οποίες φεύγουν με ταχύτητα, σπάνε την πόρτα και προσγειώνονται έξω από την αίθουσα τοκετού στον χώρο αναμονής…

Ο συγγραφέας

Ο Σπύρος Μπούσιας γεννήθηκε στη Γερμανία και κατάγεται από τη Χίο. Ζει και εργάζεται στον Πειραιά. Σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, όπου ολοκλήρωσε και τις μεταπτυχιακές σπουδές του.

image

Έχει γράψει μελέτες και επιστημονικά άρθρα, που δημοσιεύτηκαν σε ιατρικά περιοδικά της ημεδαπής και της αλλοδαπής. Επίσης, έχει αρθρογραφήσει κατά καιρούς σε εφημερίδες και περιοδικά του ελληνικού τύπου. Διακρίθηκε στον πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος «Ημερολόγια Καραντίνας» (Ιανός 2020) με το διήγημά του «Μια κάποια λύσις».

Από τις εκδόσεις Τόπος κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του Άρωμα από ρίγανη (Τόπος 2022).