Εκατοντάδες απεσταλμένοι δυτικών ΜΜΕ συνωστίζονται σε μικρή απόσταση από τα σύνορα του Ισραήλ με τη Γάζα, σε παρακείμενους λόφους και σε σημεία ελέγχου στους δρόμους. Οι ανταποκρίσεις των περισσότερων είναι πανομοιότυπες. Περιγράφουν εκ του μακρόθεν τους ισραηλινούς βομβαρδισμούς και την εκτόξευση ρουκετών από τη Χαμάς.

Ads

Δίνουν το κλίμα της προετοιμασίας για την πολυαναμενόμενη χερσαία επιχείρηση. Αναμεταδίδουν δηλώσεις ισραηλινών κυβερνητικών αξιωματούχων. Παίρνουν συνεντεύξεις από απλούς πολίτες και συνήθως επαναλαμβάνουν το δικαίωμα στην αυτοάμυνα του Ισραήλ.

Ενίοτε τα ρεπορτάζ ορισμένων, όπως της Ευτυχίας Πενταράκη της ΕΡΤ, είναι διθυραμβικά, χωρίς ενσυναίσθηση, απόρροια της ενσωμάτωσης στις ένοπλες δυνάμεις (embedded journalism) σε συνδυασμό με την ιδεολογία που «κουβαλάνε στις αποσκευές τους». Δίνουν έμφαση στην ισχύ των όπλων, στο υψηλό ηθικό της «ημέτερης πλευράς» με την οποία ταυτίζονται, δίχως να κάνουν κάποια αναφορά στις συνέπειες του πολέμου .

Κοντολογίς, οι πολεμικοί ανταποκριτές δυτικών Μέσων αναπαράγουν τα στερεότυπα του «καλού Ισραηλινού» και του «κακού Παλαιστίνιου». Και για αυτό δεν ευθύνονται τις περισσότερες φορές οι ίδιοι. Ο κίνδυνος να τους αφαιρεθεί η διαπίστευση είναι υπαρκτός. Χρόνο για να διασταυρώσουν τις πληροφορίες δεν έχουν, οι μετακινήσεις είναι περιορισμένες και η πρόσβαση σε πηγές δύσκολη έως αδύνατη. Όταν για παράδειγμα αναφέρονται στις συνέπειες από τους βομβαρδισμούς στη Γάζα, για τις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, καθότι δεν έχουν εικόνα, παρουσιάζουν ψυχρά στατιστικά στοιχεία.

Ads

Έρχονται δε σε πλήρη αντίθεση με ό,τι μεταδίδουν αραβικά Μέσα και ορισμένα ειδησεογραφικά πρακτορεία που έχουν ανταποκριτές μέσα στη Γάζα και αναμεταδίδουν τις συνέπειες των ισραηλινών βομβαρδισμών και «από πρώτο χέρι» τις απώλειες αμάχων. Δεν είναι τυχαίο ότι τις πρώτες τέσσερις μέρες μετά την επίθεση της Χαμάς τουλάχιστον πέντε δημοσιογράφοι έχασαν τη ζωή τους από τους ισραηλινούς βομβαρδισμούς.

Από τις αντιδράσεις στις απειλές

Το ίδιο είχε συμβεί το 2009 με την έναρξη της ισραηλινής Επιχείρησης Συμπαγές Μολύβι. Το πράσινο φως είχε δώσει ως υπουργός Άμυνας ο Εχούντ Μπάρακ, ηγέτης τότε του αριστερού Εργατικού Κόμματος. Ελάχιστα δυτικά Μέσα, κυρίως διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία και κάποια διεθνή τηλεοπτικά δίκτυα και εφημερίδες διέθεταν ανταποκριτές μέσα στη Γάζα.

Η πλειοψηφία των δημοσιογράφων είχε συγκεντρωθεί στα σύνορα με το Ισραήλ. Το Τελ Αβίβ  δεν επέτρεπε ούτε καν την ενσωμάτωσή τους, που αποτελεί πλέον σύνηθες φαινόμενο στις στρατιωτικές επιχειρήσεις από τον Πόλεμο του Κόλπου το 1991. Επικαλούμενο λόγους ασφαλείας, είχε απαγορεύσει την είσοδο στη Γάζα με αποτέλεσμα οι πολεμικοί ανταποκριτές να περιγράφουν εικόνες βομβαρδισμένων κτιρίων εκ του μακρόθεν. Ήταν αυτόπτες μάρτυρες μιας τραγωδίας, αλλά και ταυτόχρονα τηλεθεατές ενός ανείπωτου reality show, που εξελισσόταν σε πραγματικό χρόνο. Η απαγόρευση πρόσβασης σε πηγές αποδείχθηκε για μια ακόμη φορά η αποτελεσματικότερη μορφή λογοκρισίας.

Τότε η Ένωση Ανταποκριτών Ξένου Τύπου στο Ισραήλ είχε διαμαρτυρηθεί,  καταγγέλλοντας την ισραηλινή κυβέρνηση ότι «εντάσσεται στα λίγα καθεστώτα σ’ ολόκληρο τον κόσμο που εμποδίζουν συστηματικά τους δημοσιογράφους να κάνουν τη δουλειά τους».

Ο επικεφαλής του γραφείου των New York Times στην Ιερουσαλήμ, Ίθεν Σ. Μπρόνερ, είχε γράψει ότι «σε αντίθεση με οποιονδήποτε άλλο πόλεμο στην ιστορία του Ισραήλ, σε αυτόν η κυβέρνηση προσπαθεί να ελέγξει ολοκληρωτικά το μήνυμα και την εξιστόρηση των γεγονότων, τόσο για λόγους πολιτικούς όσο και για λόγους στρατιωτικής τακτικής» (ΝΥΤ,  07/01/2009).

Παράλληλα είχαν αντιδράσει και ευρωπαϊκά Μέσα διεθνούς εμβέλειας. Η βρετανική Observer (04/01/2009) σημείωνε ότι «μια νέα διεύθυνση πληροφοριών δημιουργήθηκε (στο Ισραήλ) για να επηρεάζει τα μέσα ενημέρωσης με κάποια επιτυχία […] και όταν άρχισε η επίθεση […] ένα πλήθος από διπλωμάτες, μπλογκ και άλλους υποστηρικτές του Ισραήλ άρχισε να σφυροκοπάει με προσεκτικά επεξεργασμένα μηνύματα».

Αυτή η κατάσταση με οδήγησε τότε να περάσω στη Γάζα από τα νότια σύνορά της με την Αίγυπτο. Δεν ήταν εύκολο, αλλά ό,τι βίωσα, κατέγραψα και μετέδωσα δεν είχε σχέση με την εικόνα που έδιναν ισραηλινοί αξιωματούχοι στα καθημερινά briefings.

Σήμερα, όπως φαίνεται, τα πράγματα είναι χειρότερα. Όχι μόνο δεν υπάρχουν αντιδράσεις εκ μέρους των εκπροσώπων του Τύπου για τη στάση των ισραηλινών αρχών στο πεδίο της ενημέρωσης, ή καλύτερα της προπαγάνδας, για τον τρόπο που παρουσιάζονται οι ειδήσεις από το μέτωπο του πολέμου, αλλά το αντίθετο: όποιος διαφοροποιείται από το κυρίαρχο αφήγημα του Ισραήλ και υπερασπίζεται τα δικαιώματα των Παλαιστινίων, ή/και τις ζωές αμάχων που χάνονται, όποιος αναφέρεται στο ιστορικό υπόβαθρο του Παλαιστινιακού, ακόμη κι αν καταδικάζει απερίφραστα την επίθεση της Χαμάς, δέχεται απειλές, κινδυνεύει να κατηγορηθεί ως αντισημίτης, να πέσει σε δυσμένεια ή/και να χάσει τη δουλειά του.

Τα περιστατικά

Το BBC, επικαλούμενο αυστηρές οδηγίες (guidelines) προς τους εργαζομένους της που κάνουν αναρτήσεις στα social media, έθεσε σε διαθεσιμότητα έξι δημοσιογράφους του αραβικού της τμήματος (BBC News Arabic), μεταξύ αυτών τους ανταποκριτές του από Αίγυπτο και Λίβανο, διότι φέρεται να έκαναν αναρτήσεις ή να έκαναν like σε αναρτήσεις που υποστηρίζουν τους Παλαιστίνιους ή ασκούν κριτική στην κυβέρνηση Νετανιάχου.

Αξιοσημείωτο είναι ότι το 2004, έρευνα από το Glasgow Media Group του Πανεπιστημίου της Γλασκόβης για την κάλυψη της δεύτερης intifada από το BBC είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η βρετανική κοινή γνώμη θεωρεί τους Παλαιστίνιους τρομοκράτες, ως επιτιθέμενους, διότι οι ειδήσεις από τη Μέση Ανατολή παρουσιάζονται με λανθασμένο τρόπο. Έκτοτε το BBC, αναφερόμενο στα μέλη της Χαμάς, τους χαρακτήριζε «μαχητές», αποφεύγοντας τη χρήση του όρου «τρομοκράτες». Τώρα φαίνεται ότι υπό τις πιέσεις  πολιτικών παραγόντων και γεωπολιτικών συμφερόντων, τα πράγματα εκ νέου άλλαξαν σ΄ αυτόν τον ειδησεογραφικό οργανισμό που θεωρείται από τους πλέον αξιόπιστους διεθνώς.

Άσχημα νέα και από τη βρετανική Guardian, η οποία απέλυσε τον σκιτσογράφο της, Στιβ Μπελ, που εργαζόταν για σαράντα χρόνια στην εφημερίδα, γιατί όπως σημείωσε η Εφ.Συν. (17/10/2023), «σε γελοιογραφία του απεικονίζει τον Ισραηλινό πρωθυπουργό να φοράει γάντια του μποξ, με ένα από τα οποία κρατά ένα νυστέρι στραμμένο στην εκτεθειμένη κοιλιά του, στην οποία έχει χαράξει το περίγραμμα της Λωρίδας της Γάζας. Στη λεζάντα, ο Νετανιάχου δηλώνει: «Κάτοικοι της Γάζας, φύγετε από εδώ τώρα!», υπονοώντας ότι ήταν ο ίδιος ο Νετανιάχου που δημιούργησε τη Χαμάς και κατά συνέπεια τη βάναυση βία της επίθεσης της 7ης Οκτωβρίου. Η γελοιογραφία, που υποβλήθηκε στην εφημερίδα προς δημοσίευση, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, αλλά στη συνέχεια κατέληξε στα social media».

Υπενθυμίζω ότι σε ανάλογες περιπτώσεις στις οποίες η σάτιρα δυτικών Μέσων (του γαλλικού Charlie Hebdo, της δανέζικης Jyllands Posten, κ.ά.) στρεφόταν κατά προσώπων και συμβόλων του μουσουλμανικού κόσμου, ο δυτικός κόσμος υπερασπίστηκε το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου.

Στο Ισραήλ, σύμφωνα με ρεπορτάζ της Έμμα Γκόλντμπεργκ στους New York Times (21/10/2023), μόλις πριν λίγες μέρες «τουλάχιστον δώδεκα άτομα περικύκλωσαν το σπίτι ενός αριστερού ισραηλινού σχολιαστή που είχε εκφράσει την ανησυχία του για τους θανάτους αμάχων στη Γάζα, χαρακτηρίζοντάς τον «προδότη» και εκτοξεύοντας φωτοβολίδες προς το μέρος του. Αυτή την εβδομάδα, ένας γνωστός ακτιβιστής της δεξιάς δημοσίευσε ένα βίντεο στο οποίο ο ίδιος φωνάζει και απειλεί τα μέλη ενός τηλεοπτικού συνεργείου που κινηματογραφούσε ισραηλινούς στρατιώτες. Άλλοι δημοσιογράφοι αναφέρουν ότι δέχονται απειλές και παρενοχλούνται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».

Στα social media, πράγματι, και γενικότερα στο διαδίκτυο η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου. Η παραπληροφόρηση, τα fake news και οι λεκτικές επιθέσεις με αφορμή τη σύγκρουση Ισραήλ Χαμάς «δίνουν και παίρνουν». Οι πολιτικές ασφάλειας αποδεικνύονται αναποτελεσματικές. Δημοσιογράφοι και ενεργοί πολίτες που εκφράζουν δημόσια τον σκεπτικισμό τους για την πολιτική του Ισραήλ, δέχονται τα πυρά φανατικών, γνωστών και άγνωστων εικονικών φίλων.

Αυτό μου συνέβη όταν με την αναδημοσίευση ενός πρόσφατου άρθρου μου από το tvxs.gr στον προσωπικό μου λογαριασμό στο fb, ένας αναγνώστης, αφού μου υπέβαλε με ύφος ανακριτή δέκα ερωτήματα για το Παλαιστινιακό, στο τέλος με χαρακτήρισε «αντισημίτη».

Στο Τελ Αβίβ, η Ταλ Σάλεβ, πολιτικός σχολιαστής και δημοσιογράφος του ειδησεογραφικού ιστότοπου Walla, που ανήκει στην Jerusalem Post, δέχεται υβριστικά σχόλια, διότι σε άρθρα της επικρίνει την πολιτική της κυβέρνησης Νετανιάχου.

«Η δυνατότητα να εκφράσει κανείς μια διαφορετική άποψη είναι ακόμη πιο περιορισμένη αν κάνουμε μια σύγκριση με το παρελθόν» δήλωσε η Ανάτ Σαραγκούστι, υψηλόβαθμο στέλεχος της Ένωσης Ισραηλινών Συντακτών με 1.500 μέλη. Από τον περασμένο Μάρτιο, το Israel Democracy Institute, που είναι ένας ανεξάρτητος μη κυβερνητικός οργανισμός, κατέγραψε χίλιες επιθέσεις εναντίον ισραηλινών πολιτών, πολλοί από τους οποίους είναι δημοσιογράφοι.

Ανάλογη είναι η κατάσταση στον δυτικό κόσμο σε χώρες σύμμαχες στο Ισραήλ. Στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, η ανοικτή επιστολή 30 φοιτητικών συλλόγων, που θεωρούν υπεύθυνο το Ισραήλ για τις επιθέσεις της Χαμάς και εκφράζουν την αλληλεγγύη τους στον παλαιστινιακό λαό, προκάλεσε τη μήνι της διεύθυνσης και την παραίτηση από τα διοικητικά όργανα του πανεπιστημίου του Ίνταν Όφερ, ενός ισραηλινού δισεκατομμυριούχου.

Τα αίτια

Ενόψει της χερσαίας επιχείρησης των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων στη Γάζα, φαίνεται ότι βρισκόμαστε μακριά από την εποχή της τήρησης κανόνων δεοντολογίας, όταν το Reuters την επομένη της 11η Σεπτεμβρίου είχε δώσει εντολή προς τους συντάκτες της να αποφεύγουν τη χρήση του όρου «τρομοκράτης», όταν αναφέρονται στην επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, διότι εξάρει το θυμικό χωρίς να προσθέτει τίποτε ουσιαστικό στην ενημέρωση.

Για να πάρει ο δημοσιογράφος «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων» δεν αρκεί η καταδίκη της «τρομοκρατικής Χαμάς», αλλά πρέπει να ευθυγραμμιστεί με την πολιτική του κράτους του Ισραήλ, που δείχνει αποφασισμένο να οδηγήσει τη σύγκρουση στα άκρα, αδιαφορώντας για τις συνέπειες ακόμη και στους ίδιους τους Ισραηλινούς.

Οι αιτίες για αυτόν τον ασφυκτικό έλεγχο και το ιδιότυπο κυνήγι μαγισσών που οδηγεί στον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου, είναι πολλές. Καταρχάς η επίθεση της Χαμάς σε άμαχους προκάλεσε ένα σοκ όχι μόνο στο Ισραήλ, αλλά σ΄ όλον τον κόσμο, όπως είχε συμβεί και την 11η Σεπτεμβρίου. Η έκφραση αλληλεγγύης ήταν αναμενόμενη και η διεθνής κατακραυγή εύλογα έχει διευκολύνει την παρουσίαση των γεγονότων υπό την οπτική γωνία της κυβέρνησης Νετανιάχου, αποδυναμώνοντας από την άλλη πλευρά τα δίκαια των Παλαιστινίων.

Με άλλα λόγια, ενισχύθηκε το στερεότυπο των «παλαιστίνιων τρομοκρατών», των Παλαιστινίων που «επιτίθενται γιατί θέλουν να εξαφανίσουν το Ισραήλ», ακόμη κι όταν διεθνείς οργανισμοί, όπως τα Ηνωμένα Έθνη κάνουν λόγο για «πιθανά εγκλήματα πολέμου Ισραηλινών». Η ισλαμοφοβία που άρχισε να καλλιεργείται τη δεκαετία του 1970 και ενισχύθηκε από τρομοκρατικές επιθέσεις φονταμενταλιστών, και ο φόβος για την παγκόσμια ισχύ των Εβραίων, που έχει τις ρίζες του στον αντισημιτισμό, δημιουργούν ένα μείγμα που βρίσκει πρόσφορο έδαφος σε τμήμα της κοινής γνώμης.

Αυτό έγινε ιδιαίτερα αντιληπτό στα social media, σ΄ ένα περιβάλλον δηλαδή που ήταν ήδη πολωμένο πριν την 7η Οκτωβρίου. Σε ό,τι αφορά τα παραδοσιακά κυρίαρχα Μέσα στη Δύση, ένα πρώτο δείγμα γραφής για την απεικόνιση του πολέμου Ισραήλ Χαμάς είχε δοθεί με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την πλήρη εναρμόνιση της στάσης τους με εκείνη των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ. Τότε όποιος εξέφραζε τον προβληματισμό του για τα πιθανά αίτια του πολέμου, χαρακτηριζόταν εύκολα «φιλορώσος», «πουτινικός», κλπ. Σήμερα είναι «αντισημίτης». Ο διάλογος διεξάγεται με όρους οπαδών αντίπαλων ομάδων σε ποδοσφαιρικό αγώνα.

Άλλωστε, σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ «Το Λόμπι-ΗΠΑ», προϊόν έρευνας δύο ετών (2016-2017), ένα δίκτυο οργανισμών (Israel on Campus Coalition, The Israel Project, Foundation for Defense of Democracies) με έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες, υπό την καθοδήγηση του ισραηλινού υπουργείου Στρατηγικών Θεμάτων ασκεί επιρροή, δυσφημεί και εκφοβίζει αμερικανούς πολίτες που υποστηρίζουν τα δικαιώματα των Παλαιστινίων. Σύμφωνα πάντα με το ντοκιμαντέρ, διπλωματικοί ακόλουθοι και ισραηλινοί πράκτορες παρακολουθούν δημοσιογράφους και επιχειρούν να διεισδύσουν σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε όλον τον κόσμο.

Η ισραηλινή προπαγάνδα έχει αναπτύξει διεθνώς ισχυρούς μηχανισμούς, που δύσκολα «αφήνουν κάτι να πέσει κάτω». Μη ξεχνάμε από πού προέρχονται τα λογισμικά κατασκοπείας που χρησιμοποίησε η δική μας ΕΥΠ επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη.

Συνεπώς, ακόμη κι αν οι εξελίξεις, όπως ο πλήρης αποκλεισμός της Γάζας, ή ο βομβαρδισμός του αγγλικανικού νοσοκομείου και οι απώλειες χιλιάδων άμαχων Παλαιστινίων, παραβιάζουν το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο. Ακόμη κι αν βρισκόμαστε μπροστά σε μια άνευ προηγουμένου ανθρωπιστική τραγωδία και ο κίνδυνος μιας γενικότερης ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή είναι ορατός, ελάχιστα ακούγονται οι φωνές που διαφοροποιούνται από την πρόθεση του Ισραήλ να ξεκινήσει μια χερσαία επιχείρηση και ένα μακροχρόνιο ολοκληρωτικό πόλεμο. Και όταν οι φωνές αυτές βρίσκουν χώρο σε ανεξάρτητα Μέσα ή στα social media,  συγκεντρώνουν τα πυρά των οπαδών της κυρίαρχης άποψης.

Πέραν τούτου υπάρχει μια σημαντική λεπτομέρεια που καθιστά ακόμη πιο δύσκολο το έργο των πολεμικών ανταποκριτών που βρίσκονται στα σύνορα του Ισραήλ με τη Γάζα.

Τον Φεβρουάριο του 2019 δόθηκε στη δημοσιότητα μια έκθεση εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ, που συντάχθηκε με βάση 8.000 έγγραφα και 325 συνεντεύξεις απ’ όλες τις πλευρές, και αναφερόταν στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη Γάζα από τον Μάρτιο έως τον Δεκέμβριο του 2018, στις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας μπροστά στον φράχτη της Γάζας, γνωστές ως η «Μεγάλη Πορεία της Επιστροφής», με βασικό αίτημα την επιστροφή των εκτοπισμένων στα σπίτιά τους (ψήφισμα 194/1948 και 242/1967 της Γ.Σ. του ΟΗΕ) και την καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσης μέσα στη Γάζα.

Η έκθεση εκείνη σημείωνε ότι «υπήρχαν βάσιμοι λόγοι να πιστεύουμε ότι οι ελεύθεροι σκοπευτές του Ισραήλ πυροβολούσαν δημοσιογράφους, εργαζόμενους στην υγεία, παιδιά και άτομα με αναπηρίες, γνωρίζοντας ότι είναι ξεκάθαρα αναγνωρίσιμοι ως τέτοιοι… αυτές οι σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του ανθρωπιστικού δικαίου μπορεί να συνιστούν εγκλήματα πολέμου ή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας». Τότε τέθηκε το θέμα παραπομπής των υπεύθυνων στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.

Για να αποφύγει αυτό το ενδεχόμενο ο τότε ισραηλινός υπουργός Άμυνας, Άβιγκντορ Λίμπερμαν, που συμμετέχει στη σημερινή κυβέρνηση εθνικής ενότητας, είχε προωθήσει νομοσχέδιο που προβλέπει ποινή φυλάκισης έως πέντε έτη σε όποιον φωτογραφίζει ή βιντεοσκοπεί ισραηλινούς στρατιώτες σε ώρα υπηρεσίας. Το εν λόγω νομοσχέδιο, σύμφωνα με την Ένωση Παλαιστίνιων Δημοσιογράφων, στοχοποιούσε δημοσιογράφους και φωτορεπόρτερ και νομιμοποιούσε τυχόν εγκληματικές πρακτικές του ισραηλινού στρατού.

Υπό αυτές τις συνθήκες στον πόλεμο Ισραήλ Χαμάς η ενημέρωση βρίσκεται σε ασφυκτικό κλοιό.

*Ο Παύλος Νεράντζης είναι δημοσιογράφος και παραγωγός ντοκιμαντέρ, διδάκτωρ του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ και συγγραφέας του βιβλίου «Η Αλήθεια βομβαρδίζεται. Τα ΜΜΕ και ο Πόλεμος με το βλέμμα ενός πολεμικού ανταποκριτή. Από τον 19ο έως τον 21ο αιώνα», εκδ. Παπαζήση.