Τι άλλο από επιχείρηση συγκάλυψης υποκρύπτει η εργώδης και επίμονη προσπάθεια συμψηφισμού και εντέλει διάχυσης των ευθυνών στην υπόθεση του εγκλήματος των Τεμπών;

Ads

Διότι, όπως είναι γνωστό, τα εγκλήματα έχουν πάντοτε συγκεκριμένους ενόχους. Ακόμη κι αν υπάρχουν ηθικοί αυτουργοί, ακόμη και αν υπάρχουν συγκεκριμένες κοινωνικές ή άλλες συνθήκες που επέτρεψαν ή και που δεν απέτρεψαν την εκτέλεση ενός εγκλήματος, πάντοτε, για κάθε έγκλημα, υπάρχουν συγκεκριμένοι φυσικοί αυτουργοί.

Το «όλοι μαζί φταίμε για το έγκλημα» δεν στέκεται σε κανένα δικαστήριο ως υπερασπιστική γραμμή των φυσικών αυτουργών.

Στο πέταγμα της μπάλας στην… κερκίδα του συμψηφισμού των ευθυνών της σημερινής με όλες τις κυβερνήσεις στο παρελθόν, όπως και στο πέταγμα της μπάλας στην… κερκίδα της διάχυσης των ευθυνών των κυβερνήσεων σε όλους τους ψηφοφόρους που τις ψήφισαν διαχρονικά, δηλαδή σε όλους μας, υπάρχει πάντοτε ένα αμείλικτο ερώτημα. Το οποίο ενοχοποιεί τους συγκεκριμένους αρμόδιους για τις σιδηροδρομικές μεταφορές τη συγκεκριμένη χρονιά που έγινε το δυστύχημα. Το ερώτημα αυτό είναι:

Ads

Γιατί, άραγε, το δυστύχημα της μετωπικής σύγκρουσης δεν συνέβη πριν το 2019;

Κι ακόμη περισσότερο, γιατί άραγε το δυστύχημα δεν συνέβη ούτε καν πριν το 2018, τότε που η σιδηροδρομική γραμμή στη διαδρομή Αθήνας – Θεσσαλονίκης ήταν ακόμη μονή, αλλά είχε σε λειτουργία μια σειρά από ασφαλιστικές δικλείδες;

Αφού σήμερα είναι γνωστό διεθνώς ότι μετωπική σύγκρουση σε διπλή σιδηροδρομική γραμμή είναι εξαιρετικά σπάνιο να συμβεί, με δεδομένες τις δυνατότητες που παρέχει η σύγχρονη τεχνολογία της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών.

Στο ερώτημα αυτό, λοιπόν, υπάρχει πολύ σαφής και πολύ συγκεκριμένη απάντηση.

Που είναι ότι όλοι αυτοί που το 2023 είχαν θέσεις ευθύνης όσον αφορά στην ασφάλεια των σιδηροδρομικών μεταφορών, από τα στελέχη του ΟΣΕ, μέχρι την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Μεταφορών, αν και γνώριζαν για το έλλειμμα ασφάλειας στον σιδηρόδρομο, αφού είχαν αποδεδειγμένα δεχθεί αλλεπάλληλες προειδοποιήσεις, δεν έκαναν απολύτως τίποτε, ως όφειλαν, για την ασφαλή λειτουργία του.

Και συγκεκριμένα δεν έκαναν τίποτε για να αποκαταστήσουν τις δικλείδες ασφαλείας που ενώ υπήρχαν πριν το 2019, ακυρώθηκαν επί των ημερών της δικής τους διοίκησης/κυβέρνησης.

Συγκεκριμένα, δεν έκαναν τίποτε για να αποκαταστήσουν:

  1. Το σύστημα τηλεδιοίκησης που λειτουργούσε στη Λάρισα και που το καλοκαίρι του 2019 καταστράφηκε μετά από πυρκαγιά, χωρίς ποτέ στη συνέχεια να φροντίσει κανείς να αποκατασταθεί.
  2. Το σύστημα δευτεροβάθμιου ελέγχου που βρίσκονταν στην οδό Καρόλου στην Αθήνα, το οποίο έλεγχε εκ των υστέρων και διόρθωνε τυχόν λάθη των σταθμαρχών και το οποίο επίσης σταμάτησε να λειτουργεί μετά το 2019 και 
  3. Το επαρκές ποσοτικά, ικανό ποιοτικά και κατάλληλα επιλεγμένο και εκπαιδευμένο προσωπικό των σταθμαρχών που υπήρχαν στο σταθμό της Λάρισας πριν το 2019. Και που το 2023 το προσωπικό αυτό είχε υποβαθμιστεί σε έναν μόνο σταθμάρχη ανά βάρδια και αυτόν διορισμένο αναξιοκρατικά, χωρίς να συμπληρώνει, δηλαδή, τα απαιτούμενα προσόντα ηλικίας, εκπαίδευσης και εμπειρίας που απαιτούσε η συγκεκριμένη θέση ευθύνης.

Αυτές οι τρεις δικλείδες ασφαλείας που προϋπήρχαν πριν το 2019 και που καταργήθηκαν επί κυβέρνησης Μητσοτάκη, όπως εκ του αποτελέσματος σήμερα προκύπτει, ήταν αυτές που εμπόδισαν να γίνει μετωπική σύγκρουση, ακόμη και όταν η σιδηροδρομική γραμμή ήταν μονή.

Αν αυτές οι τρεις δικλείδες ασφαλείας υπήρχαν και λειτουργούσαν το 2023, είναι βέβαιο ότι θα είχαν εμποδίσει ή θα είχαν αποτρέψει τη μετωπική σύγκρουση στη διπλή σιδηροδρομική γραμμή.

Οι υπεύθυνοι, συνεπώς, για την κατάργηση ή και για τη μη αποκατάσταση αυτών των πολύ συγκεκριμένων ασφαλιστικών δικλείδων που εγγυόνταν πριν το 2019 την ασφαλή λειτουργία του σιδηροδρόμου, δείχνει και τους υπεύθυνους για το τραγικό δυστύχημα.

Που οπωσδήποτε δεν είμαστε όλες και όλοι μαζί.

Ούτε όμως είναι συλλήβδην όλες οι κυβερνήσεις του παρελθόντος, αφού πριν το 2019 οι ασφαλιστικές δικλείδες λειτουργούσαν.

Κι ακόμη, υπεύθυνοι για το δυστύχημα δεν μπορεί να είναι ούτε και όσες και όσοι ψήφισαν τη σημερινή κυβέρνηση, στις πλάτες της οποίας πέφτουν οι ευθύνες για το δυστύχημα. Καθώς οι ψηφοφόροι δεν ψήφισαν, βεβαίως, την κυβέρνηση της ΝΔ υπό τον όρο να καταργήσει την ασφάλεια των σιδηροδρόμων…

Το αντίθετο μάλιστα συνέβη. Καθώς ο υπουργός Κ. Καραμανλής απαντώντας σε ερώτηση της αντιπολίτευσης καθησύχαζε τη Βουλή και μέσω αυτής και το πανελλήνιο, λίγες μόλις μέρες πριν το τραγικό δυστύχημα, αναληθώς και παραπλανητικά όπως αποδείχθηκε, ότι δεν υπήρχε κανένα θέμα ασφάλειας στα τρένα. Παρά το γεγονός ότι υπήρξε σειρά επιστολών προς αυτόν και προς τον πρωθυπουργό από υψηλόβαθμα στελέχη του ΟΣΕ, αλλά και από εργαζόμενους και μηχανοδηγούς, που κτυπούσαν των κώδωνα του κινδύνου για την ασφάλεια στο σιδηροδρομικό δίκτυο, προειδοποιώντας για το επερχόμενο δυστύχημα.

Αυτή η αλληλουχία των ενοχοποιητικών στοιχείων δείχνει και την κατεύθυνση των υπευθύνων για το έγκλημα. Που είναι πολύ συγκεκριμένοι. Και οι οποίοι πρέπει να οδηγηθούν στη Δικαιοσύνη, η οποία και θα αποφασίσει ποιοι από αυτούς είναι ένοχοι και ποιοι όχι.

Εκτός, όμως, από τους υπεύθυνους για το ίδιο το τραγικό δυστύχημα, η ύπαρξη σειράς προειδοποιήσεων για το οποίο το αναβαθμίζουν σε έγκλημα, υπάρχουν και οι υπεύθυνοι για ένα άλλο έγκλημα, που ξεκίνησε αμέσως μετά το τραγικό δυστύχημα. Και είναι το έγκλημα της συγκάλυψής του.

Το οποίο, προφανώς, διαπράχθηκε από όλους εκείνους που είχαν κίνητρο να το διαπράξουν. Από όλους όσοι, δηλαδή, είχαν και έχουν προσωπικό ή και πολιτικό όφελος να μην αναδειχθούν οι πραγματικοί υπεύθυνοι για το δυστύχημα.

Και όταν αναφερόμαστε σε συγκάλυψη του εγκλήματος, εννοούμε πολύ συγκεκριμένες πράξεις ή και παραλήψεις των αρμοδίων, προκειμένου να μην αποκαλυφθεί η αλήθεια. Που είναι:

  1. Η αλλοίωση των συνομιλιών σταθμάρχη-μηχανοδηγών από την πρώτη ακόμη ημέρα μετά το δυστύχημα.
  2. Η επίρριψη των ευθυνών στον σταθμάρχη, τον οποίο η ίδια η κυβέρνηση διόρισε αναξιοκρατικά και κατά παράβαση των προϋποθέσεων ικανότητας, εμπειρίας και εκπαίδευσης που έπρεπε αυτός να πληροί. Τον χορό της ενοχοποίησης του σταθμάρχη που η ίδια η κυβέρνηση διόρισε αναξιοκρατικά, άνοιξε ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Ο οποίος, ως μη όφειλε, ως εκπρόσωπος της εκτελεστικής και όχι της δικαστικής εξουσίας, προχώρησε στην ετυμηγορία μια μόλις μέρα μετά το δυστύχημα. Και αυτό, βασιζόμενος στις αλλοιωμένες ηχογραφήσεις.
  3. Το μπάζωμα και η μεταφορά του εδάφους με τα πρωτογενή στοιχεία του δυστυχήματος αλλού. Τα οποία πρωτογενή στοιχεία, αν σήμερα υπήρχαν, θα έριχναν φως στις συνθήκες του δυστυχήματος. Η εξαφάνιση των πρωτογενών στοιχείων του δυστυχήματος συνέβη τόσο βιαστικά και τόσο γρήγορα, ώστε να μην έχουν προλάβει ακόμη να συλλεγούν ούτε τα πτώματα των θυμάτων. Κάτι που από μόνο του συνιστά ποινικό αδίκημα, που δεν έχει, ούτε αυτό, ακόμη αποδοθεί.
  4. Η προσπάθεια να κλείσει άρον-άρον και χωρίς την εξέταση σημαντικών μαρτύρων, όπως είναι όλοι εκείνοι που προειδοποιούσαν για πιθανό δυστύχημα, η υπόθεση της έρευνας σε Βουλή και Δικαιοσύνη και 
  5. Η προσπάθεια από διάφορα κυβερνητικά στελέχη να συμψηφιστούν και να διαχυθούν οι ευθύνες σε όλες τις κυβερνήσεις, αλλά και σε όλους τους ψηφοφόρους τους διαχρονικά. Άσχετα αν το δυστύχημα συνέβη τον Φεβρουάριο του 2023, με όλες τις ασφαλιστικές δικλείδες που προϋπήρχαν να έχουν ακυρωθεί μετά το 2019. Κι ακόμη, άσχετα αν μια τέτοια πολύνεκρη σύγκρουση σε διπλή σιδηροδρομική γραμμή δεν είχε συμβεί ούτε καν πριν το 2018, τότε που η γραμμή ήταν ακόμη μονή.

Στο δυστύχημα στα Τέμπη, λοιπόν, δεν τους σκοτώσαμε όλες και όλοι μαζί.

Υπάρχουν πολύ συγκεκριμένες ευθύνες που πρέπει να αποδοθούν σε πολύ συγκεκριμένους υπευθύνους.

Όπως υπάρχουν και πολύ συγκεκριμένες ευθύνες για την επιχείρηση συγκάλυψης των ευθυνών για το δυστύχημα των Τεμπών.

Στην οποία έχουν επιδοθεί με μεγάλη προσήλωση και επιμονή όλες και όλοι μαζί, όσοι έχουν προσωπικό ή και πολιτικό όφελος να μείνουν οι πραγματικές ευθύνες για το τραγικό δυστύχημα στο σκοτάδι.

 

  • Καθηγητής, πρώην Πρύτανης ΑΠΘ