Ανοιχτές για ελέγχους από την Εφορία για διάστημα 10 ετών είναι οι καταθέσεις Ελλήνων στην Ελβετία, σύμφωνα με τη νέα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Ads

Πρόκειται για νέα ανατροπή στην υπόθεση του ελέγχου των καταθέσεων σε τράπεζες του εξωτερικού και ειδικά των χιλιάδων Ελλήνων που βρέθηκαν στις λίστες Λαγκάρντ, Μπόργιανς και λιγότερο των Εμβασμάτων.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του sofokleousin.gr, οι 2.062 εμπλεκόμενοι στη λίστα Λαγκάρντ και οι 10.588 της λίστας Μπόργιανς είναι σε «αναμμένα κάρβουνα», καθώς οι φόροι και τα πρόστιμα που τους έχουν καταλογιστεί από τις ελεγκτικές αρχές και εκκρεμούν στα δικαστήρια, θα οριστικοποιηθούν και θα βεβαιωθούν από την εφορία.

Με τη νέα απόφασή του, το ΣτΕ κρίνει, ότι οι υποθέσεις ελέγχου των τραπεζικών λογαριασμών στην Ελβετία, μένουν ανοιχτές για μια δεκαετία και δεν παραγράφονται στην πενταετία.

Ads

Σημειώνεται ότι προηγήθηκαν άλλες αποφάσεις, με τις οποίες ο έλεγχος των καταθέσεων σε τράπεζες του εξωτερικού είχε περιοριστεί στην πενταετία, με αποτέλεσμα, να δοθεί η εντύπωση ότι είχαν παραγραφεί όλα στις επίμαχες λίστες.

Βέβαια, κάθε υπόθεση είναι διαφορετική, αλλά όλες υπάγονται σε ενιαίους κανόνες που προβλέπονται από τη νομοθεσία και ερμηνεύονται από τα δικαστήρια.

Ειδικότερα, με τις παλαιότερες αποφάσεις του ΣτΕ δεν θεωρούνται συμπληρωματικά στοιχεία και συνεπώς δεν μπορούσαν να εκτείνουν τον χρόνο της παραγραφής από τα 5 στα 10 χρόνια, εκείνα που αφορούν:

Κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών στην Ελλάδα, καθώς το δικαστήριο θεωρεί ότι η ΑΑΔΕ είχε τον χρόνο (πενταετία) να τα αναζητήσει από τις τράπεζες).
Εμβάσματα τα οποία έφυγαν από ελληνικές προς ξένες τράπεζες, καθώς το δικαστήριο θεωρεί ότι η ΑΑΔΕ είχε τον χρόνο (πενταετία) να ερευνήσει τα στοιχεία από τις ελληνικές τράπεζες.

Τι προβλέπει η νέα απόφαση

Η υπ. αρ. 658/2020 απόφαση του Β τμήματος του ΣτΕ προβλέπει, πως, τα στοιχεία των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών στις ελβετικές τράπεζες, της περιόδου 2004-2005 αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία και συνεπώς ο έλεγχος μπορεί να επεκταθεί στη δεκαετία.

Αντίθετα, δεν ισχύει το ίδιο για τις καταθέσεις και γενικά για τις κινήσεις των λογαριασμών στις ελληνικές τράπεζες, για τις οποίες ισχύει η πενταετής παραγραφή.
Βέβαια, ένα έμβασμα που φεύγει από ελληνική τράπεζα, στο εξωτερικό, ο έλεγχος από την Εφορία, θα πρέπει να γίνει αυστηρά σε διάστημα πέντε ετών.

Ειδικότερα η απόφαση του ΣτΕ αναφέρει τα ακόλουθα:
«…Στοιχεία για την ύπαρξη και το υπόλοιπο ή/και τις κινήσεις λογαριασμών των φορολογούμενων σε τραπεζικά ιδρύματα της Ελβετίας, κατά τις χρήσεις των ετών 2004 και 2005, τα οποία περιήλθαν σε γνώση της ημεδαπής φορολογικής Διοίκησης μετά την 1.1.2012 (και πριν από την 31.12.2016) αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία», τα οποία οδηγούν, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτών, στην επιμήκυνση σε δεκαετία της (κατ’ αρχήν οριζόμενης πενταετούς) προθεσμίας παραγραφής της εξουσίας του Ελληνικού Δημοσίου για τη διαπίστωση της ύπαρξης μη δηλωθείσας φορολογητέας ύλης, συναγόμενης από τα στοιχεία αυτά, σε σχέση με τις προαναφερόμενες χρήσεις και, συνακόλουθα, για την επιβολή των αναλογούντων φόρων και συναφών κυρώσεων».

Καταθέσεις σε ελληνικές τράπεζες

Ωστόσο, αυτό ισχύει, εάν δεν έχουν εμπλοκή οι ελληνικές τράπεζες, καθώς οι συγκεκριμένες υποθέσεις παραγράφονται στην πενταετία. Συγκεκριμένα η απόφαση του ΣτΕ αναφέρει:

«Αντιθέτως, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, στοιχεία για το υπόλοιπο ή/και τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών των αναιρεσίβλητων στην ημεδαπή, κατά τα έτη 2004 και 2005, δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία» (ήτοι, στοιχεία αποδεικτικά της ύπαρξης μη δηλωθέντος φορολογητέου εισοδήματός τους, τα οποία δικαιολογημένα δεν είχε υπόψη της η φορολογική αρχή κατά την οριζόμενη στο άρθρο 84 παρ. 1 του ΚΦΕ πενταετία), ικανά να δικαιολογήσουν, ενόψει και των επιταγών της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, την επιμήκυνση της (κατ’ αρχήν οριζόμενης, πενταετούς) προθεσμίας παραγραφής σε δεκαετία, τέτοια στοιχεία, στα οποία στηρίχθηκε η φορολογική Διοίκηση για την έκδοση των επίδικων καταλογιστικών πράξεων, ως προς τις χρήσεις των ετών 2004 και 2005, δεν μπορούν να ληφθούν νομίμως υπόψη από το ΔΕΑ για τη διαπίστωση μη δηλωθείσας φορολογητέας ύλης, ως προς χρήσεις αυτές».