Ο πόλεμος και η επιστροφή των ηρώων αποτέλεσε ένα από τα κεντρικά ζητήματα της αρχαίας τραγωδίας. Ο τρωικός κύκλος τροφοδότησε με πλήθος μικρών επεισοδίων την αρχαία δραματουργία και τη νεότερη τέχνη. Έτσι σίγουρα δεν ξαφνιάζει δημιουργία ενός σύγχρονου δράματος με κεντρικό ήρωα Κρήτη βασιλιά Ιδομενέα.

Ads

Μολονότι σύμφωνα με τον Όμηρο ο επικός ήρωας επέστρεψε χωρίς περιπέτειες στο νησί του, από τον Βιργίλιο μαθαίνουμε ότι σε μία θύελλα καταμεσής του Αιγαίου ο Ιδομενέας ορκίστηκε στον Ποσειδώνα ότι αν έφτανε ζωντανός στην πατρίδα του, θα θυσίαζε στον θεό όποιο ζωντανό ον αντίκριζε πρώτο. Η μοίρα όμως ήθελε τον πρώτο που αντίκρισε να είναι ο γιος του, τον οποίο -καθώς απουσίαζε δέκα έτη- δεν αναγνώρισε. Αυτή τη λατινική παράδοση αξιοποιεί και ο Άγγελος Κανιούρας με τον «Ιδομενέα» (Γαβριηλίδης, 2016), δημιουργώντας ένα σύγχρονο δράμα με ρίζες στην αρχαία ελληνική τραγωδία.

Ο ποιητής προσπερνά γρήγορα την τραγική ειρωνεία του Ιδομενέα, καθώς ο Χορός ήδη στην πρώτη πράξη τον ενημερώνει για το πρόσωπο που φόνευσε. Έτσι δίνει την ευκαιρία και το χρόνο να στραφεί η προσοχή του κοινού στην τραγικότητα του παιδοκτόνου ήρωα.

Η δε έννοια της ύβρεως κατέχει κεντρική θέση στο έργο. Η ύβρις τούτη που διαπράχθηκε με το φόνο-θυσία στο όνομα των θεών, δημιουργεί ένα μίασμα που φέρνει λιμό στη Μεγαλόνησο. Και το μίασμα εντείνει την τραγικότητα του ήρωα που προστίθεται στο άγος της παιδοκτονίας και πλέον τον κατέστησε από βασιλιά μία περιφερόμενη σκιά που δεν βρίσκει νόστο.

Ads

Και ο Κανιούρας ενδύδει την τραγική φιγούρα του Ιδομενέα με ένα σφιχτό πλέγμα υπαρξιακών προσεγγίσεων για τη θνητότητα, το ρόλο των θεών και τη φήμη. Το κλέος πλέον υποτάσσεται στην νέμεσιν των θεών (β’  πράξη).

Την προσοχή ελκύει η αποφθεγματική χρήση του λόγου. Πιστός στον διδακτικό ρόλο του δράματος ο Κανιούρας ενσωματώνει πλήθος αποφθεγμάτων για τη ζωή, τον χρόνο, το θείο, τον νόστο και τον πόλεμο κατά μία ευριπίδεια λογική “από σκηνής φιλοσοφία”. Ειδικά ο Κορυφαίος, μέσα σε έναν αξιοπρόσεκτο λυρικό λόγο, γεμάτο μεταφορές, αναδεικνύεται σε ένα γνήσιο φιλοσοφικό πρότυπο, όπως περίπου τον ήθελε και ο Σοφοκλής εκφράζοντας το ιδεατό.

Έτσι, όμως, ο ποιητής βρίσκει την ευκαιρία να στοχαστεί ο ίδιος πάνω στην ανθρώπινη ζωή και τον πόνο των ανθρώπων. Ο δραματικός στίχος είναι το εύφορο χωράφι για να σπείρει μία άλλης μορφής υπαρξιακή ποιητική που να μπολιάζει την αρχαιοελληνική τέχνη με την αντίληψη του δημιουργού για τη ζωή.

Και υπό αυτό το σκεπτικό η αξιοποίηση της αρχαίας δραματουργικής φόρμας αποτελεί μία καινοτομία που δεν επιτρέπεται να προσπεράσουμε ασχολίαστα. Γιατί τελικά η ποίηση του Κανιούρα είναι βαθιά υπαρξιακή και ανθρωποκεντρική. Και αξιοποίηση της τραγικής φόρμας μεγεθύνει το βάθος της προβληματικής του. Ενώ άλλοι ποιητές ανασύρουν σύμβολα -με έτοιμο συναισθηματικό και αλληγορικό βάρος- από το μυθολογικό (ή το θρησκευτικό) θησαυροφυλάκιο, ο Κανιούρας στράφηκε στο αρχαίο δράμα τόσο μορφικά όσο και ως προς το περιεχόμενο.

Μέχρι ενός σημείου όμως ο δημιουργός πατά στο αρχαιοελληνικό πρότυπο. Δεν πρόκειται για μία τυφλή μίμηση, αλλά για μία δημιουργική νεωτερική φόρμα η οποία συνδέει την αρχαία δραματική ποίηση με τη νεοελληνική στιχουργική έκφραση. Αν και διατηρεί την ενότητα τόπου και χρόνου με την αφηγηματική αξιοποίηση του αγγελιαφόρου, έχει αντικαταστήσει τα λυρικά μέρη (στάσιμο και χορικά) με πεζές υποκριτικές απαγγελίες, μόλο που διατηρεί τον Χορό και τον Κορυφαίο ως έναν ακόμη υποκριτή. Έτσι, ο δημιουργός υιοθετεί το ευριπίδειο σχήμα με τρεις υποκριτές (αγγελιαφόρος, άρχοντας, Ιδομενέας) και τον Χορό με τον Κορυφαίο ως έναν τέταρτο. Άλλωστε, κυριαρχούν οι συνεχείς μονόλογοι, ενώ απουσιάζουν στιχομυθίες που  προωθούν την εξέλιξη του μύθου απουσιάζουν χαρακτηριστικά.

Ο στίχος του προσομοιάζει στις ποιητικές μεταφράσεις των αρχαίων τραγωδιών, μα και συχνά -με την εξαίρεση του μέτρου- στον πρωτότυπο. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν μία μοντέρνα εκδοχή της δραματικής στιχουργίας με σεβασμό στους αρχαίους δημιουργούς και προσβλέποντας στο σύγχρονο κοινό. Παρομοιώσεις που θυμίζουν τις ομηρικές αναλογίες και μεταφορές με μία σύνταξη ποιητική που απέχει από τον οικείο προφορικό λόγο εμπλουτίζουν το υπαρξιακό περιεχόμενο μέσα στο μονολογικό τραγικό πλέγμα.

Και σε μία εποχή πολεμικών συρράξεων και χιλιάδων αμάχων θυμάτων που δολοφονούνται σε τυφλές εχθροπραξίες και υποχρεώνονται σε μετοίκηση εξαιτίας του μιάσματος που φέρει κάθε πόλεμος, τούτο το έργο μας επιτρέπει να αναζητήσουμε αλληγορίες στις σύγχρονες προσφυγικές ροές και τις αιματηρές συγκρούσεις. Άλλωστε, το υπαρξιακό υπόβαθρο και το θεμελιώδες αντιπολεμικό (και κατά της ανθρωποκτονίας) θέμα του αποτελούν την ουσία του τραγικού προβληματισμού του Κανιούρα.

Άλλωστε, όπως δίδασκε και ο Κάρολος Κουν το θέατρο πρέπει να είναι προσαρμοσμένο στη σύγχρονη πραγματικότητα και παράδοση, ούτως ώστε να είναι κατανοητό από το σύγχρονο κοινό.

Και σε ένα τέτοιο πλαίσιο έχει αξία να υπογραμμίσουμε ότι η κάθαρσις στον «Ιδομενέα» έρχεται να απαλύνει την τραγικότητα του ήρωα με την αποδοχή της φιλοξενίας από τον Άρχοντα, ώστε οι άνθρωποι να μην πάρουν πρόσθετες λύπες κι ούτε  φόβο σπλαχνικό.  Υλοποιεί την απαίτηση των θεών για φιλοξενία αφήνοντας πίσω τις αδυσώπητες αντάρες και ορίζοντας τον τόπο του στοργικό και λυσίπονο των συμφορών.