Τη Τζένη Φουντέα – Σκλαβούνου την είχαμε συναντήσει και παλαιότερα μέσα σε καινοτόμα χαϊκού με επιμύθιο/υστερόγραφο («γάλα σε σκόνη», Μανδραγόρας, 2013), όπου μέσα από το λακωνικό πρότυπο αποκαλύπτονταν μία αναζήτηση εκφραστικής διεξόδου μέσα σε μία εξωστρεφή υπαρξιακή ποίηση.

Ads

Η συλλογή της «το άλφα του κενταύρου» (Μανδραγόρας, 2015) αποκαλύπτει μία ποιήτρια που με πάθος αναζητά την αρτιότητα της ποιητικής έκφρασης· εγκατέλειψε την προηγούμενη ολιγόλεκτη φόρμα και κινείται πια σε συνθέσεις μεγαλύτερης έκτασης.

Η ποιητική της είναι βαθιά υπαρξιακή και η συναισθηματική της, ανθρωποκεντρική στην ουσία της. Η δημιουργός επιδιώκει έναν ευθύ και ειλικρινή ποιητικό στοχασμό στα βασικά ανθρώπινα ερωτήματα. Με τις συνθέσεις της ανοίγει ένα παράθυρο στις αλήθειες της ζωής, με ελεγχόμενο πάθος και αρτιότητα χωρίς να χάνεται η συναισθηματική και στιχουργική ισορροπία κι αρμονία.

Η ποίηση της μοιάζει με ένα διερευνητικό εσωτερικό μονόλογο που αποζητά απαντήσεις για τη σχέση της ζωής με το χρόνο και τη μνήμη, το κεντρικό της στην πραγματικότητα θέμα (ζηλεύω, τοξότης, ευγνωμοσύνη, το επώνυμο). Και βέβαια αναπόσπαστο μέρος του ανθρώπινου βίου είναι η αγάπη (Δούρειος Ίππος, προσηλυτισμός, mea culpa, χαρακίρι, η εξήγηση, ασώματος έρωτας) και ο θάνατος (η διαδρομή, βαθύ κόκκινο, Ευρυδίκη, δρομολόγιο).

Ads

image

Ωστόσο, τούτος περισσότερο αντιμετωπίζεται μέσα από μία υλιστική διάσταση ως ένα βέβαια και φυσικό δεδομένο της ζωής (η κηδεία) ή μέσα από την κοινωνική δραστηριότητα (τυχαίο συμβάν) χωρίς να εκλείπει η θρησκευτική κριτική (κατ’ εικόνα, χαρακίρι). Το υπαρξιακό της υπόβαθρο στέκει μακριά από κάποια μεταφυσική προσέγγιση (αντικατοπτρισμός, κατ’ εικόνα) απολαμβάνοντας γεμάτη ψυχικά όσα κατέκτησε (απογραφή).

Διακρίνεται ένα αίσθημα δραπέτευσης από την αστική φυλακή (Αλκατράζ, απόδραση), ενώ υπερρεαλιστικά στοιχεία συνδέονται με την υπαρξιακή προβληματική της (ο ερωτευμένος άνδρας και ο ιαγουάρος). Μιλά για τα όνειρα και το άστατο του ανθρώπινου βίου (αγώνας δρόμου, mea culpa) με μία έκφραση απογοήτευσης (τοξότης, το δείπνο, ανίατη νόσος, η απειρία των αριθμών, οι σύντροφοι).
 
Η έκφρασή της διαμορφώνει ένα εξομολογητικό ή/και στοχαστικό ύφος. Το πρωτοενικό ποιητικό υποκείμενο στην πραγματικότητα αποτελεί ένα θεατρικό καθρέφτη της εμπειρίας της ζωής. Έτσι, η ποιητική αφήγηση συνδυάζεται με το σκηνικό ψευδοδιάλογο (το Άλφα του Κενταύρου, απόδραση, ποινικός κώδικας, σύντομη ζωή), ενώ στην τρίπτυχη σύνθεση φώτο φινις αποκτά μορφή διαλογική.

Τα ρητορικά ερωτήματα στο τέλος συνθέσεων (η συνταγή, αντικατοπτρισμός) απευθύνονται άμεσα στην ψυχή του αναγνώστη/ακροατή ως δραματικό κοινό των αναζητήσεών της, ενώ το πρώτο πληθυντικό γραμματικό πρόσωπο μέσα από τη συλλογική του διάσταση (δρομολόγιο, η κηδεία) ενισχύει τη θεατρικότητα της ποίησής της.

Η έκφρασή της ξεχωρίζει με την εμπλουτισμένη λιτότητα. Θεμελιώνεται στην προφορικότητα με περιορισμένο αριθμό επιθέτων και την απόλυτη κυριαρχία ρημάτων σε κύριες ή δευτερεύουσες, σε υποτακτική ή οριστική έγκλιση· η εναλλαγή απλών προτάσεων με επαυξημένες (τυχαίο συμβάν) – χωρίς να απουσιάζουν οι ελλειπτικές (μικρή ελεγεία) – μέσα σε ένα πλαίσιο καθημερινού λόγου διαμορφώνει ένα οικείο γλωσσικό περιβάλλον που αγγίζει με αμεσότητα τον αναγνώστη.

Ο στίχος της θησαυρίζεται με μεταφορές (αγώνας δρόμου) και αντιθέσεις (Δούρειος Ίππος) ή παρομοιώσεις (απογραφή, Δούρειος Ίππος, Αλκατράζ, mea culpa, ο ερωτευμένος άνδρας και ο ιαγουάρος). Το ασύνδετο σχήμα (η διαδρομή, η κηδεία, η απειρία των αριθμών, κατ’ εικόνα) και οι επαναλήψεις (απόδραση, σύντομη ζωή, το επώνυμο) ενισχύουν τη συναισθηματική ένταση.

Ωστόσο, η ποιητική ένταση παραμένει πάντα ελεγχόμενη· αποφεύγονται οι συναισθηματικές εξάρσεις, καθώς ακόμα κι όταν εντοπίζονται στο τέλος – συνήθως – των ποιημάτων μετριάζονται με στιχουργική ψυχραιμία. Με ειλικρίνεια η λογική και η ψυχραιμία κατευνάζουν το συναίσθημα άλλοτε με υπαρξιακό ερώτημα (ανίατη νόσος, αδιανόητο, η απειρία των αριθμών) κι ενίοτε με μία εμπειρική διαπίστωση (Αλκατράζ, δρομολόγιο, απόδραση, η κηδεία) ή στοχαστική διάθεση (τοξότης, σύντομη ζωή, ευγνωμοσύνη, απογραφή).
 
Αν και η Φουντέα – Σκλαβούνου δύσκολα θα μπορούσε να ενταχθεί στην ποίηση της αγανάκτησης, λόγω της προσωποκεντρικής υπαρξιακής διάστασης της ποιητικής της, εντούτοις η γενικότερη μελαγχολία που εμποτίζει τις συνθέσεις της αγγίζει το ευρύτερο κοινωνικό συναίσθημα. Ο ατομοκεντρισμός της όμως δεν μοιάζει με την ποίηση του ιδιωτικού οράματος. Με αφετηρία την κοινωνική εμπειρία οδηγείται σε μία πανανθρώπινη διαπίστωση, μακριά από το ίδιο το άτομο, που προσεγγίζεται ως μέρος ενός ευρύτερου συνόλου.

Το βιβλίο