Το νέο μυθιστόρημα του Μιχάλη Μπουναρτζίδη, «Η περιπλάνηση ενός βιολιού» (Κέδρος, 2015), ταξιδεύει τον αναγνώστη στις πιο άγριες εποχές της μεσοπολεμικής Ευρώπης, σε εποχές ανατροπών. Ο Μπουναρτζίδης αποκαλύπτει την άλλη εικόνα της ηπείρου μακράν της εικόνας της belle époque και της μποέμικης διασκέδασης. Αντίθετα, μας ταξιδεύει στην Ευρώπη των ανατροπών, των ένοπλων συγκρούσεων, επαναστάσεων κι εμφυλίων.

Ads

Ο συγγραφέας σε αντίθεση με τους περισσότερους ομοτέχνους του προτίμησε να ασχοληθεί με τα πεδία των αιματηρών συγκρούσεων τριών ιδεολογιών που ευελπιστούσαν να αλλάξουν τον κόσμο, ή έτσι διέδιδαν: τον υπαρκτό σοσιαλισμό, την αναρχία και τον εθνικοσοσιαλισμό όταν ακόμα γεννιόταν. Δίνει μία εικόνα τόσο των συγκρούσεων των επαναστατικών δυνάμεων της εποχής όσο και της ανάδυσης των πλέον αντιδραστικών και ρατσιστικών ιδεολογιών που γέννησε ο Μεσοπόλεμος, όπως αυτές καθρεφτίζονταν στη συμμετοχή τους στον Ισπανικό Εμφύλιο.

image

Το βιβλίο μας ταξιδεύει από την πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη της απελευθέρωσης μέχρι την επίσημη συμμετοχή στον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο αναβιώνει μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος. Ο συγγραφέας καταθέτει με ρεαλισμό τη δική του εικόνα για τις πρώτες δυσκολίες της προσφυγιάς και το στήσιμο των Δυτικών Συνοικιών, την κοινωνική όψη της Σαλονίκης με τις τόσες διαφορετικές ράτσες που συνυπήρχαν τόσο αρμονικά (σε πείσμα κάθε σύγχρονου ρατσιστή), τον πανικό και την αγωνία από την Μεγάλη Πυρκαγιά του 1917. Καταγράφει τις πρώτες πολιτικές αντιθέσεις που εμφανίζονται στην απελευθερωμένη Θεσσαλονίκη.

Ads

Και φυσικά δε λείπουν οι άμεσες αναφορές στη δυτική επέμβαση -με την ελληνική συμμετοχή- για ανατροπή του Λένιν και της επανάστασης των Μπολσεβίκων, μία ιστορία που τόσο εύκολα προσπερνούν οι σύγχρονοι μυθιστορηματογράφοι. Και αναλόγως δεν ξεχνά τις αυτομολήσεις Ελλήνων που εγκατέλειψαν τα στρατεύματα της Αντάντ και τάχθηκαν στο πλευρό του Κόκκινου Στρατού. Επρόκειτο, άλλωστε, για μία καθαρά ιμπεριαλιστική επέμβαση που εξυπηρετούσε μόνο τους Δυτικούς και έδειχνε τόσο ξένη στους Έλληνες στρατιώτες που κλήθηκαν να πολεμήσουν σε αφιλόξενους τόπους, μακριά από τον δικό τους.
 
Βέβαια, ιδιαίτερη σημασία σε ένα μυθιστόρημα που επενδύει στα ιδεολογικά αδιέξοδα, τα γεγονότα που με τον ένα ή άλλο τρόπο διαμόρφωσαν τη σύγχρονη Ευρώπη και τις ενδοεπαναστατικές έριδες -στην Ισπανία και την μετεπεναστατική Ρωσία- έχει η αφηγηματική ροή που προχωρά γίνεται με κινηματογραφική ροή. Τα περιγραφικά του πλάνα θυμίζουν σκηνές της μεγάλης οθόνης· λεπτομέρεια φωτογραφική με κινηματογραφική προσέγγιση  που όμως δεν αποσπά την προσοχή του αναγνώστη από τα σημαντικά. Ακόμα και η ίδια η περιγραφή του χώρου συνδέεται άμεσα με τη δράση ή την ψυχολογία του ήρωα.

Αξίζει να υπογραμμίσουμε πως πολύ συχνά ο συγγραφέας αξιοποιεί τη δύναμη της προοικονομίας και του προϊδεασμού συνδέοντας έτσι το πλούσιο υλικό και διατηρώντας την αγωνία του αναγνώστη αμείωτη ως το τέλος. Με την προοικονομία σε χαρακτηριστικά σημεία προετοιμάζει, δίχως να γίνεται φανερό, την εξέλιξη του μύθου ώστε να μη φαντάζει η πλοκή αταίριαστη. Με τον προϊδεασμό, μία φράση, μία λέξη διαμορφώνει το νέο πλαίσιο στο οποίο θα αναφερθεί παρακάτω ο συγγραφέας καθιστώντας το γνωστό στον αναγνώστη ως στοιχείο, αλλά συντηρώντας την αγωνία του για το τι έγινε στο παρελθόν και τι θα γίνει στο μέλλον μέσα στην αβέβαιη εποχή (πχ οι πρώτες αναφορές στην Ουκρανία ή το Βερολίνο του Θωμά και του Μαξίμ, που όμως θα αφηγηθούν πολύ αργότερα).

Παράλληλα, ο Μπουναρτζίδης αξιοποιεί με μαεστρία τη δυναμική της αφηγηματικής επιβράδυνσης, εντείνοντας την αγωνία του κοινού. Επιβραδύνει την εξέλιξη του μύθου άλλοτε με τις χρονικές ανακολουθίες, την αναδρομική αφήγηση με εγκιβωτισμούς ή με συμβάντα του παρόντος. Την ίδια στιγμή οι συνεχείς ανατροπές αλλάζουν τα συναισθήματα του αναγνώστη τροφοδοτώντας εκ νέου την αγωνία του για το μέλλον των ηρώων, δεδομένου ότι γνωρίζουμε -στον ένα ή άλλο βαθμό- την ιστορική εξέλιξη.

Μα ο συγγραφέας δε θέλει να κάνει ένα ακόμα μάθημα ιστορίας. Όπως είπαμε ο χώρος και τα ιστορικά γεγονότα αξιοποιούνται για να εκφράσει τις δικές του αγωνίες ο Μπουναρτζίδης για τα αδιέξοδα μιας εποχής ανατροπών και συγκρούσεων. Η εναλλαγή των αφηγηματικών προσώπων και η ποικιλία στην εστίαση αναδεικνύουν τη δύναμη της πένας του Μιχάλη. Εκμεταλλεύεται τούτη τη γνώση για να προσπεράσει γρήγορα γεγονότα -σημαντικά συχνά-, και του δίνεται η ευκαιρία να επικεντρωθεί ακριβώς στις πολιτικοϊδεολογικές αντιθέσεις της εποχής και την ψυχολογία των ηρώων του. Άλλωστε, αυτό που τόσο συγκλονίζει στη ζωντανή αφήγηση είναι ακριβώς η διατήρηση του πνεύματος της εποχής και των τότε κυρίαρχων συναισθημάτων (μίσος, αποκτήνωση, απ’ τον πόλεμο, εκδικητικότητα κλπ).
 
Και ίσως έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι στο μυθιστόρημα εκφράζονται με τρόπο συναισθηματικό και μυθιστορηματικό οι βαθύτερες αριστερές αγωνίες για το δρόμο που οδηγεί τελικά στο όραμα της ισότητας και της ελευθερίας. Η πίστη και το επαναστατικό/τρομοκρατικό αίμα αποδεικνύεται ότι δεν είναι αρκετά. Είναι τόσα τα ιστορικά διδάγματα, τόσες οι συνωμοσίες για τον έλεγχο της εξουσίας κι οι εσωτερικές έριδες που τελικά χαρίζουν τη νίκη στο φασισμό και την απολυταρχία της όποιας νομενκλατούρας διαμορφώνοντας μία πανίσχυρη γραφειοκρατική διαμεσολάβηση.

Και ο Μπουναρτζίδης προσπαθεί να αφουγκραστεί τις διδαχές της επαναστατικής ιστορίας μέσα από την αναλογία της επανάληψης των γεγονότων ανάμεσα στις δύο -τόσο διαφορετικές- χώρες, την Ισπανία και τη Ρωσία. Είναι βέβαια και η μοίρα του τροτσικιστή να κινείται ανάμεσα στον κομμουνισμό και την αναρχία, μεταξύ επανάστασης κι εξέγερσης, πολέμου κι αντάρτικου. Τα ίδια λάθη, οι ίδιες καταστάσεις φαντάζουν σαν τη διαχρονική ηχώ του θουκυδίδειου μηνύματος ότι θα είναι “ίδια για πάντα τα πράγματα, αν δεν αλλάξουν οι άνθρωποι και δε διδαχθούν από την ιστορία”.

Το βιβλίο