Σύμφωνα με τους Lakoff & Johnson (1999) η εννοιακή μεταφορά είναι ο μηχανισμός που επιτρέπει την πρόσβαση σε μια αφηρημένη έννοια (υποκειμενική εμπειρία) μέσω μιας απτής και συγκεκριμένης (αισθησιοκινητικής εμπειρίας), ενώ η γλώσσα αντανακλά απλώς τη σύλληψη του αφηρημένου μέσω του συγκεκριμένου.

Ads

Η εξέλιξη της ποίησης στη μεταμοντέρνα περίοδο έχει να επιδείξει τον δυναμικό μετασχηματισμό της μεταφοράς, ως σχήμα λόγου, και την ένταξή της στη στιχουργική έκφραση με αμφίσημο περιεχόμενο, διατηρώντας μια λυρική ή εικαστική ισχύ. Ωστόσο, σε αντίθεση με την μοντερνιστική “βιομηχανία” ερμηνευτών, η “ποίηση της αγανάκτησης” αρνείται κάθε κρυπτικό χαρακτήρα.

Η ποιητική μεταφορά όχι μόνο μετασχηματίζει νοηματικά το περιεχόμενο, μα προσδίδει και ένα δεύτερο συχνά μήνυμα -ειρωνικό ή δηκτικό- στο πλαίσιο της αλληγορίας. Έτσι, προσέφερε μία διέξοδο στο εκφραστικό τέλμα που είχε επιφέρει η κυριαρχία της αφηγηματικής πρόζας τις προηγούμενες δεκαετίες και με τον καιρό οδήγησε σε μία περιχαρακωμένη και δυσνόητη γραφή. Ο μεταφορικός λόγος απέκτησε χαρακτηριστικά συμβολισμού, εύληπτου, άμεσου μηνύματος προς το κοινό, ενσωματώνοντας τα τελευταία χρόνια τις κοινωνιοϋπαρξιακές αναζητήσεις που έφεραν οι ανατροπές του ΚΑ’ αιώνα.

Ας μην παραβλέπουμε πως η μεταφορά ως ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης και σκέψης δομεί μια σειρά λογιστικών διαδικασιών με αλληλεπίδραση στο συναίσθημα και στις αισθήσεις όταν εικονοποιεί. Προξενεί, λοιπόν, μία μετακίνηση από το γλωσσικό στο νοηματικό, ξεπερνώντας το απλό σχήμα λόγου που ερευνούσαν παλιότερα γλωσσολόγοι και κριτικοί ή φιλόλογοι.

Ads

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Νίκου Πουλινάκη («τράπεζα φιλάσθενης νοσταλγίας», ΑΩ, 2017), ο οποίος ενσωματώνει στην ποιητική του έκφραση έναν πλούτο μεταφορών τόσο από την τραπεζική ορολογία όσο και από κοινωνικές παραστάσεις. Η ποιητική αναλογία αποδομεί το σύνηθες νοηματικό περιεχόμενο και το αναδομεί μέσα στο στιχουργικό πλαίσιο αξιοποιώντας το συναισθηματικό του βάρος.

Ειδικά, σε μία εποχή που η τραπεζική και οικονομική ορολογία έχει εισχωρήσει τόσο βαθιά στον καθημερινό λόγο, ήταν απλά ζήτημα χρόνου να μην αγγίξει και την ποιητική έκφραση. Απέναντι στην τραπεζική καταπίεση -που συνδέεται και με τα επαγγελματικά βιώματα του δημιουργού- εκείνος ιδρύει τη δικιά του λυρική τράπεζα, μολονότι είναι φιλάσθενη. Η γραφή του, συμβολική, βαραίνει από τη χρήση δυναμικών επιθέτων που όμως δεν αφήνουν το λόγο του να γίνει βερμπαλισμός.

Πλούσιες μεταφορές και παρομοιώσεις (ελπίδα, αφιέρωμα, εύθραυστη εξομολόγηση, καιροί, κάτι σαν) διαπνέουν τη στιχουργική του δημιουργώντας συχνά συνθέσεις που λειτουργούν ως ολόκληρες παρομοιώσεις (κάτι σαν, τράπεζα φιλάσθενης νοσταλγίας, χρέος, τιμή ευκαιρίας, ολοφυρμός, εύθραυστη εξομολόγηση, αποκάλυψη). Ο Πουλινάκης μαγεύει τον αναγνώστη με τις γλωσσικές μετωνυμίες και ξαφνιάζει με την επίκληση του παραλόγου μέσα στον αλληγορικό λόγο διαμορφώνοντας δύο επίπεδα νοημάτων πάνω στην ποιητική ειρωνεία που ορίζει η διττότητα. Έτσι άλλοτε αποκτά μία κοινωνική διάσταση και άλλοτε πολιτική (κάτι σαν, χρέος, ολοφυρμός, ο καστανάς, ημερολόγιο, δίψα για ελπίδα) ή υπαρξιακή (φωνή στη σιγαλιά της νύχτας, αχρεωστήτως καταβληθέντα, αποκάλυψη).

Και η ποιητική αναλογία στηρίζεται τόσο σε σπάνιας ποιότητας μεταφορές ονοματικών συνόλων όσο και σε ολόκληρες περιόδους με αμφίσημη προσέγγιση (μορμολύκεια, καιροί, ένας λησμονημένος ήλιος, απειθάρχητες ανάσες, αποθρασυμένος) που δανείζονται μία δυναμική από τον υπερρεαλισμό και το εξπρεσιονιστικό παράλογο. Τούτη η μεταμοντέρνα ανοικείωση αφήνει ένα μειδίαμα και ένα στοχαστικό βάθος από το οποίο εξάγεται το αναδυόμενο συναίσθημα. Αναγκαίο όμως είναι να υπογραμμίσουμε και την ειρωνεία που αναδύεται μέσα από τον αμφίσημο λόγο (κάτι σαν, τράπεζα φιλάσθενη, νοσταλγίας, τιμή ευκαιρίας, χρέος), η οποία αφήνει ένα χαμόγελο στο κοινό ξαφνιάζοντάς το.

Η λυρική τούτη φροντίδα του λόγου ισορροπεί με την πεζή φόρμα και τις εκτεταμένες περιόδους. Και αξίζει να τονίσουμε πως η πεζοποίηση του Πουλινάκη δεν αποτελεί απλά μία στιχουργική ιδιορρυθμία. Αντίθετα, είναι η φόρμα που ενδείκνυται για την ποιητική έκφραση του δημιουργού. Είναι χαρακτηριστική, λοιπόν, η μακροπερίοδος έκφραση του ποιητή που εμπλουτισμένη με μεταφορές και λυρικά στοιχεία “βαραίνει”. Ωστόσο, βρίσκει μία σπάνια αρμονία μέσα στην πεζοποιητική φόρμα δίχως να χάνει τον “στιχουργικό” ρυθμό ή την συναισθηματική ένταση.

Έτσι, η στιχουργία του ισορροπεί με τη λυρική έκφραση και το εμπλουτισμένο και αλληγορικό ή μεταφορικό περιεχόμενο. Για αυτό όμως το λόγο και η πεζοποίηση του Πουλινάκη ενδείκνυται για ανάγνωση και όχι για ακρόαση. Ας μην ξεχνάμε ότι η ποίηση είναι ηχητική/ακουστική τέχνη. Τα συμπυκνωμένα με μεταφορές νοήματα στις μεγάλες περιόδους δυσκολεύουν την ακουστική πρόσληψη της ποιητικής του.
Την ίδια όμως στιγμή η αυθόρμητη εικονοποιία που γεννιέται από την αλληγορική γραφή εμπλουτίζει αισθητικά τη “στιχουργική” του Πουλινάκη. Εικόνες προερχόμενες από κοινωνικές παραστάσεις (εγχείρημα, τιμή ευκαιρίας, μορμολύκεια) συνδέονται με φυσιολατρικές αντανακλάσεις (φωνή στη σιγαλιά της νύχτας, τιμή ευκαιρίας, νύχτα δίχως συντηρητικά, καιροί, ιθύνων νους, αφιέρωμα), που προσδίδουν μία ρομαντική διάθεση (εξόριστος χρησμός, διανυκτερεύον μήνυμα, εύθραυστη εξομολόγηση), η οποία αποκτά και στοχαστικές απολήξεις (εγχείρημα, αφιέρωμα, αποθρασυμένος).

Η ποίηση υφαίνει πρωτότυπες λεκτικές αναλογίες γεμάτες συμβολισμούς και εικόνες καθιστώντας την ποιητική εμπειρία ένα γλωσσικό καταφύγιο με άμεσο όφελος για τη συνειδητοποίηση της δυναμικής της γλώσσας. Σαν αμόνι η ποίηση σφυρηλατεί νέες γλωσσικές προσλήψεις εμπλουτίζοντας τον λόγο ως διέξοδο απέναντι στο εκφραστικό τέλμα. Αμόνι που αδιάλλακτα μπορεί να συγκρουστεί με το περιορισμένο λεξιλόγιο και την εκφραστική τυποποίηση. Και αυτές ακριβώς τις αρχές υπηρετεί και ο Νίκος Πουλινάκης.