«Οι ποιητές είναι άνεργοι στις κοινωνίες μας, κανένας δεν αγοράζει τις δουλειές τους. Δεν υπάρχει καμία ζήτηση για τους ποιητές στην αγορά, ακόμα και στην αγορά των βιβλίων. Αυτή η πραγματικότητα κάνει τους ποιητές ταυτόχρονα ανίσχυρους και ισχυρούς». Συνέντευξη στον Αντρέα Πολυκάρπου

Ads

 

Ο Μεχμέτ Γιασίν (Mehmet Yaşın), γεννημένος στη Λευκωσία της Κύπρου το 1958, είναι ίσως ο πιο ευρέως γνωστός και ο πιο καταξιωμένος διεθνώς Τουρκοκύπριος ποιητής της «γενιάς του 1974», χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται – χρονολογικά – απόλυτα μαζί της.

Ταυτόχρονα θεωρείται και ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Τουρκόφωνους ποιητές (όρο που άλλωστε καθιέρωσε εν πολλοίς ο ίδιος) και, ως εκ τούτου, το έργο του κατόρθωσε να βρει την οργανική του θέση στην τουρκική λογοτεχνική «γενιά του ’80», το έργο και τις αναζητήσεις της οποίας σε μεγάλο βαθμό επηρέασε και συνδιαμόρφωσε μέσα από το έργο του, τόσο το ποιητικό όσο και το κριτικό.

Ads

image

 
Η ιστορία του και η ιστορία της κοσμοπολίτικης οικογένειάς του σφραγίστηκαν από τις διακοινοτικές συγκρούσεις που στιγμάτισαν και την ίδια την ιστορία της Μεγαλονήσου. Όπως είναι λογικό, τα γεγονότα αυτά, άλλα σε μικρότερο και άλλα σε μεγαλύτερο βαθμό, έχουν αφήσει αναπόφευκτα  το σημάδι τους στην ποίηση του Μεχμέτ Γιασίν. Η προβληματική του επί του Κυπριακού ζητήματος και των προεκτάσεων του (τόσο των πολιτικών όσο και των καθαρά ανθρώπινων) καταλαμβάνει ένα σημαντικό μέρος του έργου του.

 

Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του Άγγελοι Εκδικητές που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Vakxikon.gr, σε Ελλάδα και Κύπρο, ο ποιητής μίλησε σ’ εμάς για την ποιητική του δουλειά και για την ποίηση εν γένει εισχωρώντας λεκτικά μέσα στις έννοιες της ταυτότητας, της θρησκείας και της κοινωνικότητας του συγχρονου ανθρώπου. Πολυμεταφρασμένος, πολυβραβευμένος μα ακόμα ανθρώπινος σε έναν κόσμο που αλλάζει διαρκώς αφαιρώντας από τον άνθρωπο την ικανότητα του να επικοινωνεί με την κοινωνία. Ο ποιητής καλείται μέσα από τις λέξεις να βρει τρόπο να έρθει σε μέθεξη με τους ανθρώπους πέρα από τα πολιτικά- κρατικά σύνορα εισβάλλοντας στο δικό μας προσωπικό χώρο. Ο ποιητής – εν γένει- ίσως να έχει πατρίδα, η ποίηση, όμως, είναι μια γλώσσα προσφυγική που ταξιδεύει στα κύματα των θαλασσών και των ωκεανών ζητώντας άσυλο (όχι πολιτικό αλλά κοινωνικό ) σε μια στείρα πραγματικότητα που καλύπτει κάθε εκδοχή της ζωής μας. 

 

Νιώθετε να έρχεστε αντιμέτωπος με την ταυτότητα της Κύπρου μέσα στην ποίηση σας; Τι είναι για σας αυτό το νησί; Μεταξύ Ελληνοκύπριου και Τουρκοκύπριου υπάρχει μια ταυτότητα που καλύπτει τις διαφορές;
 

Δεν είμαι οπαδός της πολιτικής ταυτότητας. Το βρίσκω πολύ προβληματικό ακόμα και στη πολυπολιτισμική του εκδοχή. Όπως είπα πριν πολλά- πολλά χρόνια σε ένα αθηναίο δημοσιογράφο, η μόνη έλξη της καλούμενης κυπριακής ταυτότητας ίσως είναι η υβριδικότητα και η αβεβαιότητα της. Εννοώ ότι είναι μια απροσδιόριστη ταυτότητα στα χρόνια των μοντέρνων κρατών- εθνών και γι’ αυτό είναι κάπως έξω από την εθνοκεντρική ταυτότητα.  Σίγουρα η λογοτεχνική μου δουλειά- όχι μόνο τα ποιήματα και τα μυθιστορήματα, αλλά οι ανθολογίες μου στην κυπριακή ποίηση και κουλτούρα μπορούν να διαβαστούν στη γραμμή μιας κοινής κυπριακής ταυτότητας.  Γι’ αυτό πρέπει να αποδομώ συνεχώς τη λογοτεχνική μου δουλειά προκειμένου να αποφεύγω  να κατηγοριοποιούμαι στη δικοινοτική, κυπριακή ταυτότητα.  Βασικά δεν εμπιστεύομαι ούτε την κυπριακή ταυτότητα ούτε τη δικοινοτική. Γιατί πρέπει να μιλάμε μόνο για Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους λες και είναι εντελώς διαχωρισμένοι οι μεν από του δε; Δεν είναι μήπως- οι δύο αυτές κοινότητες-  υβριδικές σε πολλές τους πτυχές; Και τι γίνεται με τους Μαρωνίτες, τους Λατίνους, τους Αρμένιους και τις τόσες διαφορετικές, πρόσφατες Σλάβικες, Αραβικές, Ινδικές, Νοτιοασιάτικες μειονότητες της Κύπρου; Η βασική ερώτηση για μένα αφορά  στο ποιο είναι το νόημα σε όλα αυτά για τη λογοτεχνική δημιουργικότητα αλλά και για τις δικές μου ποιητικές πηγές και εμπνεύσεις…

 

Μπορεί η τέχνη να κλείσει τις πληγές των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο;
 

Λοιπόν, αυτή είναι η ελπίδα ότι η τέχνη θα είναι χρήσιμη να αντιμετωπίσει τις τραυματικές καταστάσεις της χώρας. Αλλά εγώ αμφιβάλλω. Συνεχίζω να γράφω από την παιδική μου ηλικία. Θεράπευσα, μήπως, τα δικά μου τραύματα; Δεν το νομίζω. Απλά έμαθα να διασκεδάζω τα τραύματα μου προκειμένου να είμαι ικανός να ζω με αυτά.    

 

Πιστεύετε ότι ακολουθείτε το δρόμο του Ν. Χικμέτ; Ένας κοσμοπολίτης ποιητικά άνθρωπος διωγμένος από την Τουρκία. 
 

Ο Ναζίμ Χικμέτ ήταν αντίθετος από τον κοσμοπολιτισμό με την έννοια που χρησιμοποιούμε σήμερα τον όρο. Πίστευε στο διεθνισμό. Όταν ήμουν νεαρός πήρα συνέντευξη από το γιο του Ναζίμ Χικμέτ ο οποίος ήταν επίσης ένας σημαντικό κριτικός της ποίησης και εκδότης. Βασικά πολλά χρόνια μετά έγινε ο εκδότης μου. Θαύμαζε τα ποιήματα μου αλλά δεν του άρεσε ο κοσμοπολιτισμός μου, εννοώντας τη χρήση ελληνικών και αγγλικών φράσεων, των ελληνικών και λεβαντίνικων πολιτιστικών αναφορών. Όταν του πήρα συνέντευξη αναστατώθηκε σχετικά με την ερώτηση μου αναφορικά με τον κοσμοπολιτισμό του Ναζίμ Χικμέτ. Τον απέρριψε. Σαν όλους τους σοσιαλιστές του παλιού καιρού πίστευε ότι ο σοσιαλισμός και ο εθνικισμός πρέπει να συνταιριάζονται αν αυτό ήταν δυνατό.  Γι’ αυτούς, ο κοσμοπολιτισμός ήταν ένα εργαλείο του ιμπεριαλισμού, που χρησιμοποιούσε τις Λεβαντίνικες, τις Ελληνικές και τις Εβραϊκές υβριδικές μειονότητες για να ελέγξει τα εθνικά συμφέροντα της Τουρκίας. Είναι τόσο ειρωνικό, αλλά μετά το θάνατο του, η λογοτεχνική ανθολογία μου- που ήταν μέρος της διδακτορικής μου διατριβής- και αφορούσε τα 3000 χρόνια κοσμοπολίτικης κυπριακής ποίησης απέσπασε το βραβείο «Λογοτεχνικών σπουδών και κριτικής» στην Κωνσταντινούπολη το οποίο καθιερώθηκε στο όνομα του και στη μνήμη του.

 

Ποιές εικόνες κρατάτε μέσα σας από τη ζωή σας; Ποιές εικόνες με άλλα λόγια εφορμούν στη γραφή σας;
 

Δύσκολο να δώσω μια συγκεκριμένη απάντηση. Εξαρτάται, επίσης, πώς ένα αναγνώστης διαβάζει τη δουλειά μου. Δίνω σημασία στις προσωπικές εμπειρίες στην ποίηση. Όσον αφορά τον εαυτό μου πιθανώς να αμφισβητώ καθορισμένες αντιλήψεις και έννοιες όπως έθνος, μητέρα πατρίδα, μητρική γλώσσα, σεξουαλικό φύλο, θρησκευτικές αναφορές, καθιερωμένες ποιητικές γλώσσες, στυλ και φόρμες στην Τουρκία κλπ. Τα ποιήματα μου συνήθως κινούνται, αλλάζουν με ένα απροσδόκητο τρόπο από τη μια γραμμή στην άλλη. Κάποιος μπορεί να δει διαφορετικούς συνδυασμούς διαφορετικών προσεγγίσεων και παραδόσεων μέσα στην ποίηση μου. Μέσα στην ποιητική μου φωνή μιλά η προσωπική ζωή ενός ατόμου που σχετίζεται με πολλές χώρες και κουλτούρες.   Ίσως αυτός είναι ένας από τους λόγους που τα ποιήματα μου μεταφράζονται ευρέως. Έστω κι αν εκπλήσσομαι από αυτές τις ευρείες μεταφράσεις και εκδόσεις ειδικότερα στην Ευρώπη, αλλά και στην Κίνα και στη Λατινική Αμερική επίσης.  Κάποιος Τούρκος κριτικός έγραψε ένα άρθρο πρόσφατα διερωτώμενος γιατί τα ποιήματα μου μεταφράζονται περισσότερο από τους άλλους Τούρκους ποιητές της γενιάς μου στην Τουρκία. 

 

Διαβάζοντας τα ποιήματα σας αντιλαμβάνεται κάποιος ότι έχουν μεγάλη διαχρονική χροιά. Παραδείγματος χάρη το ποίημα « Χωρίς Ιθάκη» δημιουργεί εικόνες από τα σύγχρονα ναυάγια των προσφύγων στη Μεσόγειο. Ποια είναι, λοιπόν, η μοίρα του ποιητή σε έναν κόσμο που αλλάζει; 
 

Ίσως η ποίηση να λειτουργεί και με αυτόν τον τρόπο. Ο χρόνος, οι κοινωνικές συνθήκες και η γεωγραφία έχουν αλλάξει και το ίδιο ποίημα μπορεί να διαβάζεται με διαφορετικό τρόπο. Αλλά μην μεγαλοποιείτε τη θέση και τη δύναμη του ποιητή και της ποίησης σ’ αυτόν τον κόσμο. Οι ποιητές είναι άνεργοι στις κοινωνίες μας, κανένας δεν αγοράζει τις δουλειές τους. Δεν υπάρχει καμία ζήτηση για τους ποιητές στην αγορά, ακόμα και στην αγορά των βιβλίων. Αυτή η πραγματικότητα κάνει τους ποιητές ταυτόχρονα ανίσχυρους και ισχυρούς.

 

Μπορεί ο κόσμος να ζήσει ποιητικά; Είναι η ποίηση το καταφύγιο του ανθρώπου; 
 

Λοιπόν, πιστεύω ότι ζω ποιητικά, τουλάχιστον προσπαθώ… Δεν αμφιβάλλω ότι η ποίηση αποτελεί ένα είδος καταφυγίου σ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά δεν μπορεί να προστατεύσει κάποιον που αναζητά περίθαλψη σ’ αυτό το καταφύγιο. Που θα μπορούσαμε να πάμε, ειδικότερα στις μέρες μας όταν ο κόσμος τρελαίνεται.; Η τέχνη, η λογοτεχνία και η ποίηση ίσως… Δραπετεύω με τους «Άγγελους Εκδικητές» όπως αν ήταν ένα καταφύγιο της παιδικής μου ηλικίας στο οποίο είμαι ακόμα μέσα.