Ο λόγος περί του κακού δεν είναι μια ακαδημαϊκή πραγματεία, όπως θα απαιτούσε ο θετικιστικός Λόγος΄ αφορά εμένα και κάθε Άλλον εντελώς προσωπικά. Μετά τη γραφή του κειμένου, δεν μπορώ να είμαι ο ίδιος με ό,τι ήμουν πριν, ενώ το ίδιο ισχύει για τον αναγνώστη. 

Ads

Ο Λόγος περί του κακού αποτελεί, για έναν συγγραφέα, μια πρόκληση και ένα στοίχημα. Το αντικείμενο της σκέψης και η ανάλυσή του δεν αποτελούν εδώ κάτι αδιάφορο για το υποκείμενο της γραφής και για τους αναγνώστες, γιατί τους αφορά άμεσα.

Το αντικείμενο είναι απέραντο και δείχνει διαρκώς νέες όψεις, ενώ η βιβλιογραφία είναι απεριόριστη.

Ο λόγος περί του κακού δεν είναι μια ακαδημαϊκή πραγματεία, όπως θα απαιτούσε ο θετικιστικός Λόγος΄ αφορά εμένα και κάθε Άλλον εντελώς προσωπικά.
Μετά τη γραφή του κειμένου, δεν μπορώ να είμαι ο ίδιος με ό,τι ήμουν πριν, ενώ το ίδιο ισχύει για τον αναγνώστη.

Ads

Επέλεξα συνειδητά να περιορίσω το αντικείμενο σε ό,τι θεώρησα σημαντικότερο για τον δικό μου προβληματισμό, πρακτικά και θεωρητικά.

Κατόπιν έλαβα υπόψη μου τι θα έπρεπε ή θα μπορουσε να προβληματίσει το κοινό σήμερα. Προσπάθησα να εντοπίσω τα σημεία εκείνα που καθιστούν το κακό αντικείμενο της απώθησης, της απάρνησης ή της απόρριψης, και τα οποία το δικαιολογούν, το ωραιοποιούν και το λατρεύουν.

Το κακό είναι αυτό που αποτελεί σε όλους μας το πιο οικείο αλλά και το πιο ανοίκειο κομμάτι του εαυτού μας.

Το Πρώτο Μέρος αναφέρεται στη φιλοσοφική και θεολογική προσέγγιση του κακού από την Ύστερη Αρχαιότητα μέχρι τον Ύστερο Μεσαίωνα.
Εντοπίζει τις έννοιες που αποτελούν τον ορίζοντα για την κατανόηση των μορφών του.

Η θέληση, ο Νόμος, η Αγάπη και η Ελευθερία συγκροτούν εδώ τις συντεταγμένες του χώρου μέσα στον οποίο παίζεται το παίγνιο του ομιλούντος και επιθυμούντος όντος με τον πεπερασμένο και με τον άπειρο Άλλο.

Το Δεύτερο Μέρος επικεντρώνεται στο κορύφωμα της νεωτερικής κλασσικής φιλοσοφίας, στον γερμανικό ιδεαλισμό και στην υπέρβασή του.

Παρουσιάζονται τρία κλασικά κείμενα αναφορικά με το κακό: του Kant, του Schelling και του Kierkegaard , σε κριτικό διάλογο με τη σκέψη του Hegel.

Όλοι αυτοί οι στοχαστές διαλέγονται δε με τη θεολογία, συνεχίζοντας την αρχαία και τη μεσαιωνική παράδοση. Οι κεντρικές έννοιες είναι εδώ ο Νόμος, η Ελευθερία, το Υποκείμενο, η Ύπαρξη.

Το Τρίτο Μέρος εντοπίζεται στη θέση της ψυχανάλυσης αναφορικά με το κακό στην ύστερη νεωτερικότητα. Ο Freud μετέθεσε το κέντρο βάρους της συζήτησης στις έννοιες του Ασυνείδητου, των Ορμών και των Φαντασιώσεων. Ο Lacan, από την άλλη, ανέδειξε παραπέρα τη σημασία της Γλώσσας, του Άλλου, της Έλλειψης, της Επιθυμίας και του Πράγματος.

Το Τέταρτο Μέρος επιχειρεί τη σύνθεση των τεσσάρων Λόγων (Discours) οι οποίοι «συν-θέτουν» το κείμενο. Αποτελεί τη μορφή μιας «Com-position», όπως αυτή της μουσικής φούγκας με τέσσερις φωνές.

Οι επαναλήψεις είναι θεμελιακό στοιχείο και τελούνται συνειδητά. Οι τέσσερις Λόγοι είναι: η θεολογία, η πολιτική φιλοσοφία, η φιλοσοφία της ύπαρξης, η ψυχανάλυση. Η σύνθεση επικεντρώνεται στη σχέση ανάμεσα στα συναισθήματα, ιδιαίτερα το Άγχος, την Επιθυμία, τη θέληση και την Αγάπη.

Το Πέμπτο Μέρος αναφέρεται στην ανανέωση της θεολογίας του 20ού αιώνα και στον διάλογο ανάμεσα στην καθολική και την προτεσταντική θεολογία. Η συζήτηση διεξάγεται γύρω από τις έννοιες Δημιουργία, Λύτρωση, Αυτονομία και Ελευθερία, της σχέσης Αγάπης ανάμεσα στα πρόσωπα, το εσχατολογικό βασίλειο της Δικαιοσύνης και της Ειρήνης του Θεού.

Βασικό διακύβευμα είναι ο εντοπισμός του διαλεκτικού χαρακτήρα της σχέσης των υποκειμένων με την κοινωνία και την πολιτική, και η αντιμετώπιση του κακού στην ύστερη νεωτερικότητα.

Το Έκτο Μέρος, εντοπίζεται στο κακό μέσα στο πλαίσιο του Πολιτικού στον 20ό αιώνα. Το ανοίκειο χαρακτήρισε εδώ το Πολιτικό πρώτα με το Άουσβιτς και τα γκουλάγκ, αλλά η διάλυση των αξιών και των ταυτοτήτων που τα συνόδευσε υπάρχει και σήμερα με άλλο τρόπο, και συγκαλύπτεται από τις αυταπάτες της προόδου και του πολιτισμού.

Από τον πρόλογο του Θάνου Λίποβατς, στο βιβλίο Η απατηλή σαγήνη και η διαβρωτική βία του κακού, εκδ. Πόλις

image

Αποσπάσματα:

[…] Το υποκείμενο ως άτομο καλείται από τον απόλυτο Άλλο να εκτελέσει μια θεμελιακή επιλογή: να αντιμετωπίσει την περατότητα και την έλλειψη. Αλλά το πεπερασμένο υποκείμενο δεν μπορεί να το κάνει αυτό μέχρι τέλους, και έτσι καθίσταται ένοχο και υπόχρεο απέναντι στον Άλλο.

Η ενοχή και το χρέος είναι, έτσι, το ίδιον του ατόμου.

Το θεμελιακό, καταστατικό χρέος συνεπάγεται τότε, για το υποκείμενο, να αποκτήσει συνείδηση της περατότητάς του. Αυτό το χρέος είναι συμβολικής τάξεως, σε αντίθεση με την ενοχή, που είναι φαντασιακής φύσεως. (Ωστόσο, στα γαλλικά και στα γερμανικά κείμενα, αυτές οι δύο διαστάσεις συγχέονται συχνά μεταξύ τους.) Για τον Kierkegaard, σημαίνει ότι, στον βαθμό που επιλέγω τον εαυτό μου ως υπόχρεο, αναγνωρίζω το απόλυτο νόημα της ύπαρξής μου.

Το υποκείμενο όμως συγκαλύπτει την αναγνώριση της συμβολικής και της πραγματικής έλλειψης πίσω από την υποταγή στα ιδεώδη και τους διδασκάλους που τα ενσαρκώνουν, οι οποίοι έτσι έχουν υπερβεί δήθεν την περατότητα και την έλλειψη.

Δημιουργείται εδώ το ψευδές χρέος, η ενοχή, ως το αποτέλεσμα μιας απόφασης που ενέχει τον Ορθό Λόγο και την θέληση, αλλά γύρω από μια φαντασιακή έλλειψη. Γίνεται έτσι η πηγή του μίσους, του υπερ-εγώ, του ανταγωνισμού με τον Άλλο, και οδηγεί στη διακήρυξη μιας αυτοαναφορικής, ναρκισσιστικής αυτονομίας, στην οποία το υποκείμενο δεν φροντίζει να αναγνωρίσει την περατότητά του.

Το ψευδές χρέος, η ενοχή, είναι αρχικά συλλογική, όπως σε όλες τις πρωτόγονες, φυλετικές κοινότητες και ομάδες. Καταλήγει δε στη λογική του θύματος και της θυσίας: ένα μετωνυμικό κομμάτι του Όλου επωμίζεται το χρέος και το βάρος όλων και θυσιάζεται στον ψευδή Άλλο για να τον σαγηνεύσει.

Έτσι, ο κλειστός, φαντασιακός κύκλος της παραδοσιακής ζωής βρίσκει ξανά την ισορροπία του. Τούτος ο διαστροφικός μηχανισμός του θύματος – φετίχ οφείλει ακριβώς να αποκαλυφθεί ως τέτοιος: αυτός ήταν ο στόχος των προφητών στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη. Ο μηχανισμός του θύματος εξακολουθεί να υπάρχει, ωστόσο, και στη νεωτερική μορφή των θυμάτων της ιδεολογίας.

Η αλήθεια του θύματος οφείλει να διατυπωθεί μέσα από την αποκάλυψη της ασυνείδητης γνώσης περί αυτού, και εν συνεχεία να ανακοινωθεί ως συνειδητή γνώση σε όλους, ως κριτική των μύθων και της ιδεολογίας και ως πράξη που απορρέει από αυτήν.

Ο Ορθός Λόγος αναδύεται εδώ ως κριτική και προσφέρει το μέτρο, το κριτήριο, για να διαχωριστεί το καταστατικό χρέος από το ψευδές χρέος της ενοχής, καθώς και για να βρεθεί ο κατάλληλος τρόπος αντιμετώπισής τους. […]
 
(Κεφάλαιο Τέταρτο: Το χρέος. 1. Το χρέος και η ενοχή του Ατόμου)
 
[…] Για τον Kierkegaard, η ύπαρξη είναι μια «αντικειμενική αβεβαιότητα». Το υποκείμενο κατασκευάζει αρχικά μια ψευδή βεβαιότητα ως μια αφηρημένη υποκειμενικότητα, αγνοώντας κάθε αλλότητα και αλλονομία. Αισθάνεται έτσι, μπροστά σ’ έναν κύριο, έναν ψευδή Άλλο, μια ψευδή ενοχή, και κατατρύχεται από αμφιβολίες. Απορρίπτει δε ότι μια αληθής βεβαιότητα θα μπορούσε ν’ απορρέει από την αναγνώριση του θεμελιακού του χρέους, όπως και μια νέα γνώση.

Καταλήγει έτσι να αναπαράγει τις θυσίες συνέπεια της συνηθισμένης βεβαιότητας μέσα στην τρέχουσα καθημερινότητα. Το υποκείμενο παραμένει προσκολλημένο σ’ ένα ψευδές χρέος. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, το κακό δίνει στο χρέος αντικειμενικό χαρακτήρα, είναι το αίτιο του αληθούς χρέους.

Το κακό, σε αντίθεση με το καλό, δεν ενέχει μια δική του αλήθεια, είναι όμως κάτι το αντικειμενικά υπαρκτό (όχι με τη μυθική σημασία του δαίμονα).

Το καλό, ως η αλήθεια του απόλυτου, είναι για το πεπερασμένο υποκείμενο ο αληθής απόλυτος Άλλος, που το καλεί να αναπαραγάγει το ίδιο καλό: το άνοιγμά του απέναντι σε κάθε Άλλον.

Αντίθετα, το κακό είναι ένα κλείσιμο και η απόρριψη κάθε έργου και κάθε γνώσης του καλού. Το υποκείμενο καλείται να θέσει/παραγάγει το καλό και να το αντι-θέσει στο κακό΄ με αυτό τον τρόπο, δίνει έμμεσα μια «αλήθεια», έναν «λόγο ύπαρξης» στο κακό. […]
 
(Κεφάλαιο Τέταρτο: Το χρέος. 2. Το κακό)
 

Ο Θάνος Λίποβατς γεννήθηκε το 1943 στην Αθήνα όπου τελείωσε το Λεόντειο Λύκειο το 1960. Από το 1962 ακολούθησε σπουδές φυσικής επιστήμης στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Δυτ. Βερολίνου. Στη συνέχεια (1968-73) ακολούθησε σπουδές κοινωνιολογίας, οικονομίας και φιλοσοφίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και το 1973 πήρε το δίπλωμα Κοινωνιολογίας.

Την περίοδο 1973-78 ήταν επιστημονικός βοηθός (διδάσκων) στο Ινστιτούτο Κοινωνιολογίας του ιδίου Πανεπιστημίου και παράλληλα ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές ψυχολογίας. Το 1978-82 ήταν ερευνητής σε προγράμματα κοινωνιολογικής έρευνας στο Παρίσι και το 1979-81 επιστημονικός βοηθός στο τμήμα Ψυχανάλυσης στο Πανεπιστήμιο VIII (Vincennes- Saint Dennis) του Παρισιού.

Το 1981 υποστήριξε διδακτορική διατριβή στο τμήμα Φιλοσοφίας και Κοινωνιολογίας του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου (Dr. Phil.). Το 1982-87 δίδαξε ως επισκέπτης καθηγητής στο τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Όλντενμπουργκ. Το 1986 υποστήριξε υφηγεσία στο τμήμα Φιλοσοφίας και Κοινωνιολογίας του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου.

Τον Οκτώβριο του 1987 εκλέχθηκε αναπληρωτής καθηγητής στην έδρα πολιτικής ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και από το 1991 είναι τακτικός καθηγητής.

Έχει δημοσιεύσει βιβλία και πολλά άρθρα στα ελληνικά, γερμανικά, αγγλικά και γαλλικά και έχει δώσει σειρά διαλέξεων.

Επιστημονικά έργα: “Η απάρνηση του πολιτικού”, Αθήνα 1988· “Η ψυχοπαθολογία του πολιτικού”, Αθήνα 1990· “Ζητήματα πολιτικής ψυχολογίας”, Αθήνα 1991· “Δοκίμιο για την ιδεολογία” (μαζί με τον Ν. Δεμερτζή), Αθήνα, 1994· “Ενάντια στο ρεύμα: Για μια κοινωνία πολιτών”, Αθήνα 1995· “Ψυχανάλυση, φιλοσοφία, πολιτική κουλτούρα. Διαπλεκόμενα κείμενα”, Αθήνα 1996, “Δημοκρατικός Λόγος, Ψυχανάλυση, Μονοθεϊσμός”, 2001.. Επίσης, “Diskurs und Macht. J. Lacans Begriff des Diskurses”, Marburg, 1982· “Die Verleugnung des Politischen”, Berlin, 1986· “Politik des Psyche”, Wien, 1998, “Der Fortschritt in der Geitstigkeit und der Tod Gottes”, Wurzburg, 2005.