«Ακούστε με: δεν πρόκειται να σας διηγηθώ την συναρπαστική πλοκή του βιβλίου «Καπνισμένα ερείπια».  Εγώ το διάβασα δύο φορές. Και τις δυο φορές δεν μπορούσα να ξεκολλήσω. Όποιο τηλέφωνο ή οτιδήποτε άλλο με διέκοπτε από την ανάγνωση το καταριόμουν.  Γι’ αυτό τη δεύτερη φορά προτίμησα τα ξημερώματα και το μεσονύχτι.  Για να είμαι ήσυχος…».

Ads

Για το μυθιστόρημα του Βασίλη Κουνέλη «Καπνισμένα ερείπια», που κυκλοφόρησε πριν από μερικές ημέρες από τις εκδόσεις Καστανιώτη, μίλησε στις 10/ 12 μπροστά στο πολυπληθές ακροατήριο στο βιβλιοπωλείο «Ευριπίδης στη Στοά», στο Χαλάνδρι, ο Βασίλης Βασιλικός.

«Πρόκειται για το δεύτερο πεζογραφικό βιβλίο του συγγραφέα» παρατήρησε ο ομιλητής: «Το πρώτο είναι ο “Νοματαίος” και κυκλοφόρησε το 2011. Με τα “Καπνισμένα ερείπια”, ο Κουνέλης εντάσσεται στην ακολουθία των νεότερων πεζογράφων οι οποίοι αποφεύγουν την ομφαλοσκόπηση και στρέφονται στον κοινωνικό τους περίγυρο, βασισμένοι σε έναν ρεαλισμό που δεν ταυτίζεται με την ηθογραφία, χωρίς όμως να ακολουθεί και τη μεταμοντέρνα οδό.

Αντλώντας από τη δικηγορική του εμπειρία, η οποία αποτελεί τεράστια δεξαμενή, ο Κουνέλης αναπτύσσει τη δράση του με κέντρο αναφοράς μια τρομοκρατική οργάνωση, την “Οργάνωση των Οκτώ”. Προτού, όμως, καταπιαστεί με το κυρίως θέμα της, η αφήγηση ξανατρέχει στα παιδικά και τα εφηβικά χρόνια του πρωταγωνιστή, του Ηρακλή, σε ένα άχαρο νησί του Αργοσαρωνικού. Δύο τραύματα σημαδεύουν αυτή την περίοδο της ζωής του: το ένα είναι το ότι κάποιοι ρίχνουν στη θάλασσα το ποδήλατο του ταχυδρομικού πατέρα του. Το άλλο έχει να κάνει με έναν νεανικό έρωτα.

Ads

Και τα δύο πλήγματα θα μπορούσε να ξεπεραστούν αν δεν μεσολαβούσε ένα τρίτο γεγονός, που είναι ο βιασμός της μητέρας του (μιας μάνας με τρία ορφανά) από τον τοπικό αστυνομικό. Ο Ηρακλής στήνει ενέδρα στον αστυνομικό και τον σκοτώνει. Είναι πλέον ένα τραύμα της μετεφηβικής ηλικίας που δεν θα επουλωθεί ποτέ και αυτή την εξέλιξη παρακολουθεί το μυθιστόρημα».

«Η καλή πεζογραφία φτιάχνεται από λεπτομέρειες» συνέχισε ο Β. Βασιλικός για να προσθέσει: «Ακούστε με: δεν πρόκειται να σας διηγηθώ την συναρπαστική πλοκή του βιβλίου.  Εγώ το διάβασα δύο φορές. Και τις δυο φορές δεν μπορούσα να ξεκολλήσω. Όποιο τηλέφωνο ή οτιδήποτε άλλο με διέκοπτε από την ανάγνωση το καταριόμουν.  Γι’ αυτό τη δεύτερη φορά προτίμησα τα ξημερώματα και το μεσονύχτι.  Για να είμαι ήσυχος…».

Ο Κουνέλης δεν θέλει να κλείσει το μάτι στη “17 Νοέμβρη” ούτε επιτρέπει στον εαυτό του προχειρότητες και ευκολίες. Εκείνο που πρωτίστως τον απασχολεί είναι το ερώτημα του με ποιο δικαίωμα κάποιος που δεν είναι δολοφόνος αφαιρεί τη ζωή κάποιου άλλου. Σημειωτέον ότι ο Ηρακλής αρχίζει να μαθαίνει βιολί, προτού να ενταχθεί στην τρομοκρατική οργάνωση και θριαμβεύει στις εξετάσεις. Ακολουθεί η ένοπλη δράση: ληστεία τράπεζας με φόνο και πολλές ακόμα δολοφονίες στις οποίες ο συγγραφέας δεν αναφέρεται λεπτομερειακά. Ο δικηγόρος του Ηρακλή συνδέεται μαζί του, πέρα από την επαγγελματική τους σχέση, και με άλλα, πολύ κρίσιμα νήματα: έχει μάθει βιολί με τον ίδιο δάσκαλο, ανήκει στην ίδια πολιτική παράταξη μαζί του και αγαπούν αμφότεροι την ίδια γυναίκα. Τους ενώνουν η μουσική, η πολιτική και ο έρωτας.Ο Κουνέλης αγαπάει τις γυναίκες, γράφει με ξεχωριστή ζωντάνια και υπηρετεί το είδος που λέγεται μυθιστόρημα με απόλυτη συνέπεια: επινοεί μύθο με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης (δηλαδή δεν λέει ψέματα) και ξετυλίγει γύρω του μια σημαντική ιστορία».

«Η γραμμή που διατρέχει το βιβλίο μου» είπε από τη μεριά του ο Β. Κουνέλης «είναι το πώς προχωρεί κανείς σε κάτι χωρίς να προϋπάρχει κάποιο σχέδιο. Το μεγαλύτερο πρόβλημα (κατασκευαστικού τύπου) ήταν βέβαια ο κεντρικός χαρακτήρας: το πώς να ταυτιστώ με ένα πρόσωπο που έχει σκοτώσει, το πώς να προσπαθήσω να εννοήσω και να καταλάβω τον ήρωα, παίρνοντας ταυτόχρονα όλες τις αναγκαίες αποστάσεις. Κι ο δικηγόρος-αφηγητής λειτουργεί εν προκειμένω ως δίαυλος».

Κατά της διάρκεια της εκδήλωσης έπαιξε βιολί ο Βασίλης Σούκας, ενώ αποσπάσματα από το βιβλίο διάβασε η ηθοποιός Νερίνα Ζάρπα.