Ένας δολοφόνος που εξομολογείται, ένας χασάπης που μορφώνεται ακατάπαυστα, μια παρέα από επιδειξιομανείς παντογνώστες σε ατέρμονες συζητήσεις, ο φύλακας του χρόνου και το ταξίδι στη γενέτειρά του για το μνημόσυνο ενός φίλου οδηγούν τον πρωταγωνιστή σ’ ένα οδυνηρό συμπέρασμα. Περιπλανώμενος στους δρόμους της πόλης του, ο ήρωας αναβιώνει το παρελθόν του. Ξεκινά τότε ένα δεύτερο ταξίδι, στις αναμνήσεις του. Δύο παράλληλα ταξίδια τον ίδιο σκοπό: ένα μνημόσυνο. Το μνημόσυνο του Παναγιώτη Κωνσταντόπουλου είναι μια ιστορία τεσσάρων ημερών. Ξεκινά με μια γιορτή και τελειώνει μ’ ένα γλέντι. Περιγράφει την πραγματικότητα και την επίφασή της. Την πραγματικότητα και την άρνησή της.
 
Ο Παναγιώτης Κωνσταντόπουλος γεννήθηκε στην Καλαμάτα, το 1964. Τυγχάνει δικηγόρος στην Αθήνα. Το μνημόσυνο είναι το πρώτο του μυθιστόρημα, αν και θα ’πρεπε να είναι το τρίτο -τουλάχιστον.
 
Σε πρώτο πρόσωπο για το «Μνημόσυνο»
 
“Το μνημόσυνο” εκφράζει μια πρωταρχική μου ανάγκη να μιλήσω. Ανάγκη που υπήρχε αιώνες μέσα μου. Περιέχει ιστορίες που άκουσα και ιστορίες που δεν άκουσα. Είναι το χρονικό ενός ταξιδιού τεσσάρων ημερών -από την Αθήνα στην Καλαμάτα- που γίνεται με την αφορμή του μνημοσύνου ενός παλαιού φίλου του ήρωα. Η ιστορία είναι φυσικά φανταστική, όχι όμως και το περιβάλλον που κινείται ο ήρωας. Φανταστικά επίσης είναι και τα πρόσωπα που περιγράφονται. Είναι μοιραίο ένα ταξίδι, και μάλιστα όπως αυτό στη γενέτειρα του ήρωα, να περιέχει νοσταλγία, η οποία όμως προκύπτει ως ανάγκη στο μέτρο που η πραγματικότητα είναι απογοητευτική. Με τον ίδιο τρόπο είναι και μία επιστροφή στην αρχική αφετηρία: την παιδική ηλικία· και ως τέτοια, καταλήγει αφετηρία και τέρμα ταυτόχρονα. Και είναι επιπλέον ένα διαρκές μνημόσυνο της ίδιας της ζωής, μέσω του παρελθόντος, στο οποίο πεισματικά καταφεύγει ο ήρωας: ένας εγκλωβισμένος παρατηρητής των μνημοσύνων μας.
 
Η σχέση με τη λογοτεχνία
 
Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου διαβάζω. Γενικά μιλώντας πάντως, οι λογοτεχνικές μου προτιμήσεις σχετίζονται κυρίως με την πεζογραφία και όχι τόσο με την ποίηση. Θέλω δηλαδή μια ιστορία να διαβάσω. Κατ’ αρχάς, ακολούθησα την πεπατημένη των παιδιών της γενιάς μου με την κλασική ξένη λογοτεχνία, κυρίως τη ρώσικη, την ευρωπαϊκή εν γένει -παρόλα αυτά οφείλω να ομολογήσω πως ανακάλυψα σχετικά αργά τον Γιόζεφ Ροτ και τον Στέφαν Τσβάιχ, και το αναφέρω ως “αμάρτημά” μου- και με την κλασική ελληνική: Καραγάτσης, Καζαντζάκης, Λουντέμης κλπ. Οφείλω να πω όμως πως αυτή μου, η ας την πούμε, λογοτεχνική επετηρίδα, όσον αφορά την ελληνική λογοτεχνία, δεν με ικανοποιεί σήμερα, στο βαθμό που αγνόησα άλλους απείρως σπουδαιότερους συγγραφείς -παλαιούς και νέους. Να προσθέσω πως μ’ αρέσει πολύ και με γοητεύει να διαβάζω τους νεοέλληνες συγγραφείς. Κυρίως όμως αγαπώ την αστυνομική λογοτεχνία τόσο την στερεότυπη του είδους όσο και αυτήν που η αστυνομική ιστορία είναι απλώς το πρόσχημα για το μυθιστόρημα, όπως λόγου χάρη στα μυθιστορήματα του Μονταλμπάν. 
 
Η επιρροή της ελληνικής κρίσης
 
Η οικονομική κρίση αναφέρεται στο κείμενο όχι τόσο ως προσωπικό βίωμα κάποιου προσώπου του μυθιστορήματος αλλά ως κάτι που υπάρχει και θεωρείται δεδομένο ή καλύτερα ως ένα αφήγημα, ως αφορμή για να γίνει κουβέντα• είτε σαν να μιλάμε για τη δυστυχία κάποιων άλλων είτε για την ανάπτυξη θεωριών και απόψεων για τον καπιταλισμό, για τη δημοκρατία, για την αριστερά, για το λαό. Κι όλα αυτά απότοκα μιας διάχυσης πληροφοριών στην κοινωνία -δίκην επιφοίτησης-  για όλα και ουσιαστικά για τίποτα.
 
Επόμενα συγγραφικά σχέδια
 
Ήδη γράφω το επόμενο μυθιστόρημα και σχεδόν το τελειώνω. Πρόκειται για μία αστυνομική ιστορία, γιατί όπως είπε κι ένας Σκανδιναβός συγγραφέας: οι μόνες ιστορίες που αξίζουν σήμερα είναι αυτές που περιέχουν έρωτα και φόνο. Η δική μου θα τα περιέχει και τα δύο.