[…] Νιώθω λες και επί σαράντα χρόνια «ζωγραφίζαμε» ένα πορτραίτο που –δυστυχώς- τα αποκαλυπτήριά του έγιναν το 2010 όταν ξέσπασε η κρίση. Από κείνη  τη χρονιά  άρχισε να ξεδιπλώνεται μπροστά μας ο λογαριασμός των πράξεών μας […] O συγγραφέας Παύλος Κάγιος, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη τη δημιουργική εμπειρία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– του πέμπτου μυθιστορήματός του, με τίτλο Μή μ’ αφήσεις να χαθώ, των εκδόσεων Καστανιώτη. 

Ads

Η αλήθεια και το ψέμα είμαστε εμείς …

«Θα αλλάξουμε τον κόσμο» λέγαμε και πιστεύαμε στις  μέρες της Μεταπολίτευσης του ’74 και τα πρώτα επόμενα χρόνια…

Έτσι, στην αρχή του «Μη μ’ αφήσεις να χαθώ», μια παρέα νεαρών αρπάζει με ορμή τη ζωή και τη τύχη της στα χέρια της. Κι είναι χίλια τα εκατό σίγουρη ότι θα νικήσει γιατί έχει οράματα, ιδανικά, όνειρα.

Ads

Όλοι πρωταγωνιστές

Όλο το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Και οι 12 ήρωες μιλάνε σε πρώτο πρόσωπο. Στην αρχή του μυθιστορήματος οι 10 από τους 12 ήρωες αυτοπαρουσιάζονται, μιλάνε για τα παιδικά τους χρόνια και τα προσωπικά γεγονότα που τους «λάβωσαν».

Η ιστορία του μυθιστορήματος ξεκινάει στις 23 Ιουλίου του 1974, τη μέρα της μεταπολίτευσης, τη μέρα που πέφτει η χούντα και επιστρέφει η δημοκρατία στη χώρα μας.

Θα τα αλλάξουμε όλα

Όλοι οι ήρωες φλογίζονται από το πάθος να αλλάξουν τα πάντα γύρω τους: Πολιτική, σκέψη, νοοτροπίες, συναισθήματα, σκουριασμένες αντιλήψεις περί «πατρίδας, θρησκείας, οικογένειας», περί φιλίας και έρωτα.

Όλα αυτά που επί επτά χρόνια –κι αλλά 20 από το τέλος του εμφύλιου πολέμου- που δεν βρήκαν γόνιμο έδαφος -πολιτικό, κοινωνικό- να αναπτυχθούν φυσιολογικά καθώς, πάντα, υπήρχε μια αναμπουμπούλα στην ελληνική καθημερινότητα.

Γεγονός που έκανε την Ελλάδα να μένει πίσω, ενώ  οι λαοί της Ευρώπης προχωρούσαν.

Σε όλη τη διάρκεια της 40χρονης ιστορίας του βιβλίου, «παίζουν» τα σημαντικότερα πολιτικά, κοινωνικά, γεγονότα που έγιναν στον ελλαδικό –και όχι μόνο- χώρο. Έτσι, που «αντικειμενικά γεγονότα» και «προσωπικά τραντάγματα» των ηρώων να δένουν ή να συγκρούονται μεταξύ τους.

Η γενιά του Πολυτεχνείου

Από το 1973 μέχρι σήμερα, πάνε 40 χρόνια. Τα πρώτα, μετά  την Μεταπολίτευση του ΄74, ήταν χρόνια αθωότητας, αγώνων, πάθους, αλλά και κρυμμένων, από τους ίδιους του εαυτούς μας,  μυστικών.

Μετά ήρθε η ενηλικίωση και τα χρόνια της ευθύνης που αρκετοί από μας τα τραβήξαμε με βερμπαλιστική και βολική ανευθυνότητα.  Αυτά τα 40 χρόνια που είναι τα πιο ώριμα και συνειδητά της ζωής μου, ξεδιπλώνονται στο «Μη μ΄ αφήσεις να χαθώ».

Μέσα τους είμαι εγώ και η δικιά μου Ελλάδα όπως έχει περάσει στη μνήμη μου. Σαράντα χρόνια που κύλησαν σα νερό. Επειδή όμως, «το νερό έχει μνήμη», όπως λέει κι ένας ήρωας του μυθιστορήματος, θέλησα αυτό το βιβλίο να είναι το ψυχογράφημα μιας εποχής και να  αναδύει τη ρέουσα μνήμη της ψυχής μου.

Νιώθω λες και επί σαράντα χρόνια «ζωγραφίζαμε» ένα πορτραίτο που –δυστυχώς-  τα αποκαλυπτήριά του έγιναν το 2010 όταν ξέσπασε η κρίση. Από κείνη τη χρονιά  άρχισε να  ξεδιπλώνεται μπροστά μας ο λογαριασμός των πράξεών μας.

Στα  τέσσερα χρόνια που έγραφα το βιβλίο μου, ένιωθα αυτές τις δεκαετίες της Μεταπολίτευσης λες και τις ζήσαμε σαν να ήμασταν  διχασμένες  προσωπικότητες, προσπαθώντας να συνταιριάξουμε τα ασυνταίριαστα –και μέσα μας και γύρω μας.

Τη φτώχεια με την καλοπέραση και τον ξαφνικό «πλούτο», την ηθική με την ανηθικότητα, τον ελεύθερο έρωτα με τις οικογενειακές παραδόσεις, την αγάπη με το συμφέρον, την επανάσταση με την συντήρηση, την πολιτική ανατροπή με το βόλεμα, τον αληθινό εαυτό μας με το φτιαχτό κοινωνικό μας προφίλ.

Ένα παιχνίδι που από ένα σημείο και μετά, ιδίως μετά το 1981, νομίζω ότι έγινε η δεύτερη φύση μας και  το παίζαμε για να γίνουμε «πετυχημένοι», άκαρδοι, ξιπασμένοι. Με δύο λόγια: να πουλήσουμε μούρη.

Ήρωες του βιβλίου είμαι εγώ, κι ο κόσμος που έζησα –εμείς, θέλω να πιστεύω. Τα όνειρα μας, οι αγώνες μας, οι αλήθειες και τα ψέματά μας, οι συμβιβασμοί μας και τα λάθη  μας.

Δεν ήθελα να χαρίζεται σε κανένα μας η ιστορία, αλλά, δεν ήθελα να ρίχνει και «ανάθεμα» σε κανένα. Μιλάει με αγάπη για τους ήρωες του και για τη  χώρα μας που είχαμε όνειρα πολλά μα χαθήκαμε στα γρανάζια της διαπλοκής, της υποκρισίας, του συμφέροντος, της διαφθοράς.

Γι αυτό και παραδοθήκαμε αμαχητί στους ξένους που εισβάλανε με …ορμή  το 2010.  Από τότε, έχουμε ντυθεί την αγωνία του πότε θα πυροβολήσουν και ζούμε πανικόβλητοι, όπως και οι ήρωες του βιβλίου. Μα όσο κι αν φωνάζουμε: ΜΗ Μ’ ΑΦΗΣΕΙΣ ΝΑ  ΧΑΘΩ η αλήθεια και το ψέμα, πιστεύω ότι είμαστε εμείς. Μόνο αν τολμήσουμε να  ψάξουμε να βρούμε τον λησμονημένο μας εαυτό και τις  ξεχασμένες αλήθειες μας μπορεί να μη χαθούμε.

Ήρωες: Σαν εμάς…

Ο Δημήτρης και η Άννα, είναι οι δύο πρωταγωνιστές ήρωες από τους δέκα της  παρέας τους… Ο κάθε ήρωας συμμετέχει στη  δράση του βιβλίου σαν «πρωταγωνιστής».

Όλη η δράση, οι διάλογοι, οι συγκρούσεις είναι γραμμένοι από τη μεριά του κάθε ήρωα, έτσι που να γίνεται πιο πολύπλοκη και σφαιρική η εξέλιξη και οι συγκρούσεις. Και με τον αναγνώστη να «ταυτίζεται» με όποιον ήρωα αυτός διαλέξει.

Ο Δημήτρης δουλεύει στο καφενείο της μάνας του κι  είναι ερωτευμένος με την Άννα που  σπουδάζει στη Νομική. Παράλληλα, η Άννα, ανακαλύπτει μέσω του μασάζ που κάνει σε διάφορους, ότι έχει ταλέντο στη χειροθεραπεία. «Χέρια εξομολογητήρια» αποκαλεί ο Δημήτρης αυτό το χάρισμά της. Και οι δυο τους είναι αριστεροί, ενταγμένοι στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά.

Ο έρωτάς τους «καταργεί» τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης την απόφαση των «από πάνω» της οργάνωσής τους που είχαν την Άννα στην «παρανομία». Αυτό γίνεται από τη στιγμή που η Άννα μένει έγκυος. Οπότε, οι «από πάνω» αναγκάζονται να βγάλουν την Άννα από την «παρανομία» και οι δύο ήρωες παντρεύονται.

Έλα, όμως, που ο Δημήτρης είναι και ομοφυλόφιλος, κάτι που το κρύβει και από την Άννα και από τον εαυτό του.

Από τη μεριά της η Άννα, είχε  μια τραυματική πρώτη σεξουαλική επαφή στα 15της  που για χρόνια τη κρατάει φυλακισμένη, νιώθει «ψυχρή» σεξουαλικά. Αναρωτιέται μήπως και της αρέσουν οι γυναίκες.

Ο Δημήτρης και η Άννα πάνε στη Κωνσταντινούπολη την Πρωτομαγιά του ’77 που τους καλεί ο Αχμέτ, φίλος τους και των ίδιων πολιτικών προτιμήσεων. Εκεί ζουν τη φωτιά και τα «μολυβένια χρόνια» του αυταρχικού τουρκικού κράτους που την Πρωτομαγιά του ’77 δολοφόνησε στη συγκέντρωση 37 ανθρώπους.

Αυτά τα γεγονότα καταγράφει ο Δημήτρης και φωτογραφίζει η Άννα, κι όταν  επιστρέφουν στην Ελλάδα τα δημοσιεύουν στην εφημερίδα της οργάνωσής τους. Έτσι, ξεκινάει η δημοσιογραφική ενασχόληση του Δημήτρη που θα κρατήσει πάνω από 30 χρόνια.

Η Άννα αποβάλει το παιδί που περιμένει. Φεύγει για το Πεκίνο όπου παίρνει μαθήματα πάνω στην χειροθεραπεία που σ΄αυτή τη χώρα έχει παράδοση χιλιάδων χρόνων.

Ο Δημήτρης «χάνει τα λογικά του» από τον έρωτα ενός  άγγλου, παρατάει την Άννα και το σκάει ακολουθώντας τον στο Λονδίνο χωρίς ούτε καν να της πει την αλήθεια.

Και η ιστορία τους, είναι, μόλις, στην  αρχή της –μετά την  άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Ταυτόχρονα,  παρακολουθούμε και την ιστορία των άλλων φίλων τους.

Ο Στέργιος είναι φοιτητής στη ιατρική –πολιτικά ανήκει κι αυτός στην ίδια οργάνωση με το Δημήτρη και την Άννα. Θα διαπρέψει στο τομέα των μεταμοσχεύσεων και θα γίνει μεγαλογιατρός.  Παντρεύεται την Ελένη, τη «χίπισα» της παρέας που εντάσσεται στο «Ρήγα Φεραίο», αλλά έχει και την αδυναμία να καπνίζει πονηρά χόρτα –ένα …σπορ που της το μαθαίνει ο Στέργιος ο οποίος είναι «κρατημένος» και γίνεται έξαλλος μαζί της που το «παρακάνει κι είναι συνεχώς ντουμανιασμένη.

«Φωτεινό μονοπάτι»

Ο Αναστάσης, είναι πλουσιόπαιδο και φοιτητής στη Νομική. Πολιτικά είναι κι αυτός ενταγμένος στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά, αλλά σε άλλη οργάνωση απ΄ αυτή που είναι ο Δημήτρης και η Άννα.

Είναι ομοφυλόφιλος, αλλά συμφιλιωμένος με την ερωτική του προτίμηση –και «τσιμπιμένος» με τον Δημήτρη ο οποίος δεν τον χωνεύει και τον θεωρεί αστόπαιδο.

Ο Αναστάσης, όμως, έχει πάθος με τη σκηνοθεσία, κινηματογράφου και θεάτρου. Ανεβάζει θεατρικά έργα με επιτυχία, γυρίζει φίλμ ντοκιμαντέρ. Κι έχει όνειρό του να πάει στη Λατινική Αμερική να κινηματογραφήσει τον ένοπλο αγώνα των διάφορων κινημάτων που απλώνονται απ΄ άκρη σ’ άκρη εκεί. Και κάνει τη μοιραία αρχή με το «Φωτεινό μονοπάτι».

Φλέρτ με τη «17 Νοέμβρη»

Ο Κανέλος ή Λάκης. Το πιο «χαμένο» παιδί της παρέας. Παιδί από χωριό της Πάτρας που έχει κάνει πιτσιρικάς σε αναμορφωτήριο. Έρημος και από παντού κυνηγημένος, έρχεται στην  Αθήνα. Δουλεύει στην οικοδομή. Γνωρίζει την παρέα του Δημήτρη και της Άννας που την ερωτεύεται κιόλας. Γίνεται «επιρροή» της πολιτικής οργάνωσης του Δημήτρη και της Άννας. Τελικά, στρέφεται προς την «επανάσταση με τα όπλα». Αρχίζει να «φλερτάρει» με την «17 Νοέμβρη».

Η Ελευθερία είναι η «ηρωίδα της χούντας», το κορίτσι που έκανε επί χούντας φυλακή και μετά τη μεταπολίτευση όλα τα κόμματα και οι οργανώσεις της αριστεράς την ήθελαν «δικιά τους». Στην αρχή της μεταπολίτευσης είναι με το «κόμμα του λαού», τότε, παντρεύεται τον Πέτρο, τον γόη της Νομικής και αυριανό στέλεχος του «κόμματος του λαού».

Γρήγορα, όμως, η Ελευθερία εγκαταλείπει και τον Πέτρο και το «κόμμα του λαού». Εντάσσεται στους «αναθεωρητές» τους οποίους παρατάει. Έχει ψυχολογικά προβλήματα. Βρίσκει διέξοδο ανοίγοντας ένα εκδοτικό οίκο που τον ονομάζει «Αργοναύτη». Ένας εκδοτικός οίκος που θα πάει καλά και η Ελευθερία θα γίνει  μεγαλοεκδότρια.

Η Ελπίδα. Είναι λαϊκής καταγωγής από τη Κοκκινιά. Αγαπάει τη ζωγραφική και τις γυναίκες…  Δίνει δύο φορές στη Καλών Τεχνών, δεν  περνάει, και δουλεύει σε εργοστάσιο. Ώσπου ένα βράδυ, γνωρίζει στο ΑΚΟΕ –Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλόφιλων Ελλάδας- τον Αναστάση. Και, κάποια στιγμή παντρεύονται! Και από ένα «τυχαίο περιστατικό» μεταξύ τους, η Ελπίδα μένει έγκυος.

Ο Άρης είναι ο «μέντορας» όλων αυτών. Παιδί της γενιάς του 114. Πολιτικός μηχανικός, αρχιτέκτονας, πολεοδόμος. Με  όνειρό του την «Αναγέννηση της Αθήνας» από όσα δεν πρόλαβε να καταστρέψει η 8ετία του Καραμανλή και η χούντα. Γι αυτό και θα φτάσει στο Δήμο της Αθήνας. Παντρεύεται τη Πηνελόπη. Αποκτούν τον Περικλή. Τον βαφτίζει ο Δημήτρης. Ο Άρης χωρίζει. Συζεί και παντρεύεται με πολιτικό γάμο την Ελευθερία.

Το ΠΑΣΟΚ εξαγόρασε την αριστερά

Έτσι, έχουμε φτάσει στα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ. 

Η Άννα έχει παντρευτεί τον Πέτρο. Αποκτούν δίδυμα που ο Δημήτρης υποψιάζεται ότι μπορεί να είναι και «δικά» του. Η Άννα  ζητάει διαζύγιο από το Δημήτρη.

Ο Στέργιος έχει περάσει στο ΠΑΣΟΚ. Το ίδιο και ο Άρης για να δει επιτέλους το έργο του «Αναγέννηση της Αθήνας» να παίρνει σάρκα και οστά. Το ίδιο και ο Πέτρος. Και φτάνουμε στο «βρώμικο ‘89».

Ο Δημήτρης τρώει «σουτ» από τον Άγγλο και γυρίζει ηττημένος στην Ελλάδα. Ο μόνος που τον περιμένει στο αεροδρόμιο, είναι ο Αναστάσης. Ο Αναστάσης που αν κι έχει  αποκτήσει παιδί με την Ελπίδα, συνεχίζει να είναι ερωτευμένος μαζί του.

Φτάνουμε στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Το όνειρο του Αναστάση πραγματοποιείται, καταφέρνει να φτάσει στο Περού για να καταγράψει την πορεία του Φωτεινού μονοπατιού, της ένοπλης οργάνωσης που ο αρχηγός της  έχει συλληφθεί. Μα εκεί, τον «τρώει το σκοτάδι», χάνεται.

Η σχέση της Ελένης με το Στέργιο καρκινοβατεί. Έστω και αργά, η Ελένη, αποφασίζει με τη στήριξη της Άννας, να υιοθετήσει ένα παιδί. Μα ο Στέργιος την παρατάει για μια συνάδελφό του και το όνειρό του τον κάνει μεγαλογιατρό.

Ο Δημήτρης που είναι, πια, γνωστός δημοσιογράφος, πάει εκεί να τον βρει. Την ίδια στιγμή έχει πάει για τον ίδιο λόγο και η Άννα που τον αναζητεί ως δικηγόρος. Έτσι, εδώ, πάνω στις Άνδεις, στα ερείπια του πολιτισμού των Ίνκας στο Μάτσου Πίτσου, ο Δημήτρης και η Άννα θα ξαναβρεθούν.

Ο Δημήτρης αλλάζει διάφορες εφημερίδες και κανάλια σπρωγμένος από τους φίλους.

Η Άννα ασκεί «χαλαρά» τη δικηγορία –χώνεται σα νομικός σύμβουλος σε διάφορους οργανισμούς – κι όλο πιο πολύ ασχολείται με την χειροθεραπεία. Και η Ελένη, έστω και αργά, αποφασίζει και υιοθετεί ένα παιδί.

Η σχέση του Δημήτρη με την Άννα, έχει περάσει σε άλλο επίπεδο. Ξέρουν πως ο ένας για τον άλλον είναι η αρχή και το τέλος.    

Επειδή η κρίση ξεκίνησε από μέσα μας

Στη δεκαετία του ’90 και τη πρώτη του 2000, θα ζήσουμε τη μετάλλαξη και της ελληνικής κοινωνίας και των ίδιων των ηρώων του βιβλίου.

Ο Στέργιος βάζει πάνω από όλα την επιστήμη του. Γι’ αυτή και μόνο περνάει στη Ν.Δ. Το ίδιο και ο Πέτρος ως μεγαλοδικηγόρος, πλέον.

Επίσης και ο Άρης που ελπίζει να εντάξει ο Κώστας Καραμανλής το έργο του «Αναγέννηση της Αθήνας» στα σχέδια ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της πρωτεύουσας. Μα η Ελευθερία μένει μετέωρη. Θυμάται κάτι από τα παλιά όνειρά της.

«Ψηλά τα χέρια» μάς είπαν οι ξένοι

Και φτάνουμε στο 2010. Τότε, που όλη η ελληνική κοινωνία κόλλησε σα χαλκομανία στο τοίχο. Για να έρθει το πρώτο Μνημόνιο και οι Έλληνες να αναζητούμε τον ένοχο στους πολιτικούς και στο εξωτερικό χωρίς να βλέπουμε μέσα μας, χωρίς ν’ αναλαμβάνουμε τις δικές μας ευθύνες.

Μα το 2012, όσοι από τους ήρωες  δεν «χάθηκαν», θα αναγκαστούν να δουν και μέσα τους. Και να πάρουν αποφάσεις. Με ποιους θα πάνε και ποιους θα αφήσουν.

Είναι, πλέον, πάνω από 50 χρονών όλοι τους. Τα παιδιά τους, έχουν πάρει τους δρόμους τους. Μπορούν να τολμήσουν νέο  ξεκίνημα; ‘Η, είναι με το «ένα πόδι στο τάφο» κι είναι αργά;

Κι όμως, το 2013, παίρνουν αποφάσεις. Και ανήμερα του Λαζάρου ξεκινάνε.

Ελπιδοφόρο

Το «Μη μ΄αφήσεις να χαθώ» είναι το πιο ελπιδοφόρο μυθιστόρημά μου. Τελειώνει σήμερα, το 2013, που όλα είναι «σκοτεινά» και «φοβισμένα», αλλά οι ήρωές του τολμούν να κοιτάξουν μέσα τους και απλώνουν φτερά στο αύριο.-
image

Παύλος Θ. Κάγιος, Μη μ’ αφήσεις να χαθώ, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2013

“Με ορμή φύγαμε απ’ τα σπίτια μας στη Μεταπολίτευση, με ορμή ξεχάσαμε να γυρίσουμε πίσω. Με ορμή ψάξαμε τον ασυμβίβαστο έρωτα, με ορμή παραδοθήκαμε στην ευκολία και στη συντήρηση. Με ορμή αναζητήσαμε την επανάσταση και το δίκιο, με ορμή βολευτήκαμε σε πόστα και εξαργυρώσαμε τα όνειρά μας. Με ορμή κολλήσαμε απότομα στον τοίχο, με ορμή πληρώνουμε τα λάθη μας.”