Έχουμε σημειώσει και παλαιότερα ότι ο υπερρεαλισμός αποτελεί μία μεταγλώσσα. Μεταχειρίζεται σύμβολα μέσα από τη συνειρμική τους διάσταση και προσδίδει στο συναισθηματικό τους φορτίο ιδιότητες και αναπαραστατικά χαρακτηριστικά που εκπλήσσουν τον αναγνώστη και αλλοιώνουν την εικόνα που ως τότε είχε για τα αντικείμενα. 

Ads

Ο δημιουργός μεταχειρίζεται τον υπερρεαλισμό ως ένα όπλο για να συγκρουστεί καλλιτεχνικά με την εικόνα που έχει για τον κόσμο ο αναγνώστης, μεταφέροντάς τον στο συναισθηματικό τοπίο που οικοδομείται ποιητικά. Σε έναν τέτοιο δρόμο κοινωνικής κριτικής κινείται και η Ειρήνη Παραδεισανού με τη νέα της ποιητική συλλογή «τα γυάλινα μάτια των ψαριών» (vakxikon.gr, 2016).

image

Η ποιήτρια αρνείται τον ίσιο δρόμο που επιβάλλεται και την καταδίκη άλλων (τα γυάλινα μάτια των ψαριών)· δε θέλει να γίνει ένας ακόμα συνένοχος (οι ασάλευτοι), ένα ακόμα αφανισμένο παιδί (ήττα) ή ένας άνθρωπος που φτύνουν και κοροϊδεύουν (άτιτλο). Ταράσσει με την ποίησή της τον αδιάφορο αναγνώστη σαν ένα παιδί που τολμά ακόμα να βλέπει σιωπηλά και τρομακτικά όνειρα (η θάλασσα του ύπνου και το ποίημα, ωδή στην αθωότητα).

Ads

Αισθάνεται σαν παλιάτσος που διαφέρει από το κοινό/κοινωνία (ρητορική ένδεια ΙΙ), ένας σκαντζόχοιρος μοναχικός που επαναστάτησε σαν Προμηθέας – ποιητής κατά των θεών και φέρνει τη φωτιά/ευαισθησία στους ανθρώπους (μοναχικός σκαντζόχοιρος). Για αυτό άλλωστε τιμωρείται κι από το Θεό (απουσία, Θεέ). Αντιδρά σαν Θερσίτης που – ενώ ξέρει τι θα γίνει και πως θα τιμωρηθεί από τους σύγχρονους Οδυσσείς- καίγεται από την αδικία της σπατάλης αθώου αίματος και τολμά να μιλήσει (όνειρο Θερσίτη).

Και στο επίκεντρο της ποιητικής της προσοχής είναι τα παιδιά. Υψώνει μια κραυγή αγωνίας για τα παιδιά που δεν προλαβαίνουν να γίνουν νέοι και χάνονται αδέσποτα. Εκδηλώνει την απελπισία της με ένα ύφος επιθετικό κι οργισμένο ως έκφραση μίας ολόκληρης γενιάς που δεν επαναστάτησε και στούμπωσε στη γνωσιοθηρία και τα πρέπει.

Μια κοινωνία που ονειρεύεται πνιγμούς (η θάλασσα του ύπνου και το ποίημα), βία και εκδικητικότητα προς τα παιδιά ξεπετάγεται από την ποιητική της. Τα παιδιά είναι τα αιώνια θύματα· τυφλά, δίχως όνειρα, αδέσποτα σαν εγκαταλελειμμένα κουτάβια, δακρυσμένα που γίνονται λεία λύκων που μεταμορφώνονται σε πρόβατα σαρκοφάγα.

Ένα δαντικό τοπίο αίματος και σωματικών τιμωριών (βασανιστηρίων) ζωντανεύει σε μία σουρεαλιστική αποτύπωση της κανιβαλιστικής κοινωνίας που πνίγει και τυφλώνει – ψυχικά και κυριολεκτικά – την ποιήτρια και τα παιδιά. Εγείρει μία ποιητική κραυγή απόγνωσης κι αγανάκτησης – έως και μάνητας – που συνδέει την υπερρεαλιστική εικαστική με τη μυθολογία και τις κοινωνικές παραστάσεις με τα βιώματα πάνω στο ακτινωτό πολυθεματικό πλέγμα των συνειρμών.

Και ο σουρεαλισμός εκφράζει ακριβώς αυτή την επιθετικότητα, αρνείται τα πρέπει και τους κανόνες, συγκρούεται με το εύπεπτο κι έτοιμο υλικό που μεταφέρεται ως προϊόν προς κατανάλωση. Ωστόσο, η υπερρεαλιστική στροφή δε μειώνει, παρά την αλληγορική ύλη της, την ευαισθησία και την κριτική ματιά της Παραδεισανού. Αντίθετα, αναδύεται θερμότερη ισορροπώντας συναισθηματικά το επιθετικό παράλογο του υπερρεαλισμού της με τη λεπταισθησία. Η σουρεαλιστική ειρωνεία γίνεται το πιο ισχυρό όπλο της απέναντι στην υποταγή.

Εντυπωσιάζουν με την αγριότητά τους οι υπερρεαλιστικές ακροβασίες που γεμίζουν τυφλή κίνηση και αίμα τον ποιητικό καμβά της Παραδεισανού· ένας χώρος σχεδόν εσχατολογικός και τιμωρητικός για τους νέους ανθρώπους που εγκατέλειψε ακόμα κι ο διεστραμμένος (προσευχή) Θεός που αποκοιμήθηκε μακάριος (άτιτλο, αστόχαστα).

Μέσα στη σουρεαλιστική αναπαραστατική δομή της Παραδεισανού απαντώνται ως βασικό συστατικό υλικό πλήθος κοινωνικών παραστάσεων (πορνεία – άτιτλο -, σκηνές νοσοκομείου – υπέρηχος θυρεοειδούς-, παιδική σκηνή παραμυθιού – άτιτλο -, τυφλότητα, ορφάνια κ.ά), ενώ δεν απουσιάζουν οι εξωτερικοί χώροι (συχνά η θάλασσα, η έρημος, χαράδρες και όρη, βροχή, ζώα – κατοικίδια κι αδέσποτα ή άγρια).

Ιδιαίτερης σημασίας είναι το γεγονός ότι η ποιήτρια σε όλη τη συλλογή έχει πολλές αναφορές στα “μάτια”. Μάτια γυάλινα, τυφλά ή αλμυρά, εμπύρετα ή άρρωστα, εμφανίζονται σε όλες σχεδόν τις συνθέσεις της συλλογής (τα γυάλινα μάτια των ψαριών, οι ασάλευτοι, ρητορική ένδεια ΙΙ, μοναχικός σκαντζόχοιρος, υπέρηχος θυρεοειδούς, ήττα, εαρινό, Προμηθέας, συνήχηση, Θεέ, άτιτλο, μάτια παιδιού που έμαθε νωρίς). Τα μάτια είναι το αισθητήριο όργανο που μας προσανατολίζει στον ορατό κόσμο και η αίσθηση με την οποία μας αποκαλύπτεται κι εισπράττουμε τον γύρω χώρο/κόσμο.

Ωστόσο, χωρίς αυτά ο κόσμος γίνεται μαύρος, αλλά ταυτόχρονα δίνεται η ευκαιρία να δούμε τον κόσμο μέσα από το συναίσθημα. Η τύφλωση που βλέπει όμως η ποιήτρια είναι αλληγορική· είναι η τύφλωση και η αδιάφορη ανεκτικότητα για τα βάσανα των παιδιών, και το χαμό της νέας γενιάς· η τύφλωση μπροστά στην ανέξοδη πολιτική ρητορεία και τα κούφια λόγια (άτιτλο, άτιτλο). Άλλοτε τα μάτια διατηρούν μία σολωμική διάσταση που εκφράζουν την πείνα (κυριολεκτική και μεταφορική).

Παράλληλα, εμφανής είναι η σταχτουρική επιρροή με τη συχνή εμφάνιση στη συλλογή των πουλιών (μάτια παιδιού που έμαθε νωρίς, απουσία, Προμηθέας, ήττα, μοναχικός σκαντζόχοιρος). Ωστόσο, το σαχτουρικό σύμβολο στη ποιητική της Παραδεισανού δεν είναι ο αγωγός/άγγελος του πνευματικού κόσμου (ουρανός) προς τον υλικό (άνθρωπος, Γη). Τα πουλιά της είναι τρομαχτικά, σαρκοβόρα και σκοτεινά. Είναι τα σύμβολα της πολιτικής ρητορείας που σκοτώνει παιδιά ή τα αφήνει με απάθεια να πεινάνε – πνευματικά και σωματικά.

Η Παραδεισανού μεταχειρίζεται μια σειρά συμβόλων μέσα από την υπερρεαλιστική τους διάσταση. Η μυθολογία και οι κοινωνικές παραστάσεις αποδίδονται μέσα από μία αγριότητα που αντικατοπτρίζει τη βαρβαρότητα που επιδεικνύει μία τυφλή κοινωνία απέναντι σε παιδιά και νέους ώστε να γίνουν κι εκείνοι τυφλοί, πνευματικά και ηθικά.

Το βιβλίο