Το Μακάρι να ήσουν εδώ δανείζεται τον τίτλο του από το γνωστό  Wish you were here  των Pink Floyd, κάθε άλλο παρά τυχαία. Το βιβλίο μιλά κυρίως για τις χαμένες ευκαιρίες επικοινωνίας, πρώτα μεταξύ των ατόμων που αποτελούν μια οικογένεια, και έπειτα μεταξύ των ατόμων και του κόσμου που τα  περιβάλλει…» η συγγραφέας Ελιάνα Χουρμουζιάδου αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη τη δημιουργική πορεία της συγγραφής–από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο- του νέου της βιβλίου, των εκδόσεων Κέδρος.
 

Ads

»…  Το ζευγάρι καταρχάς: ο Μαξ είναι απρόσιτος για τις συζύγους τα παιδιά και τους συγγενείς του, αλλά και η Ρέα αδιαφορεί για ό,τι δεν έχει άμεση σχέση με τον μικρόκοσμό της. Ο αδελφός της, ο Δανιήλ, αναγνωρίζει ότι υπάρχουν αξεπέραστα εμπόδια τόσο στην κατανόηση όσο και στην επικοινωνία, και περιορίζεται να πει τα απολύτως απαραίτητα, πριν αποσυρθεί και αυτός στο προσωπικό του σύμπαν. Τα παιδιά του Μαξ κρύβουν περισσότερα από όσα λένε, και οι συγγενείς του, όταν δεν σιωπούν, ξύνουν πληγές αντί να προσπαθούν να τις επουλώσουν.

Στο κέντρο του βιβλίου βρίσκονται ο Γερμανός Μαξ και τα μυστικά του. Ο χαρακτήρας του αναδύθηκε κάπως απότομα μπροστά μου, πριν από τέσσερα χρόνια, σε μια εποχή που είχα αρχίσει να ασχολούμαι με τη ναζιστική Γερμανία. Ο έρωτάς μου γι’ αυτόν ήταν κεραυνοβόλος. Είναι αλήθεια όμως ότι ίσως να μην είχα γράψει αυτό το βιβλίο, αν δεν μου είχε ζητηθεί. Ήταν δηλαδή μια παραγγελία, με μάλλον ελεύθερο θέμα, που μου έδωσε την ευκαιρία  να χρησιμοποιήσω τον Μαξ και να μιλήσω για τη φρίκη του ναζισμού από τη σημερινή οπτική γωνία.

Η επαφή μου με εκείνο το κομμάτι της ιστορίας με αιφνιδίασε. Είχα δει  ασφαλώς κι εγώ το «Ολοκαύτωμα» στην τηλεόραση και τη «Λίστα του Σίντλερ» στον κινηματογράφο,  και μερικές ακόμα εκπομπές και ταινίες, και ειλικρινά αισθανόμουν ότι είχα μάθει όλα όσα χρειαζόταν να ξέρω για τα ναζιστικά εγκλήματα και τον πόλεμο εν γένει.

Ads

Αιφνιδιάστηκα όμως, όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι τι σήμαινε εκείνος ο πόλεμος για τους Γερμανούς. Αναφέρεται κανείς πιο σπάνια στους θύτες (απ’ ό,τι στα θύματα), αφού εκ προοιμίου είναι τοποθετημένοι στη σφαίρα του Κακού. Φυσικά η Χάνα Άρεντ έχει μιλήσει έξοχα για την κοινοτοπία αυτού του Κακού. Το Κακό δεν εντοπίζεται μέσα σε ορισμένες ψυχές, δεν περιχαρακώνεται σε συγκεκριμένους τόπους.

Μπορεί να ευδοκιμήσει παντού, γιατί ο σπόρος του δεν λείπει από καμία γωνιά στην οποία κατοικούν άνθρωποι. Οι Γερμανοί υπήρξαν «ένοχοι» με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, στη συντριπτική πλειονότητα εξαιρετικά κοινότοπους.

Για να απαντηθεί οριστικά το ερώτημα που πυροδότησε το ενδιαφέρον μου, «Πώς μπόρεσαν να το κάνουν αυτό;», πώς μπόρεσαν δηλαδή να σκοτώσουν εκατομμύρια, συστηματικά και εν ψυχρώ,  εκατομμύρια που δεν ήταν στρατιώτες, αλλά άμαχοι, παιδιά, ηλικιωμένοι, μητέρες που κρατούσαν μωρά στην αγκαλιά τους  -για να απαντηθεί λοιπόν αυτό, πρέπει να μελετηθούν, πέρα από την επίσημη ιστορική ερμηνεία, οι επιμέρους βιογραφίες ενός ολόκληρου πληθυσμού, ο οποίος αναμείχθηκε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, συχνά απλώς με τη σιωπή του, σε αυτές τις πράξεις.

Το βιβλίο αποτελείται από δύο χρονικά παράλληλες αφηγήσεις, που προσεγγίζουν το θέμα από διαφορετική οπτική γωνία. Από τη μία οι Γερμανοί, οι οποίοι έχουν άμεση γεωγραφική και συναισθηματική σχέση με το γεγονός, από την άλλη οι Έλληνες, που δυσκολεύονται ή αδυνατούν να συλλάβουν τι σήμαινε. Οι Έλληνες είμαστε φυσικά «εμείς». Μέχρι πρότινος εγκλωβισμένοι σε μια απατηλή ευμάρεια, όπως περιγράφονται τα μέλη της ελληνικής οικογένειας που έχει στην ιδιοκτησία της ένα πολυτελές ξενοδοχείο σε κάποιο τουριστικό νησί του Αιγαίου. Η δράση τοποθετείται άλλωστε το 2008, όταν ακόμη ήμασταν στο κατώφλι της κρίσης.

Με ρωτάνε γιατί επέλεξα να ασχοληθώ με όλα αυτά. Γιατί οι Γερμανοί; Τι μας νοιάζει;  Το ερώτημα υπονοεί  ότι «εμάς εδώ» μας απασχολούν τα δικά μας προβλήματα.  Απαντώ ότι η ντροπή για το κληρονομημένο στίγμα, η εξ αντανακλάσεως ενοχή, ένας γάμος που έχει μετατραπεί σε πεδίο μάχης, η ανάγκη για συνύπαρξη παρά την ασυνεννοησία, όλα συνιστούν θέματα που δεν γνωρίζουν τόπο, χρόνο, φύλο ή ηλικία. Έτσι κι αλλιώς υπάρχει λογοτεχνία και πέρα από την εντοπιότητα. Υπάρχει όλος ο υπόλοιπος κόσμος, και σήμερα, περισσότερο από ποτέ, ό,τι συμβαίνει εκεί μας αφορά, θέλουμε δεν θέλουμε.

Πάντως, για όσους δεν αισθάνονται εντελώς αποξενωμένοι από την ιστορία του 20ού αιώνα, ή εντελώς αδιάφοροι γι’ αυτή, θα είχα να συστήσω δύο ταινίες-ντοκιμαντέρ, που συνοψίζουν πολύ καλά τις δύο όψεις του ναζισμού: Triumph des Willens (Ο θρίαμβος της θέλησης) της Λένι  Ρίφενσταλ, και  A Film Unfinished (Μια ημιτελής ταινία) της Γιαέλ Χερσόνσκι. Βλέποντάς τα ίσως μπορεί να αντιληφθεί κανείς γιατί το φάσμα του ολοκληρωτισμού δεν πρέπει να ξεχαστεί.»

imageimage