Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι ποιητές αναζητούν την ποιητική έκφραση σε έργα υβριδικά ή συλλογές ως ενιαίο έργο. Τα υβριδικά ποιητικά κείμενα απαιτούν τόλμη και αποτελούν ένα στοίχημα για τον δημιουργό μια και χαρακτηρίζονται τόσο από τις δυσκολίες των επιμέρους ειδών που συντίθενται όσο και για την πρόσθετη δυσκολία της διασύνδεσης ύφους και της ισορροπίας που απαιτείται μεταξύ των ειδών.

Ads

Ένα τέτοιο υβριδικό έργο είναι και της Ζωής Σαμαρά που συνδέει το θέατρο με την ποίηση με έντονο το πεζολογικό στοιχείο, στη συλλογή «είδα τις λέξεις να χορεύουν» (Γκοβόστης, 2015). Ένα έργο στο οποίο οι λέξεις και τα συναισθήματα χορεύουν στο ιδιαίτερο ύφος της ποιήτριας.

Με τη χαρακτηριστική λιτότητα του προφορικού λόγου η ποιήτρια δημιουργεί θρυμματισμένος εικόνες με συνδετικό ιστό τη συνειρμικότητα. Ο στιχουργικός ρυθμός ορίζεται από την “αφηγηματική” ροή της προφορικότητας• κινείται με φυσικότητα και “αθόρυβα” επιτρέποντας την “εξακόντιση” του συναισθήματος. Ταυτόχρονα, διακρίνεται μία εικονιστική αντίληψη άλλοτε λυρική και φυσιολατρική και άλλες φορές πιο κοινωνική (και είπες, υπό τον ήλιον, στην πόρτα, καιρός του σιγάν, όθος, φωνές, μενετές, εκ Χάεος δ’ Έρεβος).

Η υπερρεαλιστική πνοή που εμφυσά τη στιχουργική της υποστηρίζει συναισθηματικά και εικαστικά τις συνθέσεις (άσκηση ποιητικού ρεαλισμού, μενετές, ποιητική, παρέλαση, καιρός του σιγάν, ο ήσκιος). Και τούτο αισθητοποιείται συχνά με τους θρυμματισμένους ή “μετέωρους” και αστοίχιστους στίχους (κενό μήνυμα, στο παγκάκι, διαλείπον φως, γενική επιστράτευση, μετουσίωσις, και είπες, στην πόρτα) οπτικοποιώντας το αίσθημα αιώρησης και στη διαμορφώνοντας το ρυθμό (τι βλέπει σήμερα η πανσέληνος ταξίδι, η ιστορία μιας άδειας σελίδας, ανακολουθία, διαλείπον φως, το ποίημα, όθος, να μένεις, καιρός του σιγάν, παρέλαση, ποιητική, αμφιθυμία, μπα-Ίλα) μαζί με τις επαναλήψεις (το ποίημα, γραφίδα, ου).

Ads

Η σκηνική διάσταση του έργου και τα διαλογικά τμήματα (η ευλογημένη, άσκηση ποιητικού ρεαλισμού, πεζός λόγος, η γυναίκα, με τα μικρά βιβλία, στο παγκάκι) και οι ερωτήσεις (τι;, με τα μάτια κλειστά) με τις εναλλαγές του α’ και β’ γραμματικού προσώπου προσφέρουν μία θεατρικότητα.

Η ίδια η διάκριση χορός-γυναίκα-ποιήτρια προσδίδει μία σαφή έμφυλη διάσταση στην ποιητική της μέσα από ένα δραματικό ύφος. Η Γυναίκα απαντά την Ποιήτρια, μόνον όταν χορεύουν οι λέξεις και τούτες χορεύουν μόνο όταν συναντάται η Γυναίκα με την Ποιήτρια. Αντιδρά στα ήθη της κοινωνίας, αρνείται τον καθωσπρεπισμό που επιβάλλεται στη γυναίκα και μεταμορφώνεται σε ποιήτρια ενάντια στους επιβαλλόμενους κανόνες. Ο χορός μοιάζει κατά το σοφόκλειο πρότυπο να αντιπροσωπεύει την κοινωνία που αλληλεπιδρά με το ποιητικό υποκείμενο.

Μία λεπτή ειρωνική διάθεση (άσκηση ποιητικού ρεαλισμού, το ποίημα) πλαισιώνει τον κεντρικό θεματικό άξονα που κινείται γύρω από την ποίηση με αυτοαναφορική διάθεση και τον χρόνο/ηλικία εμπλουτισμένο με κοινωνικές αναφορές (η λιμουζίνα, το σακάκι, όθος). Γλωσσοκεντρικές αλληγορίες (παρενθέσεις και αγκύλες) και θρησκευτικά ή μυθολογικά στοιχεία (κρανίου τόπος, παρέλαση, παρενθέσεις και αγκύλες, το ποίημα) εντάσσονται στην ποιητική της αβίαστα.

Το βιβλίο