Η ζήλια είναι μαχαιριά είναι η πρώτη από μιας σειράς μαύρων κωμωδιών, στην οποία κινητήρια δύναμη και καταλύτης των ανθρώπινων πράξεων είναι κάθε φορά ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα […]  Ο συγγραφέας Ιερώνυμος Λύκαρης αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη τη δημιουργική πορεία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– του νέου του μυθιστορήματος Η ζήλια είναι μαχαιριά που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Ads

Οκνηρία, Αλαζονεία, Λαιμαργία, Λαγνεία, Απληστία, Οργή, Ζηλοφθονία: Η ιδέα με κυνηγούσε από το 2007, όταν είδα τα Επτά θανάσιμα αμαρτήματα, το τραγουδισμένο μπαλέτο του Κουρτ Βάιλ με στίχους του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Σκέφτηκα τότε πως θα είχε ενδιαφέρον, ανεξάρτητα από το αν θα κατάφερνα να κόψω το νήμα, να αποπειραθώ τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος αξιοποιώντας τον θεολογικό μύθο των επτά θανάσιμων αμαρτημάτων. 

Ο μύθος είναι ιδανικός για να αποκωδικοποιήσει κάποιος τον  υποκριτικό, αστικό και μικροαστικό ευσεβισμό, με τον οποίο οι προαιώνιες άρχουσες τάξεις και οι σύμμαχοί τους καμουφλάρουν το εγγενές παρακμιακό πάθος τους για πλούτο και εξουσία.

Με πρωταγωνιστές  επτά σχιζοφρενικούς χαρακτήρες, των οποίων η ζωή θα κουμαντάρεται από τις φρενοβλαβείς συνέπειες των αντίστοιχων επτά θανάσιμων αμαρτημάτων, θα μπορούσα ίσως να αναδείξω τον αδυσώπητο  παραλογισμό  της πραγματικότητας, στη διαμόρφωση της οποίας πρωτοστατούν οι κατέχοντες και οι διαχειριστές της εξουσίας.

Ads

Από τα πρώτα κιόλας σχεδιάσματα συνειδητοποίησα το αμφίβολο του εγχειρήματος. Σκέφτηκα τότε την εκδοχή ενός συλλογικού έργου: συνεργαζόμενοι συγγραφείς θα διάλεγαν από ένα αμάρτημα (με κλήρωση, μάλιστα, επειδή θεωρούσα ότι κάποια από αυτά ήταν «ευκολότερα» από άλλα)  και θα έγραφαν τη δική τους ιστορία. Μετά όλες μαζί θα έβγαιναν σε έναν «περίλαμπρο» τόμο.

Ο καιρός περνούσε. Όλοι οι σχεδιασμοί παρέμεναν ημιτελείς, μέχρι που ένα νουάρ διήγημα, που έγγραφα πριν από δύο χρόνια, άρχισε να παίρνει περίεργη τροπή.  Η ηρωίδα αφηγούνταν σε ένα παλιό πλατωνικό της φλερτ το πώς από ζήλια και φθόνο για την ερωτική και καλλιτεχνική αντίζηλό της σχεδίασε μια ανατριχιαστική ίντριγκα που την οδήγησε στον φόνο.

Αναρωτήθηκα τότε: ποιος ήταν ο κυρίαρχος μοχλός που εξώθησε την Κέλλυ (την πρωταγωνίστρια) να διαπράξει το κορυφαίο ανθρώπινο έγκλημα; Απάντησα απερίφραστα: Και με την ευρεία και με τη στενή έννοια, το αμάρτημα της Ζηλοφθονίας.

Το πρώτο βήμα είχε γίνει. Επτά αυτοτελείς νουάρ κωμωδίες σε μέγεθος νουβέλας ήταν ένας βατός στόχος. Αν ολοκληρώνονταν ποτέ, με τις κατάλληλες επεμβάσεις, θα μπορούσαν να συναποτελέσουν σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Αν όχι, όσες προλάβαιναν να εκδοθούν θα πορεύονταν μόνες τους.

Για να συμβεί αυτό έπρεπε και οι επτά ιστορίες, να έχουν παρόμοια δομή και σκηνοθεσία, με τα σενάριά τους να πηγάζουν από μια κοινή υπόθεση: κάνεις πλέον δεν υπερασπίζεται πειστικά πως ο κόσμος που ζούμε είναι δίκαιος, ηθικός και εχέφρων. Ούτε αυτοί που τον κατάντησαν έτσι. Η διαφθορά και τα κάθε είδους και προέλευσης εγκλήματα, η συνεχής συγκέντρωση πλούτου στα χέρια όλο και λιγότερων, και επομένως το συνεχές βάθεμα των ταξικών ανισοτήτων, έχουν ως κοινή συνισταμένη τον κωμικοτραγικό παραλογισμό.

Και στα επτά νουάρ σουρεαλιστικά ψυχοδράματα δύο είναι οι κύριοι χαρακτήρες: ο «αμαρτωλός» δολοφόνος, μια διαταραγμένη προσωπικότητα, η οποία μέσα από τη διάπραξη μιας  αλληλουχίας  κακουργηματικών πράξεων και παράγωγων «αμαρτημάτων»  κατέληξε σε φόνο, και πάντα ο ίδιος αφηγητής.

Η πλοκή περιελίσσεται γύρω από τις οικειοθελείς ομολογίες των δολοφόνων και την κριτική ικανότητα του αφηγητή να τις αμφισβητήσει. Όχι ως αυτόπτης μάρτυρας στους φόνους, αλλά ως αυτήκοος που επιβεβαιώνει την εκμυστήρευσή τους.  

 Οι δυο τους είναι παλαιοί γνώριμοι. Οι ζωές τους έχουν διασταυρωθεί στην εποχή της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών.  Συναντώνται πάντα τυχαία, με αφορμή μια κηδεία, σε κάποια  νεκρόπολη. Δηλαδή εκεί όπου τα ψέματα έχουν πια τελειώσει και η ανθρώπινη κενότητα και υπερβολή  φαντάζει τόσο γελοία μέσα στη ματαιότητα της ύπαρξής της. 

Όλοι οι δολοφόνοι είναι «ευλαβείς» και πάντα, είτε από τύψεις είτε από την ηδονή της εκδίκησης, ασχολούνται επιδεικτικά  με τη μεταθανάτια φροντίδα των  θυμάτων τους. Παραμένουν  ασύλληπτοι και δικαστικά ατιμώρητοι, όχι επειδή έχουν διαπράξει το τέλειο έγκλημα, αλλά επειδή έτυχε.  Συνεχίζουν τη ζωή τους, αμετανόητοι κατά βάθος, και τροφοδοτούν αδιάλειπτα την παραφροσύνη τους, προβάλλοντας συναισθηματικά άλλοθι από αμφίσημες τύψεις.

Εξαιτίας της παλιάς γνωριμίας τους με τον αφηγητή –η οποία δεν έχει για αυτόν πάντα θετικό πρόσημο– του δείχνουν παράλογη εκτίμηση και εμπιστοσύνη.

Ξεκινώντας από μια αθώα φιλική συζήτηση, του ζητούν ν’ ακούσει την εθελούσια «εξομολόγησή» τους και να πάρει θέση. Εκμεταλλευόμενοι την απαθή κατανόησή του, αποπειρώνται να κερδίσουν την άφεσή του για τη στυγερή  τους πράξη παραπλανώντας τον.

Του εξιστορούν ψύχραιμα τις φονικές ψυχώσεις που πηγάζουν από το «αμάρτημα» που δυναστεύει τη ζωή τους, αποδίδοντάς τες σε πανίσχυρες δαιμονικές δυνάμεις που τους την έπεσαν αιφνίδια, με ευθύνη τόσο του θύματος όσο και των δικών τους συνενόχων.

Οι δολοφόνοι δεν κρύβουν τη ματαιοδοξία τους να αυτοβιογραφηθούν. Δεν φοβούνται μην τους προδώσει ο αφηγητής. Άλλωστε στην κουβέντα τους δεν υπάρχουν άλλοι μάρτυρες.

Η εξομολόγησή τους κυριαρχείται από ανυπόστατες δικαιολογίες, αντιφάσεις, ωραιοποιήσεις, ηθικολογίες. Εμφανίζονται ως ράκη ψυχολογικά που επιβιώνουν μέσα σ’ ένα παρανοϊκό σύμπαν με τη βοήθεια της θρησκείας, της αστρολογίας, της ερμηνείας των ονείρων, της τηλεοπτικής ψυχανάλυσης και της μαύρης μαγείας. Η μοίρα τους φαντάζει τραγική. Αγωνιούν για το τι θα τους συμβεί, όταν ακουστούν οι σάλπιγγες της Δευτέρας Παρουσίας. 

Με αυτά που λένε ακροβατούν στο χείλος της λογικής. Εκθέτουν τα γεγονότα και τις συνέπειες της αποτρόπαιης πράξης τους, ως αποτελέσματα μιας εξέλιξης που έμελε μοιραία να συμβεί. Μια πράξη, που εξ ορισμού χαρακτηρίζεται από βίαιη παραφορά, αναλγησία και απονιά, την κάνουν να φαντάζει ως αναπόδραστη ανάγκη του πεπρωμένου. Πιστοί στο δόγμα άλλο τα συναισθήματα και άλλο οι πράξεις, σχοινοβατούν στην κόψη του ψέματος και της αλήθειας. Δηλαδή της εξαπάτησης.

Ο αφηγητής, αιφνιδιασμένος και ανυποψίαστος στην αρχή, δέχεται την πρόκληση. Δεν είναι ειδικός στο να αποσπά ομολογίες. Κοινό νου με ιδεολογικό προσανατολισμό και κριτήριο ισχυρίζεται πως διαθέτει, και με αυτό προσπαθεί να κρίνει και να αποκωδικοποιήσει την αλήθεια πίσω από τον φαρισαϊσμό των δολοφόνων.

 Από τα πρώτα λεπτά της ουρανοκατέβατης συνάντησής τους, βρίσκεται αντιμέτωπος με την γκροτέσκα εφευρετικότητά τους. Με διακριτικές παρεμβάσεις, παραβλέπει τις υπερβολές, τις στρεψοδικίες και τον ταρτουφισμό τους και αποπειράται να τους παρασύρει σε όσο το δυνατόν περισσότερες αποκαλύψεις, χωρίς όμως να τους πονηρέψει. 

Βλέποντας και ακούγοντάς τους να του «εξομολογούνται», αναρωτιέται αν στέκουν στα λογικά τους ή πάσχουν από παθολογική φαντασιοκοπία. Για να εκμαιεύσει και να διασταυρώσει τα λεγόμενά τους, χρησιμοποιεί λελογισμένα την καλοπιστία, την αφέλεια και την μπλόφα. Σπάνια τους διακόπτει για να  εξωτερικεύσει τους αυθόρμητους συνειρμούς και τα ερωτήματα που του προκαλούνται.

Τους αφήνει να πουν αυτά που εκείνοι έχουν επιλέξει να του παραδεχτούν και προσπαθεί να τους παγιδεύσει μέσα στον λαβύρινθο της αφήγησής τους. Άλλοτε τα καταφέρνει και άλλοτε όχι. Κατά τη διάρκεια της εξιστόρησης, βοηθά τον αναγνώστη με σύντομες πληροφοριακές αναδρομές από την κοινή τους συμπόρευση και επισημαίνει στοιχεία που αναδεικνύουν την ταξική προέλευση και το επίπεδο συνείδησης των δολοφόνων και των θυμάτων τους.

Όταν χωρίζουν πια για πάντα, άλλοτε συμπαθητικά και άλλοτε κακήν κακώς, ο αφηγητής περνάει στη φάση της αποδόμησης όσων του «εμπιστεύτηκαν» οι δολοφόνοι. Με το υποδεκάμετρο της λογικής και τα ιδεολογικά κριτήριά του επ’ ώμου, προσπαθεί να βάλει σε τάξη όσα απίστευτα άκουσε. Θέτει τα ερωτήματα και τις αμφιβολίες του στη δοκιμασία ενός διαλογικού μπρα-ντε-φέρ με όσα του έχουν επικαλεστεί.

Επιχειρεί να μαντέψει από τα συμφραζόμενα όσα υποψιάζεται ότι του απέκρυψαν. Ψειρίζει την πειστικότητα των ισχυρισμών τους, προσπαθεί να τους καταρρίψει και, συνδυάζοντάς τους με άλλες πληροφορίες από το παρελθόν και το σήμερα, να διατυπώσει την δική του υπόθεση για το τι είναι πιθανότερο να έχει συμβεί. 

Με τη μέθοδο του ήπιου ανακριτικού ξεψαχνίσματος, θέτει εύλογα ερωτήματα που αναζητούν απαντήσεις και ανταπαντήσεις: Έκαναν πράγματι τον φόνο ή είναι κατά φαντασία δολοφόνοι, οι οποίοι ζουν σε μια ψευδή πραγματικότητα που οι ίδιοι κατασκεύασαν;

Μήπως ήθελαν να σκοτώσουν, αλλά δεν το τόλμησαν και βρήκαν την ευκαιρία να περιαυτολογήσουν, προσποιούμενοι τους μετανοημένους; Μήπως έκαναν την απόπειρα  αλλά δεν τα κατάφεραν από δειλία ή ατυχία; Πόσο ειλικρινείς είναι οι τύψεις τους;   Πόσο αθώα ήταν το ίδια τα θύματά τους; Είχαν συναίσθηση των εγκληματικών ορμέμφυτων των δολοφόνων; Και αν ναι, μήπως, για κάποιο λόγο που πρέπει να διερευνηθεί σε βάθος, προκάλεσαν επίτηδες το ανθρωποκτόνο ψυχόρμητό τους; 

    Ενδεικτικός ο κατάλογος. Όπου μπορεί ο αφηγητής δίνει τις απαντήσεις του.  Όπου ταλαντεύεται, αφήνει τα ενδεχόμενα ανοιχτά.

Σε όλες τις ιστορίες, ο αναγνώστης δεν αγωνιά να ανακαλύψει τον δολοφόνο στο πρόσωπο του πιο απίθανου ήρωα ή κομπάρσου, που εξαρχής δεν πάει το μυαλό του. Πουθενά δεν εμπλέκονται ντετέκτιβ και αστυνόμοι. Όλα έχουν συμβεί και παραμένουν στο σκοτάδι. Ούτε οι φόνοι διαλευκαίνονται ούτε κάθαρση υπάρχει. Η δικαιοσύνη, ως συνήθως, δεν θριαμβεύει.

Για αυτό λοιπόν ο καθείς και η καθεμιά με τα συμπεράσματά τους.
image
Η ζήλια είναι μαχαιριά, Ιερώνυμος Λύκαρης, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2014

Η ζήλια είναι μαχαιριά: Μια μαύρη κωμωδία, όπου κινητήρια δύναμη και καταλύτης των ανθρώπινων πράξεων είναι το θανάσιμο αμάρτημα της ζηλοφθονίας.

Η υπόθεση

Πρωταγωνιστούν: Η Κέλλυ, νοσηρός νους μιας δολοφονικής πλεκτάνης, εφήμερη μούσα και ερωμένη του λαϊκού συνθέτη, μπαρμπουτζή και ζαράκια Καν-Καν ή Εξάρα, ιδιοκτήτη του κέντρου Κανόνι· ο υστερόβουλος συνένοχός της Βραζιλιάνος ή Χρυσή Μασέλα, μούλος τσιγγάνας χαρτορίχτρας και ταξίαρχου της χωροφυλακής, νταλικέρης, μπράβος και «ιμπρεσάριος» νταβατζής σε πανηγύρια· και το αντικείμενο της ζήλιας και του φθόνου της, η Μαρκησία, ευεργετηθείσα ομότεχνός της, που κατάφερε τον Καν-Καν να την παντρευτεί.

Συμμετέχουν: Η Γιαγιά, πρώην χορευτής μπαλέτου, υπεύθυνος γκαρνταρόμπας, σπιούνος του Καν-Καν· ο αρχισερβιτόρος Πάπιας, πειρατής ταξιτζής και εκβιαστής μοιχών· και η Σάσα Κάψα, κονσοματρίς και δεύτερη φωνή.

Αθέλητα εμπλέκονται: Ο Ουρανός, μεγαλοϊδιοκτήτης, πωλητής οικοπέδων με δόσεις, σύζυγος της Κέλλυς· ο διαβόητος Καρούμπαλος, αδίστακτος κακοποιός ολκής, δεύτερος σύζυγος της Μαρκησίας· και ο αθεράπευτος μπερμπάντης και μεγάλη λαϊκή φωνή Άρης Πελέκης.