Σε μία εποχή που έγκριτοι και… άκριτοι κριτικοί απαξιώνουν κομφορμιστικά τη σύγχρονη ποιητική παραγωγή σε μία λογική λαγνείας του ποιητικού παρελθόντος, εμφανίζονται φωνές ποιητικές που καταρρίπτουν κάθε οικοδόμημα άρνησης της νεώτερης καλλιτεχνικής δημιουργίας. Δημιουργοί που κόντρα στα κελεύσματα της κριτικής, η οποία τους προσπερνά χωρίς καν να τους διαβάσει, παλεύουν καινοτομώντας εκφραστικά πειραματιζόμενοι με τους φθόγγους και τις εικόνες.

Ads

Σε αυτή την ομάδα νέων ποιητών, που τόσο επιπόλαια συχνά προσπερνά η κριτική, θα εντάξουμε και τον Αντώνη Τσόκο. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, «σουίνγκ με τ’ άστρα» (Γαβριηλίδης 2013), αποτελεί μία σπάνια έκπληξη χρήσης μεταφορικού λόγου που γοητεύει τον ακροατή/αναγνώστη. Ο Τσόκος μαγεύει με τις ευρηματικές αναλογίες[1]. Πρόκειται για μία συλλογή που ξεχειλίζει αισιοδοξία.

Μα τούτη η οπτιμιστική διάθεση αναδύεται όχι μέσα από το περιεχόμενο, μα από την ολοζώντανη έκφρασή του[2]. Δυναμικές μεταφορές με καταγωγή στην υπερρεαλιστική παράδοση ζωντανεύουν το ποιητικό κάδρο. Μυρωδιές[3] και ήχοι[4] με θεατρική παραστατικότητα ξεπετάγονται από την πεζόμορφη φόρμα σαγηνεύοντας το κοινό. Κοινωνικές παραστάσεις συμπλέκονται με το φυσικό στοιχείο σε έναν καμβά γεμάτο χρώματα[5] και κίνηση[6].

Και την αισιοδοξία ενισχύει η σκηνική διάσταση των συνθέσεων το συχνό β’ ενικό, άλλοτε με προστακτικές[7] και άλλες φορές η προτρεπτική υποτακτική[8] ή οριστική[9] που προσδίδουν μία σουρεαλιστική θεατρικότητα. Τη ζωντάνια του συχνά υποδαυλίζει και η συχνή χρήση του ενεστώτα[10] ή ερωτήσεων[11] και διαλόγων[12].

Ads

Η πρώτη του εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα μοιάζει με ένα ποιητικό ταξίδι στη χώρα του ονείρου[13]. Ένας υπερρεαλιστικός ρομαντισμός αγκαλιάζει με λυρική διάθεση[14] τις συνθέσεις[15]. Ο στιχουργικός ρυθμός και ο πεζολογικός λυρισμός ισορροπούν με τη ρομαντική διάθεση και φωτίζουν τις συνθέσεις με τα “χαμόγελα” του κοινού. Και η ήπια ειρωνεία που διαπνέει τις συνθέσεις της συλλογής, εντείνει αυτή την οπτιμιστική διάθεση[16].

Και η ειρωνική τούτη διάθεση διαποτίζει και τη δεύτερη ποιητική του συλλογή «ένα ποτήρι ακόμη Τσαρλς» (Γαβριηλίδης, 2015), εγκαταλείποντας την πρόζα και υιοθετώντας την ελευθεροστιχία με σφιχτό εσωτερικό ρυθμό.

Με δημιουργική ματιά ο Τσόκος καταγράφει στιγμιότυπα[17] μέσα σε μία στιχουργία που εκπνέει σαρκασμό. Αρνήσεις και αντιθέσεις δίνουν μία αίσθηση συνεχών ανατροπών[18]. Και η ανατροπή τούτη ενισχύεται με την υπερρεαλιστική έκφραση με επίκεντρο το ανοίκειο[19]. Ωστόσο, τούτη η ειρωνεία εκθέτει μία οργή, η οποία λανθάνει πίσω από την ανοικείωση[20], και μία ανατρεπτική κριτική διάθεση[21] με κοινωνικό στοχασμό[22].

Διακρίνεται μία ποιητική ωριμότητα τόσο στα εκφραστικά μέσα όσο και στην κριτική του ματιά. Η νεότερη συλλογή στέκει πιο κριτικά στην κοινωνία, περιορίζοντας δραστικά τη ρομαντική διάθεση[23]. Το υπερρεαλιστικό στοιχείο έχει εξελιχθεί σε μία εκφραστική πιο ανατρεπτική και μία εικαστική αστική[24] περιορισμένη συχνότατα σε κλειστούς χώρους[25].

Παρά τη διατήρηση του  λυρικού τόνου[26], το υπαρξιακό στοιχείο κερδίζει έδαφος[27] με τη μνήμη[28] και τον θάνατο[29], ενώ ταυτόχρονα αγωνιά για την τέχνη της ποίησης[30]. Το δε συχνό α’ πληθυντικό[31] δείχνει μία στροφή προς την έκφραση ενός συλλογικού υποκειμένου πλάι στο διαλογικό β’ ενικό[32].

Η τελευταία του ποιητική συλλογή «ώρες πληθυντικής αϋπνίας» (Γαβριηλίδης, 2016), χαρακτηρίζεται από μία νέα αλλαγή τόσο στη φόρμα όσο και στο ύφος. Πιο ώριμος ο Τσόκος αξιοποιεί την ποιητική βραχυλογία σε μία σκηνική ποιητική σύνθεση.

Ο θεατρικός διάλογος συνδυάζεται με την αποφθεγματικότητα. Λυρικές νότες διαποτίζουν όλες τις συνθέσεις. Ο ρομαντισμός ντύνεται με τις φλόγες του πάθους και της υπαρξιακής αναζητήσεις και του έρωτα.

Η ποιητική σύνθεση, χωρισμένη σε πράξεις με τον ευρηματικό τίτλο “αϋπνίες”, στην πραγματικότητα είναι ένα ταξίδι στη χώρα του ονείρου. Η ήπια σουρεαλιστική έκφραση και η συνειρμική κίνηση του στίχου με την παραστατικότητα του διαλόγου ζωντανεύουν τη σκηνή.

Οι ίδιες ερωταπαντήσεις, άλλωστε, κινούνται σε ένα επίπεδο θεατρικού σουρεαλισμού. Το απρόοπτο και οι αντιθέσεις κυριαρχούν σε έναν διάλογο παραλόγου, που αφήνει ένα μειδίαμα στα χείλη του ακροατή/αναγνώστη. Προσφέρουν μία εκφραστική διέξοδο στον δημιουργό, ώστε με οδηγό την αποφθεγματικότητα να μιλήσει για τη ζωή και τον θάνατο, τη φύση και τον άνθρωπο με την κοινωνία.

Η ποιητική ειρωνεία του Τσόκου διατηρείται σε ήπιους τόνους. Μειλίχια αφήνει τον στοχασμό και την υπαρξιακή αγωνία για την κοινωνική κριτική να τρυπώσουν στη σκέψη του κοινού. Με αγωγό το συναίσθημα και το απρόοπτο συγκινεί. Η σκηνή του σαν παιδικό παραμύθι μας ταξιδεύει μακριά από την πεζότητα της λογικής και τη σκληρότητα του ρεαλισμού.
 
Οι στίχοι του Τσόκου σκάνε σαν μπαλόνια που αφήνουν στον αέρα συναισθήματα και σκέψεις στο κοινό. Με την ανατρεπτική του διάθεση και τους διαρκείς εκφραστικούς πειραματισμούς του, ο ποιητής σκορπίζει χαμόγελα και αισιοδοξία για την ποιητική εξέλιξη τόσο του ίδιου όσο και των ελληνικών γραμμάτων.
 

[1] βλ. σουίνγκ με τ’ άστρα, σκέφτηκα να σε ερωτευτώ,  αλφάβητο,  ποδηλατώντας.

[2] βλ. μεθυσμένοι καθρέφτες, συγχορδίες γέλιου, λευκές παπαρούνες.

[3] βλ. μία νύχτα στη νησίδα, αν, μικρού μήκους απογεύματα, ζυμωτό ψωμί λευκό κρασί και ποίηση, φενάκη.

[4] βλ. νυκτωδία, ποδηλατώντας, αν δεν ήμουν άνθρωπος, αν θες να μ’ αγαπάς, σελήνη τριάντα τριών στροφών.

[5] βλ. σκέφτηκα να σ’ ερωτευτώ, πλανόβιος, φενάκη,  η κοπέλα με τις κερασόγχρωμες κάλτσες, λευκές παπαρούνες.

[6] βλ. σελήνη τριάντα τριών στροφών, γραμματική κατάσταση, στο βορινό μπαλκόνι.

[7] βλ. ξεδίπλωσέ με, πλανόβιος.

[8] βλ. πίνακας ανακοινώσεων.

[9] βλ. αν, τριάντα αργύρια κάλπικα, στο βορινό μπαλκόνι.

[10] βλ. παραισθήσεις, γραμματική κατάσταση.

[11] βλ. νυχτωδία.

[12] βλ. εδεσματοπωλείο, μία νύχτα στη νησίδα.

[13] βλ. καταγγελία, αν δεν ήμουν άνθρωπος, μία νύχτα στη νησίδα, λευκές παπαρούνες, τριάντα πέντε λέξεις.

[14] βλ. είσαι, στο κόκκινο, Θρασύλλου και Καρύτση γωνία.

[15] βλ. νύχτα καλοκαιρινή, νυχτερινή ιχνογραφία, γράψε έρωτας, τρύπα στο ταβάνι, λινά καλοκαίρια

[16] βλ. μικρές αγγελίες, καταγγελία, ένοχος, ανακοίνωση, τρύπα στο ταβάνι..

[17] βλ. τίποτα δεν μοιάζει με τίποτα, προορισμός, ήταν αλήτης, περίστροφο, κάθε πρωί.

[18] βλ. γραμμή δύο, έτσι πρέπει Ι & ΙΙ, δεν έρχεσαι πια, πένθιμα αναμενόμενο, αντίθετη λήψη.

[19] βλ. ήταν αλήτης, γραμμή δύο, κονιάκ, λευκή κιμωλία, υπνοφαντασία, κορίτσια πέφτουν από τον ουρανό.

[20] βλ. ένστολος κηπουρός, κεράσια κονσέρβα.

[21] βλ. σύντομο βιογραφικό, Δευτέρα προς Κυριακή, απαγορεύονται οι αυτοκτονίες,  χάραξε το σκοτάδι,  αποταμίευση.

[22] βλ. φόροι και ρασοφόροι, κλείστε σε ξύλινα κλουβιά τα αεροπλάνα,  χαμένος, σειρήνες στη βροχή

[23] βλ. νοικοκυρά του ήλιου.

[24] βλ. απαγορεύονται οι αυτοκτονίες, τραπουλόχαρτα.

[25] βλ. Δευτέρα προς Κυριακή, μην με ξεχάσεις Θεέ μου ποιητή Ι & ΙΙ,  Θεσσαλονίκη, νυχτερινά κελαηδίσματα,  κάθε πρωί.

[26] βλ. οστικός έρωτας, σπιρτόκουτο, σειρήνες στη βροχή, πευκοβελόνες, μπλε σπουργίτι.

[27] βλ. Δευτέρα προς Κυριακή, μην με ξεχάσεις Θεέ μου ποιητή  ΙΙ, αντίθετη λήψη,  ανάποδα, κάθε πρωί,  εύθυμη λήθη, απουσίες, περίστροφο.

[28] βλ. τέσσερις Απρίλη, τραπουλόχαρτα, μονό κρεβάτι, δεν έρχεσαι πια.

[29] βλ. κονιάκ,  πευκοβελόνες, χάραξε το σκοτάδι.

[30] βλ. μη με ξεχάσεις Θεέ μου ποιητή Ι, έτσι πρέπει ΙΙ, Δευτέρα προς Κυριακή.

[31] βλ. έτσι πρέπει Ι  & ΙΙ,  κεράσια κονσέρβα, τέσσερις Απρίλη, μπλε σπουργίτι πένθιμα αναμενόμενο.

[32] βλ. μην έρχεσαι πια, μην με ξεχάσεις Θεέ μου ποιητή Ι & ΙΙ, χαμένος, λευκή κιμωλία.